Το βιβλίο με τίτλο Η Σαμιακή Επανάσταση του 1821, Οικονομική και λογιστική αποτύπωση, από τις εκδόσεις Απόπλους με την εξαιρετική επιμέλεια του Βαγγέλη Δημητριάδη, έρχεται να ενισχύσει την οπτική μας για την κατανόηση της σαμιακής επανάστασης, μέσα από την ερμηνευτική προσέγγιση του εμβριθούς μελετητή της, φιλολόγου-ιστορικού, πρώην προϊσταμένου των Γενικών Αρχείων του Κράτους Τμήματος Σάμου, Χρίστου Λάνδρου.
Το θέμα του βιβλίου αφορά την οικονομική – λογιστική αποτύπωση της σαμιακής επανάστασης η οποία στηρίζεται στη δημοσίευση των Πρακτικών της Λογιστικής Επιτροπής του 1832· τα τελευταία φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο της Σάμου και μεταγράφηκαν από τον συγγραφέα του βιβλίου, προκειμένου να έρθουν σε εμάς ως μια αδιαμεσολάβητη πηγή πληροφόρησης, η οποία μας συνδέει με το σαμιακό 1821. Ο ίδιος, επικαλούμενος την άποψη του Αμερικανού ιστορικού Χάουαρντ Ζιν, θεωρεί ότι η έκδοση ενός τεκμηρίου συμβάλλει ουσιαστικά σε μια προσεκτική επανερμηνεία της Ιστορίας, στην περίπτωσή μας της τοπικής, η οποία ωστόσο στηρίζεται στα γερά θεμέλια της επιστημονικής τεκμηρίωσης.
Τα Πρακτικά της Λογιστικής Επιτροπής του 1832 εντάσσονται στο ιστορικό πλαίσιο το οποίο διαμορφώθηκε για το νησί της Σάμου, ύστερα από το γεγονός της μη συμπερίληψής του στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Έπειτα από τη συγκεκριμένη διπλωματική εξέλιξη, τον Ιούλιο του 1830, συγκροτήθηκε στη Σάμο η πρώτη Γενική Συνέλευση, η οποία αποφάσισε να εγκαθιδρύσει στο νησί τοπική διοικητική εξουσία, τη Σαμιακή Πολιτεία, διατηρώντας το Στρατοπολιτικό πολίτευμα της επαναστατικής περιόδου, ενισχύοντας τον θεσμό των Γενικών Συνελεύσεων και αναθέτοντας τη διεύθυνση των διοικητικών πραγμάτων στον Λογοθέτη Λυκούργο και στην Επαρχιακή Δημογεροντία. Η απόφαση για τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης της σαμιακής επανάστασης ελήφθη στην Τριτοτετάρτη Γενική Συνέλευση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1831 στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής Χώρας· ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης αφορούσε την περίοδο 1820 μέχρι το έτος 1832, κατά το οποίο το νησί της Σάμου έχει βιώσει ήδη δύο έτη αποκλεισμού από το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Τα μέλη της Επιτροπής ήταν πέντε και η επιλογή τους προέκυψε λόγω των αδιαμφισβήτητων ικανοτήτων τους: ο Αντώνης Γεωργιάδης από το Μαραθόκαμπο, ο Ν. Καραγιαννάκης από το Βαθύ, ο Κωνσταντίνος Τσουβαλτζής από το Καρλόβασι, ο Σταμάτης Κωνσταντίνου από τον Παγώνδα, ο Μιχάλης Κωνσταντινίδης από τη Χώρα και ο Γεώργιος Αποστολάκης από τους Μυτιληνιούς. Οι εργασίες της Επιτροπής ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1832 και ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του αυτού έτους.
Το αντικείμενο του αναδρομικού αυτού ελέγχου αφορούσε τις οικονομικές δοσοληψίες της Κεντρικής Διοίκησης της Σάμου με τις κοινότητες του νησιού, αλλά και τις οφειλές της Διοίκησης προς τις τελευταίες και τους πολίτες. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια διεισδυτική λογιστική εξέταση των δημόσιων οικονομικών της σαμιακής επανάστασης, η οποία έθεσε στο επίκεντρό της τον έλεγχο των εσόδων και των εξόδων της σαμιακής διοίκησης. Όσον αφορά την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης εξέτασης, οι απαντήσεις δίνονται από την ίδια την ιδεολογία της ηγεσίας των Καρμανιόλων, η οποία εμφορούνταν από τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της διαφανούς διαχείρισης των οικονομικών του Αγώνα· η ηθική διοίκηση, η οποία αποτυπώθηκε και στην οικονομική διαχείριση του Στρατοπολιτικού Διοργανισμού, ερχόταν εξάλλου σε πλήρη αντίθεση με την αντίστοιχη διαχείριση των οικονομικών του νησιού προεπαναστατικά, όταν στην εξουσία βρίσκονταν οι αντίπαλοι των Καρμανιόλων, Καλικάντζαροι. Επίσης, η αναγκαιότητα του αναδρομικού ελέγχου των οικονομικών της επανάστασης, προέκυπτε και από την κρισιμότητα των στιγμών κατά την περίοδο της σύγκλησης της επιτροπής και φαίνεται ότι αποτελούσε απαράβατο όρο του Λογοθέτη Λυκούργου, προκειμένου ο ίδιος να αναλάβει για άλλη μια φορά την ηγεσία της διοίκησης του νησιού. Ο Χρίστος Λάνδρος παραθέτει αυτούσια τα λόγια του Λυκούργου Λογοθέτη τα οποία επιβεβαιώνουν την αδιαπραγμάτευτη βούληση του τελευταίου να διορθώσει τα εσωτερικά ζητήματα της Σάμου: «εις σεσαπημένας σανίδας στύλος δεν γίνεται».
Μανόλης Γιαννούτσος |
Το βιβλίο εκτείνεται σε 260 περίπου σελίδες, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά τη δημοσίευση της μεταγραφής του συγκεκριμένου τεκμηρίου· η τελευταία είχε υλοποιηθεί από τον συγγραφέα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και έχει αναρτηθεί στο πρόγραμμα «Αρχειομνήμων» των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Το εν λόγω τεκμήριο αποτελείται από το «Πρωτόκολλο των εξερχόμενων εγγράφων» της Λογιστικής Επιτροπής, από τους «Ισολογισμούς Κοινοτήτων Κωμοπόλεων και Χωρίων και Κοινού Ταμείου Σάμου του 1832», από τις «Καταστάσεις των μπουλετίων της Κοινότητος Σάμου 1821 διορισθέντων από την κατά Σεπτέμβριον Κοινήν Συνέλευσιν προς 45 το μπουλετή αρ. 45 επί Γενικής Εφορίας των κυρίων Χριστοδούλου Βαρμαξίδη, Χριστόδουλου Καψάλη και Εμμανουήλ Παπλωματά και επί Αρχηγού Σάμου Κυρίου Λογοθέτου Λυκούργου», από τα Πρακτικά της Λογιστικής Επιτροπής της Συνελεύσεως 1832, από την «Καταγραφή του επί της τουρκοκρατίας Κοινού Χρέους Σάμου», από το «Πρωτόκολλο των εισερχόμενων εγγράφων της Λογιστικής Επιτροπής». καθώς και από έγχρωμο εικαστικό υλικό της σαμιακής επανάστασης και Ευρετήριο ονομάτων και τόπων. Το πόνημα προλογίζει ο Ομότιμος Καθηγητής του Ιόνιου Πανεπιστημίου, κ. Νίκος Καραπιδάκης, ο οποίος θεωρεί ότι η παρούσα έκδοση αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα μελέτης της Ιστορίας των Θεσμών κατά τη διάρκεια της επανάστασης, το οποίο αναδεικνύει με επιτυχία την «αίσθηση του κοινού συμφέροντος και του ελέγχου που πρέπει να ασκείται στους δημόσιους λειτουργούς και τα κρατικά όργανα».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βέβαια παρουσιάζει η εισαγωγή του συγγραφέα, η οποία διευκολύνει τον αναγνώστη να προχωρήσει στη μελέτη και κατανόηση του τεκμηρίου που ακολουθεί, - το οποίο είναι εξαιρετικά δυσανάγνωστο τόσο στη φυσική όσο και στην ψηφιακή του μορφή-, στην πραγματικότητα ωστόσο, αποκαλύπτει την αντίληψη του Χρίστου Λάνδρου για τη συμβολή της συγκεκριμένης ιστορικής πηγής στην ιστοριογραφία της σαμιακής επανάστασης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τα Πρακτικά της Λογιστικής Επιτροπής επιτρέπουν στον μελετητή να κατανοήσει τους όρους λειτουργίας της σαμιακής κοινωνίας, την περίοδο της επανάστασης, μέσα από την ανάδειξη όψεων της καθημερινότητας εκείνης της εποχής, αλλά και να προσεγγίσει το πολιτικό διοικητικό σύστημα της Σάμου μέσα από τις διάφορες φάσεις του, οι οποίες τελικά παραπέμπουν στην ακριβέστερη περιοδολόγηση της σαμιακής επανάστασης: 1820-1821 (περίοδος τουρκοκρατίας), 1821-1822 (Στρατοπολιτικό σύστημα), 1822 (περίοδος έπαρχου Μώραλη), 1823-1827 (εκ νέου εφαρμογή του Στρατοπολιτικού συστήματος), 1828-1830 (καποδιστριακό σύστημα εξουσίας), 1830-1832 (Στρατοπολιτικό σύστημα κατά την περίοδο της Σαμιακής Πολιτείας). Επιπλέον, μέσα από την προσεκτική μελέτη των εγγράφων της Επιτροπής σκιαγραφείται η ιδεολογία της σαμιακής επανάστασης· αναφέρω ενδεικτικά από την εισαγωγή του βιβλίου, στη σελίδα 62: «Τα έγγραφά της (ενν. της επιτροπής) τα διατρέχει η προσήλωση στην ιδέα της ισονομίας και της δικαιοσύνης αφενός και αφετέρου σε μια δημοκρατική αντίληψη που καλλιεργήθηκε στις Συνελεύσεις των προηγούμενων ετών. Είναι εμφανής η επίδραση του Διαφωτισμού, ενώ και άλλες αρετές, όπως η ευσέβεια, η προσήλωση στην ορθόδοξη παράδοση, η φιλανθρωπία, τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, η ελευθερία του λόγου αναγνωρίζονται στους λόγους και τα έργα της».
Παράλληλα, η επαφή του μελετητή-αναγνώστη με τα συγκεκριμένα τεκμήρια του βιβλίου δίνει τη δυνατότητα στον ίδιο να συνειδητοποιήσει ότι ο αξιακός κώδικαςτης συντεταγμένης σαμιακής εξουσίας, δεν συγκροτούσε απλά και μόνο τη θεωρητική υποδομή της, αλλά λειτουργούσε νοηματοδοτώντας εν τέλει μια πολιτική πρακτική η οποία έδινε λύσεις σε πιεστικές ανάγκες της καθημερινότητας. Ο συγγραφέας του βιβλίου πιστεύει ότι: «και στο τεκμήριο αυτό (ενν. των Πρακτικών), όπως και στο Αρχείο της Σαμιακής Επανάστασης έχουν καταγραφεί με σαφήνεια ζητήματα ιδεολογίας και πολιτισμού, που αποτελούν τη βάση μιας υγιούς κοινωνίας, η οποία πίστευε και προέβαλλε αρχές και αξίες για το μέλλον όχι μόνον στη θεωρία και τις διακηρύξεις, αλλά στην πρακτική του πολιτικού βίου». Δεν είναι εξάλλου τυχαία η επιλογή από τον ίδιο τον συγγραφέα να αναδείξει στην εισαγωγή του την περίπτωση της συγκλονιστικής ιστορίας του καπετάν Θοδωρή Φώκου, ο οποίος είχε αναλάβει το 1821 θαλάσσια αποστολή στο μπουγάζι μεταξύ Σάμου και Μικράς Ασίας, αλλά το πλοίο του το κυρίευσαν οι Τούρκοι, επειδή ο ίδιος λιποψύχησε και δεν το κατέστρεψε, όπως όφειλε, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Ο καπετάν Φώκος, παρά το γεγονός ότι με δική του ευθύνη απώλεσε το σκάφος του, απαίτησε από την Επιτροπή αποζημίωση· η τελευταία, αν και αναγνωρίζει την αποκλειστική ευθύνη του για την απώλεια του σκάφους του και την ζημία την οποία προκάλεσε στον σαμιακό επαναστατικό αγώνα, όχι μόνο δεν τον παραπέμπει σε δικαστήριο, αλλά επιπλέον εισηγείται στη σαμιακή διοίκηση να τον ενισχύσει οικονομικά, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του. Αναφέρω ενδεικτικά από την εισαγωγή του βιβλίου την απόφαση της επιτροπής: «σε καταδικάζει να λάβεις την παρά των νόμων παιδείαν ως ανάξιος ναύτης και πολεμιστής, μεστός φόβου πανικού, παραβάτης των όρκων σου και πρόξενος ατιμίας του χαρακτήρος της πατρίδος σου! Χωρίς ποτέ να κρίνη δίκαιον ότι σου ανήκει να λάβης από το Κοινόν Ταμείον, καν λεπτόν δια την απώλειαν του πλοίου σου, το οποίον ανάνδρως παρέδωκας εις τον εχθρόν… Αλλ΄ επειδή είσαι γέρων άπορος, σεβόμενη την πρεσβυτικήν σου ηλικίαν σου, ψυχοπονούσα και την απορίαν σου…». (σελίδες 54-55).
Το βιβλίο του Χρίστου Λάνδρου με τίτλο Η Σαμιακή Επανάσταση του 1821, Οικονομική και λογιστική αποτύπωση, αποτελεί επομένως ένα συναρπαστικό βοήθημα για τους ιστορικούς, τους ερευνητές και τους φιλίστορες εν γένει, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα μέσω αυτού, να αντιληφθούν αρτιότερα τα διακυβεύματα της σαμιακής επανάστασης. Η έκδοση του βιβλίου εξάλλου, τεκμηριώνει αφενός την ακλόνητη πεποίθηση του συγγραφέα ότι η συγγραφή της Ιστορίας επιτυγχάνεται μέσα από την αέναη επικοινωνία του παρελθόντος με το παρόν, και αφετέρου την άποψή του ότι η μελέτη της τελευταίας μπορεί να συμβάλλει στον εξανθρωπισμό των σύγχρονων κοινωνιών, δίνοντας απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας. Ο ίδιος ο συγγραφέας, βέβαιος για τη συγχρονική διάσταση της Ιστορίας, αντιλαμβάνεται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της λειτουργίας της σαμιακής επιτροπής του 1832 ως σημείο αναφοράς για το παρόν και το μέλλον του τόπου μας. Η παράθεση του χωρίου που ακολουθεί από την εισαγωγή του βιβλίου (σ. 32) είναι τελικά ενδεικτική για την αντιμετώπιση της ιστορίας από τον Χρίστο Λάνδρο: «Ο σκοπός, ο τρόπος εργασίας και τα πορίσματα εκείνης της μακρινής μας σαμιακής επιτροπής ανταποκρίνεται και σε σύγχρονα ζητήματα; Η μελέτη των εγγράφων και της αλληλογραφίας της Επιτροπής απαντά θετικά στο ερώτημα».
Μ. Γιαννούτσος, δρ. Ιστορίας
ΓΑΚ Τμήμα Σάμου
Σάμος, 20-2-2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου