4 Απρ 2024

Ένας αφρισμένος χείμαρρος - Διαβάζοντας «Το παιδί της βροχής» του Σταμάτη Δανά - Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής

Τον Σταμάτη Δανά τον γνώρισα διαβάζοντας το πρώτο του βιβλίο, το μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι δράκοι του φεγγαριού», που εκδόθηκε το 1998 και αναφέρεται στα παιδικά το χρόνια, τον καιρό του εμφυλίου στη Σάμο. Και μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ένας αξιωματικός της αεροπορίας γράφει στα 54 χρόνια του ένα τόσο δυνατό και πρωτότυπο μυθιστόρημα, που θα το ζήλευαν και φτασμένοι συγγραφείς.

Τρία χρόνια μετά, όταν ξεκινήσαμε με τους συνεργάτες μου την εκδοτική μας δραστηριότητα στη Σάμο, με το περιοδικό «Μεθόριος του Αιγαίου» και τις εκδόσεις «υπερόριος», γνωριστήκαμε από κοντά, γίναμε φίλοι και συνεργαστήκαμε πρώτα στη δημοσίευση τριών από τα δώδεκα διηγήματα αυτής της συλλογής, το «Οι δώδεκα χήρες»στο περιοδικό, το «Τα εργόχειρα της σιωπής» στη συλλογή διηγημάτων «Ταξίδια… στον κόσμο τη μνήμη και τη φαντασία» και το «Ο μυστικός γάμος» στη συλλογή διηγημάτων «Σπονδές στο Διόνυσο».

Ακολούθησε η έκδοση, από τις εκδόσεις μας, του δεύτερου μυθιστορήματός του με τίτλο «Στα μονοπάτια του ανέφικτου», που κατά τη γνώμη μου αποτελεί, όπως και το πρώτο, μια σημαντική θα έλεγα παρουσία όχι μόνο στα σαμιακά, αλλά και στα ελληνικά γράμματα.

Αλλά ας έρθουμε στη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Το παιδί της βροχής» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις «Εκδόσεις Τέχνης ΟΙΣΤΡΟΣ»

Οι πρώτες λέξεις που σού ‘ρχονται στο νου διαβάζοντας τα διηγήματα του Σταμάτη Δανά είναι: οργιώδης – αχαλίνωτη φαντασία.

Τα κείμενά του θα μπορούσαμε να τα παρομοιάσουμε με μια ζούγκλα, που σε κάθε βήμα σού επιφυλάσσει και μια έκπληξη. Ένα παραδείσιο πουλί ή ένα σαρκοβόρο λουλούδι.

Αλήθεια, αν γνωρίζεις ότι ο συγγραφέας ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού, που υπηρέτησε μάλιστα ως ελεγκτής των οικονομικών της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, αναρωτιέσαι:

-Πώς είναι δυνατό αυτός ο άνθρωπος να διαθέτει ένα τόσο εντυπωσιακό λογοτεχνικό ταλέντο;

Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα την έχω δώσει από καιρό γράφοντας ότι μέσα σε κάθε πραγματικό καλλιτέχνη –όχι μόνο λογοτέχνη αλλά και ζωγράφο, γλύπτη, μουσικό και ότι άλλο- υπάρχει μια δεξαμενή που, όποιο δρόμο κι αν τραβήξει στην επαγγελματική σταδιοδρομία του, δεν μπορεί παρά να βρει διέξοδο κάποια στιγμή σε μια πηγή καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Στην περίπτωση του Σταμάτη Δανά βρήκε διέξοδο σε μια «μάνα» -όπως λέμε στη Σάμο τις πηγές απ’ όπου αναβλύζει ορμητικά άφθονο, αστέρευτο νερό- απ’ την οποία ξεκινάει ένας αφρισμένος χείμαρρος.

Κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του θα έλεγα ότι είναι όχι απλά η αναβίωση της λαϊκής παράδοσης του γενέθλιου τόπου του, της Σάμου, αλλά ο εμπλουτισμός, η προέκταση, η εμβάθυνση και τελικά η απογείωση αυτής της παράδοσης.

Αν θελήσουμε να εντάξουμε το έργο του σε ένα λογοτεχνικό ρεύμα, θα έλεγα ότι αυτό είναι ο Λατινο-αμερικανικής προέλευσης Μαγικός Ρεαλισμός. Ότι πρόκειται, δηλαδή, για τον Ελληνικό Μαγικό Ρεαλισμό.

Ας δούμε όμως μερικά από τα επιμέρους στοιχεία που θα μπορούσε να εντοπίσει ο αναγνώστης στο σύνθετο έργο του.

Το πρώτο, κατά τη γνώμη μου, είναι η βαθιά θρησκευτικότητα που το χαρακτηρίζει, η οποία προκύπτει από την συχνή παράθεση αποσπασμάτων από ιερά βιβλία, αλλά και από την ακολουθία της Θείας Λειτουργίας. Προκύπτει επίσης από την προβολή ιερέων – προτύπων, αλλά και από την σκληρή κριτική ανάξιων ιερωμένων. Δεν διστάζει, μάλιστα, να τα βάλει με τα «ιερά και τα όσια» γράφοντας στο πρώτο διήγημα της συλλογής με ήρωα τον Παπαγιαννακό:

«Για μια στιγμή ο ήλιος χτύπησε και τις ασημένιες εικόνες του τέμπλου, που εμφανίζουν καλοζωισμένους και αγιοποιημένους μητροπολίτες και πατριάρχες, οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία. Άρπαξαν το φως και το εκσφενδόνισαν στα μάτια των σκελετωμένων αναχωρητών και αγίων της τοιχογραφίας, για να τους τυφλώσουν, ώστε στο εξής να μη μπορούν να τους στοχοποιούν και να τους ελέγχουν».

Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής, το «Ημερολόγιο του Δεκαπενταύγουστου», γράφει για το Άγιο Όρος, το λεγόμενο και «Περιβόλι της Παναγίας»:

«Σ’ αυτό το περιβόλι η Παντάνασσα δεν πήγε ποτέ, γένους θηλυκού ούσα. Έτσι, ανενόχλητοι οι καταληψίες απολαμβάνουν τον επίγειο παράδεισο, μπαινοβγαίνουν ελεύθεροι στον έξω κόσμο και ανταλλάσσουν ύδωρ με γη, κατακρημνίζοντας ισχυρούς και κραταιούς».

Μήπως αυτό το απόσπασμα σας θυμίζει το μεταγενέστερο από τη συγγραφή του διηγήματος «σκάνδαλο του Βατοπεδίου»;

Τέλος, ακολουθώντας το παράδειγμα της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροϊδη, αναφερόμενος έμμεσα και στο δικό μας ιερατείο, γράφει για τους Καθολικούς:

«Παρακαλούν νυχθημερόν την Μαντόνα να φωτίσει όσους, παιδιά όντες, βιάστηκαν από τους άγιους πατέρες, για να μην ομολογήσουν. Η πανίσχυρη τράπεζά τους πτώχευσε από τις αποζημιώσεις που πλήρωσε σ’ αυτούς που έβγαλαν στο φως τα βίτσια και τα άλλα τους».

Τα βαθύτερο περιεχόμενο της θρησκευτικότητας του Σταμάτη Δανά, ωστόσο, γίνεται φανερό στο παρακάτω απόσπασμα από το δεύτερο διήγημά του:

«Το πνεύμα του Σύμπαντος… ανέθεσε στο Χριστό να διδάξει στους ανθρώπους τη φιλία, γιατί μόνο μ’ αυτή οι σχέσεις συνεχώς θα καλυτερεύουν και ο Παράδεισος θα εγκαθίσταται στη γη σιγά – σιγά. «Κανένας δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του» (Ιωάννης 15.9-11).

Πέρα από τη θρησκευτικότητα, κυρίαρχο στοιχείο σε όλα σχεδόν τα διηγήματα είναι, όπως σημείωσα ήδη, ο μαγικός ρεαλισμός. Ξεπερνώντας, μάλιστα τον Αίσωπο ο Δανάς δίνει φωνή όχι μόνο στα ζώα, αλλά και στα φυτά. Ακόμη και στα βουνά.

Στο δεύτερο κι όλας διήγημά του συναντάμε τον εκτενή συμβολικό διάλογο ανάμεσα σε μια ελιά και σε μια συκιά, που ολοκληρώνεται με τρία ποιήματα για τη φιλία και τον αποχαιρετισμό.

Στο διήγημα «Έρωτας στον ελαιώνα», που αναφέρεται στη συμμετοχή στρατιωτών σε μια συναυλία της Μαρίας Φαραντούρη τον πρώτο καιρό μετά την Μεταπολίτευση, τα δέντρα, οι ελιές, ερωτεύονται τους νεαρούς σμηνίτες.

Τέλος, το διήγημα με τίτλο «Άφες αυτοίς», ενώ ξεκινάει ως ένα ρεαλιστικό – ηθογραφικό διήγημα, στις τελευταίες σελίδες του απογειώνεται με την καστανιά, το αμπέλι και το έλατο να ψάλουν το «Τα σα εκ των σων» και το «Άνω σχώμεν τας καρδίας».

Ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει τα διηγήματα του Σταμάτη Δανά είναι ο «εγκιβωτισμός» μέσα σε κάποια από αυτά και ενός μικρότερου διηγήματος, όπως για παράδειγμα στο διήγημα με τίτλο «Στα Λευκά όρη» που, μαζί με το ορειβατικό οδοιπορικό στα βουνά της Κρήτης, παρεμβάλει την ιστορία του ερημίτη βοσκού και της ατίθασης γίδας του, της Αγλαϊας.

Η νοσταλγία του γενέθλιου τόπου και το όνειρο της επιστροφής σ’ αυτόν είναι το κεντρικό θέμα σε δυο διηγήματά του, το «Ο πιο γλυκός καφές» και «Το όνειρο». Χαρακτηριστικές εικόνες του γενέθλιου τόπου του, του χωριού Υδρούσα της Σάμου, βρίσκουμε επίσης στο διήγημα με τίτλο «Ο μυστικός γάμος», στο οποίο συναντάμε ξανά τον Παπαγιαννακό του πρώτου διηγήματος της συλλογής. Τον συναντάμε «να μαζεύει την άγρια χλωρασά με την οποία κυρίως σιτίζονταν: Οβριές, μόλευρα, σκορδαμοί, φτέρες, σπαράγγια, βυζάκια, συκουρίδες, τζοχοί, μανίτες, κατούλια…»,, που μάζευε για τον ίδιο, αλλά και για να τροφοδοτεί «καμιά δεκαριά ανήμπορες γριούλες».

Εδώ θέλω να σημειώσω ότι αυτά ήταν η βασική διατροφή μας τη 10ετία του 1950, όταν ζούσα με τον παππού και τη γιαγιά μου σε γειτονικό χωριό.

Στο διήγημα αυτό συναντάμε και την περιγραφή ενός συγκλονιστικού πορτραίτου:

«Ο γαμπρός ήταν ένας ογδονταπενταετής λεβεντόγερος… Οι παγωνιές, ο ήλιος και ο άνεμος μετέτρεψαν το κεφάλι του σε ψημένο στο φούρνο σταμνί. Όταν ίδρωνε, οι ρυτίδες του έμοιαζαν με βαθιά ρυάκια, να ποτίζουν φρεσκοοργωμένο κατηφορικό χωράφι. Όταν φυσούσε, τα μακριά μουστάκια του καθάριζαν το πρόσωπό του από τη σκόνη του παρελθόντος. Οι παλάμες του δεν έδειχναν τις γραμμές της ζωής, αλλά σπασμένα στηλιάρια, φαγωμένες αξίνες, κουρασμένα άροτρα και ξεμαλλιασμένα όνειρα».

Στο ίδιο διήγημα ζωντανεύει ένα όνειρο του Παπαγιαννακού:

«Το σαμιώτικο κρασί ευφραίνει τους κατοίκους του Αιγαιοπελαγίτικου νησιού και ταξιδεύει στα πέρατα της οικουμένης, για να επαληθεύεται η εντολή του Ιησού: «Πίετε εξ’ αυτού πάντες εις την εμήν ανάμνησιν».

Τις περισσότερες λυρικές εκφράσεις που συναντάμε στο συνήθως σκληρό τοπίο των διηγημάτων του Σ.Δ. βρίσκουμε στο διήγημά του με τίτλο «Κυκλάμινο». Παραθέτω ένα μικρό απάνθισμα:

«Διώχνω απ’ το φαράγγι τους αετούς και τ’ άλλα αρπακτικά, για να μπορούν τ’ αηδόνια να νανουρίζουν ανενόχλητα τα λαθραία μας όνειρα».

Για το ερωτευμένο από τα μαθητικά του χρόνια ζευγάρι, γράφει:

«Οι ματιές των γειτονόπουλων ήταν αλληλοπροσευχές. Ενθουσίαζαν, επαναστατούσαν, γαλήνευαν. Κάθε κίνηση και νάζι ήταν αμάλγαμα από το Άσμα Ασμάτων. Καθαιρούσε το Φθινόπωρο και τους Χειμώνες και οικοδομούσε την Άνοιξη».

Και πιο κάτω για το κυκλάμινο:

«Σε τριγυρίζουν οι μέλισσες. Με τη γύρι και το άρωμά σου φτιάχνουν κλειδιά. Μ’ αυτά θα ξεκλειδώσουμε τις σιωπές των σκοταδιών, ώστε τώρα που σε λίγο θα μπούμε στη άβατη, στη χωρίς επιστροφή αιωνιότητα, ν’ ακούσουμε τους λυγμούς του φωτός να μας ψάλουν».

Το τελευταίο διήγημα, που έδωσε και τον τίτλο της συλλογής, μας φέρνει πίσω στα παιδικά του χρόνια, στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, που αναφέρεται το μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι δράκοι του φεγγαριού». 
Το διήγημα αυτό κρύβει μέσα του πολλούς δυνατούς συμβολισμούς που θα αφήσω, όμως, τους αναγνώστες να τους αποκαλύψουν. Απ’ την πλευρά μου θα κλείσω αυτή των παρουσίαση με την τελευταία του φράση για τον Κέρκη, το κακοτράχαλο βουνό της Δυτικής Σάμου, που στη σκιά του έζησα τα παιδικά μου χρόνια:

«Τώρα πια δεν μένει τίποτ’ άλλο παρά να θελήσει το βουνό να πει στους ανθρώπους και στα ζώα τα μυστικά των άστρων, για να γεννιούνται όλα από ‘δω και μπρος ευτυχισμένα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required