«ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΜΟΝ ΕΣΩΣΕΝ ΤΗ 6η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1824»:
Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΟ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ
Όπως είναι από τη σχετική ιστοριογραφία γνωστό, την κυριότερη απειλή εναντίον της ελευθερίας της πατρίδας τους οι Σάμιοι αντιμετώπισαν στις αρχές Αυγούστου του 1824. Όπως είναι γνωστό, από τις 28 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς είχε εμφανιστεί στα παράλια της Σάμου ο οθωμανικός στόλος υπό τον Χοσρέφ πασά, ο οποίος μάλιστα επιχείρησε ανεπιτυχείς αποβάσεις σε διάφορες παραλίες του νησιού. Στις 5 Αυγούστου ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος ξεκίνησε γενική και σφοδρή επίθεση, κατά την συμπλοκή που ακολούθησε όμως ο Κων. Κανάρης κατάφερε να ανατινάξει μια φρεγάτα, ώστε τελικά ο στόλος να υποχωρήσει στην Κω, και η Σάμος να σωθεί από μέγιστο κίνδυνο.
Λυκούργος Λογοθέτης |
Επειδή ξημέρωνε η εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, ο Λυκούργος συνέδεσε προσφυώς την σωτηρία της Σάμου με την μεγάλη αυτή εορτή του «Σωτήρος» Χριστού, αποδίδοντας σε άμεση παρέμβασή του την ανέλπιστη έκβαση της ναυμαχίας. Είναι δε γνωστό πως από πανσαμιακό τάμα χτίστηκε, στο Πυθαγόρειο, ο ναός της Μεταμορφώσεως, και η συγκεκριμένη εορτή καθιερώθηκε ως τοπική εθνική γιορτή, που τιμάται με καθολικό προσκύνημα και γενική αργία μέχρι σήμερα από τους Σαμίους. Η επιγραφή μάλιστα ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΜΟΝ ΕΣΩΣΕΝ ΤΗ ΕΚΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1824 αποτέλεσε την εμβληματική απόδοση του γεγονότος, και χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες στιγμές της σαμιακής ιστορίας, προβαλλόμενη μέχρι και σήμερα.
Η σύμπτωση της νικηφόρας έκβασης του αγώνα με την πανήγυρη της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα Χριστού ήρθε να επιβεβαιώσει τα νοούμενα και να επαληθεύσει τα εικαζόμενα. Ο Λυκούργος έταξε λοιπόν ως έκφραση των ευχαριστηρίων του σαμιακού λαού να οικοδομήσει το ναό της Μεταμορφώσεως στο Πυθαγόρειο, την αρχαία και βυζαντινή πρωτεύουσα του νησιού, δίπλα στο αναστηλωμένο βυζαντινό κάστρο που χρησιμοποιούσε ως κατοικία και αρχηγείο του αγώνα. Κατασκεύασε από κερί το πρόπλασμά του και προχώρησε στην οικοδόμησή του, η οποία άρχισε στις 27 Φεβρουαρίου / 11 Μαρτίου 1831 και ολοκληρώθηκε στις 15 / 27 Ιουλίου 1833. Η επιγραφή που ο ίδιος συνέταξε για να τοποθετηθεί στην πρόσοψη του ναού, είναι απολύτως χαρακτηριστική των προθέσεων και της πίστης του:
ΤΑ ΣΑ ΕΚ ΤΩΝ ΣΩΝ ΣΟΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝ Η ΣΑΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΝ ΑΥΤΗ ΛΑΟΣ ΣΟΥ ΤΗΝ ΑΝΕΓΕΡΣΙΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΣΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ Εις ΑΙΩΝΙΟΝ ΔΟΞΑΝ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ ΤΩΝ ΕΙΣ ΗΜΑΣ ΕΞΕΧΕΑΣ ΥΠΕΡΦΥΩΝ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΒΑΣΙΛΕΥ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ, ΣΩΤΗΡ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΑ ΗΜΩΝ, ΠΡΟΣΔΕΞΑΙ ΕΥΜΕΝΩΣ ΤΗΝ ΕΞ ΟΛΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑΣ ΗΜΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑΝ ΤΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΜΗΔΕΠΟΤΕ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙΣ ΤΗΝ ΝΗΣΟΝ ΣΟΥ ΤΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΝ ΑΥΤΗ ΛΑΟΝ ΣΟΥ ΤΟΥΣ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ ΕΙΣ ΣΕ
Στην πρόθεση του Λυκούργου μάλιστα ανταποκρίθηκε και ο κλήρος: ο ιερομόναχος Παρθένιος ο Λάκων, ανεψιός του Αρχιεπισκόπου Σάμου και Ικαρίας Δανιήλ Κομνηνού (1784-1815) και ηγούμενος της μονής του Τιμίου Σταυρού συνέταξε ειδικά πανηγυρικά τροπάρια, τα οποία μέχρι σήμερα είναι σε λειτουργική χρήση. Πρωτίστως όμως ανταποκρίθηκε ο λαός, ο οποίος παρά το ότι η εορτή παραμελήθηκε κατά μέρος της ηγεμονικής περιόδου, μετά την ανασύστασή της πλαισίωσε και πάλι την τέλεσή της μαζικά, μέχρι και τις μέρες μας, όπως και στη συνέχεια θα δούμε.
Ο Πύργος Λυκούργου Λογοθέτη |
Κατά τα δραματικά γεγονότα του Αυγούστου του 1834, όταν η βία των οθωμανικών όπλων, με τη συμφωνία και την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων επέβαλαν στη Σάμο το ηγεμονικό καθεστώς, εγκαθιδρύοντας την Ηγεμονία της Σάμου (1834 – 1912) και καταλύοντας την Σαμιακή Πολιτεία (1830 – 1834), την οποία είχε ιδρύσει ο Λογοθέτης Λυκούργος αρνούμενος να δεχθεί την άδικη εξαίρεση του νησιού από τα όρια του πρώτου ελληνικού κράτους, ο ναός λειτουργούσε ως ενιαίο σύνολο με τον παρακείμενο πύργο του Λυκούργου, που αποτελούσε την κατοικία και το αρχηγείο του. Για το λόγο αυτό και ακολούθησε την μοίρα του πύργου του Λυκούργου, και λεηλατήθηκε από τα οθωμανικά στρατεύματα του Χασάν Μπέη, ενώ ακόμη δεν είχε πλήρως ολοκληρωθεί οικοδομικά, παρά το γεγονός ότι είχαν γίνει πανηγυρικά τα εγκαίνιά του.
Την επισκευή του ναού ανέλαβε η Δημαρχία της Χώρας, πρωτεύουσας τότε του νησιού, και τα εγκαίνιά του έγιναν ξανά στις 6 Αυγούστου 1834. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκε η συμβολική και εμβληματική αξία που αποδόθηκε εξ αρχής – και συνεχίζει όπως θα δούμε να αποδίδεται – στο ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Πυθαγόρειο, καθώς η συγκεκριμένη ημερομηνία θεωρήθηκε από το ηγεμονικό καθεστώς «αρχή της σωτηρίας της Σάμου», και χαράχθηκε στην επίσημη σφραγίδα των Γενικών Συνελεύσεων.
Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Φωτό: Ι. Κιλουκιώτης) |
Ο συμβολισμός είναι σαφής: η εμβληματική φράση «Χριστός Σάμον έσωσε τη 6η Αυγούστου 1824», που παρέπεμπε στην απόκρουση του οθωμανικού στόλου και στην επίτευξη της ελευθερίας αντικαταστάθηκε από τη φράση «Χριστός Σάμον έσωσε τη 6η Αυγούστου 1834». Η δεύτερη παρέπεμπε στην εγκαθίδρυση του ηγεμονικού καθεστώτος, που ακύρωσε το αίτημα της συμπερίληψης του νησιού στα όρια του ελεύθερου ελληνικού κράτους, άρα και το βασικό ζητούμενο της επανάστασης του 1821, και φυσικά πρόβαλε την Ηγεμονία ως την δήθεν σωτηρία του νησιού έναντι των απειλών της κατάκτησης και της εκ νέου υποδούλωσης, εξυπηρετώντας την τρέχουσα κρατική ιδεολογία. Κι έτσι έμεινε ως και το τέλος της ηγεμονικής περιόδου, συμπαρασύροντας εν μέρει και την σημασιοδότηση του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην κοινή αντίληψη της εποχής.
Όπως και προηγουμένως αναφέραμε, για το ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Πυθαγόρειο αρκετά έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια, βασιζόμενα κυρίως σε αρχειακές πηγές. Γνωρίζουμε έτσι τα της οικοδόμησης και τα σχετικά με τα εγκαίνια του ναού, τη βεβήλωσή του από τα οθωμανικά στρατεύματα και την απόδοσή του ξανά στην ορθόδοξη λατρεία. Αλλά και κατά τα χρόνια της Ηγεμονίας της Σάμου (1834 – 1912) ο ναός συνέχισε να λειτουργεί και να επισκευάζεται συχνά, αποτελώντας πανσαμιακό σέβασμα, στο οποίο συνδυαζόταν προσφυώς οι εθνικοί πόθοι με το έργο της πνευματικής οικοδομής, στα πλαίσια μιας αμιγούς ελληνορθόδοξης σύνθεσης.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά ορισμένες αναφορές: στις 4 Ιουνίου 1859, η Γενική των Σαμίων Συνέλευση αποφασίζει να επιδιορθωθεί με δημόσια έξοδα ο «δημόσιος» ναός της Μεταμορφώσεως Πυθαγορείου, ώστε να μην καταστεί ετοιμόρροπος. Στις 23 Ιουνίου 1861 η Γενική των Σαμίων Συνέλευση αποφασίζει την εκτέλεση επισκευών στο ναό. Αλλά και στις 26 Ιανουαρίου 1871, απόφαση Γενικής των Σαμίων Συνελεύσεως για επισκευές στον «δημόσιο ναό» της Μεταμορφώσεως, με δαπάνη του Δημοσίου και μέριμνα της Βουλής.
Σημαντική χρονιά για τις οικοδομικές επεμβάσεις και διαμορφώσεις του ναού αποτελεί το 1874. Στις 18 Ιουλίου 1874 ο Ηγεμόνας Κωνσταντίνος Φωτιάδης με διάταγμά του επικυρώνει προγενέστερη απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως για χορήγηση ποσού 20 λιρών, με στόχο την συντήρηση του ναού. Αλλά και στις 16 Νοεμβρίου 1874 η Βουλή προτείνει στον Ηγεμόνα το περίσσευμα των χρημάτων που είχαν εγκριθεί για επισκευές στο ναό της Μεταμόρφωσης να δοθεί για να συνεχιστεί η πλακόστρωση του δαπέδου του ναού με πλάκες Μάλτας, η οποία ξεκίνησε με κονδύλια των δύο ναών του Τηγανίου, αλλά έμεινε ημιτελής, καθώς οικονομικά δεν ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί.
Μια σειρά κτηριακών επεμβάσεων και επισκευών μαρτυρείται τη διετία 1880-1881. Μάλιστα, οι περισσότερες από αυτές είναι ορατές στις αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις που έγιναν ορατές μετά την αφαίρεση των εξωτερικών επιχρισμάτων του ναού, κάτι που συμβάλλει αποφασιστικά στην μελέτη της διαχρονικής του πορείας: Στις 15 Ιουνίου 1880, ο Ηγεμόνας Κων. Αδοσίδης εγκρίνει την καταβολή ποσού 3000 γροσίων για την επισκευή του ναού της Μεταμόρφωσης. Στις 4 Νοεμβρίου 1880, από το κονδύλι για την επισκευή των εν Χώρα Σάμου δημοσίων οικημάτων να διατεθούν 14490 15/40 γρόσια για την επισκευή του ναού.
Οι επισκευές συνεχίζονται και την επόμενη χρονιά: Στις 10 Αυγούστου 1881, διατίθεται ποσό 1413 γροσίων από το Ταμείο της Ηγεμονίας για την επιδιόρθωση του ναού της Μεταμόρφωσης, ενώ στις 20 Νοεμβρίου 1881 πληρώνεται ο Σκοπελίτης Κ. Βελισσάριος για τις επισκευές που έκανε στο ναό. Εξοφλείται στις 19 Δεκεμβρίου 1881, με την καταβολή της δεύτερης δόσης. Στις 11 Νοεμβρίου 1900 εγκρίνεται η αγορά καμπάνας και η κατασκευή μικρού κωδωνοστασίου στο ναό της Μεταμόρφωσης, ενώ στις 9 Ιουνίου 1901 εγκρίνεται η δαπάνη από το δημόσιο ταμείο της Ηγεμονίας ποσού 3000 γροσίων για το κωδωνοστάσιο, την περιτοίχιση του παρακείμενου κοιμητηρίου και την επισκευή των εξωτερικών τοίχων της Μεταμόρφωσης.
Φαίνεται ότι διάφοροι παράγοντες, όπως οι σεισμικές δονήσεις και η κατάσταση του υπεδάφους, αλλά και οι ιστορικές συνθήκες οικοδόμησης του ναού, σε συνδυασμό με τις περιπέτειές του, συντέλεσαν ώστε το κτήριο να παρουσιάζει συχνά ανάγκες επιδιορθώσεων. Μάλιστα στις αρχές του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης των ναών της Σάμου μετά και τους σεισμούς που είχαν πλήξει το νησί, υπήρξε η σκέψη ο ναός να κατεδαφιστεί και να ανοικοδομηθεί, όπως συνέβη με τους ναούς πολλών χωριών της Σάμου κατά την ίδια περίοδο: στις 2 Φεβρουαρίου 1902 η ηγεμονική διοίκηση του Ηγεμόνα Μιχ. Γρηγοριάδη απορρίπτει την αίτηση του Δήμου Τηγανίου να χτιστεί νέος ναός, με το σκεπτικό ότι ο υπάρχων ναός της Μεταμορφώσεως είναι στερεός.
Σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Πυθαγόρειο της Σάμου αποτελεί και ο εξοπλισμός της με τα απαραίτητα εκκλησιαστικά έπιπλα και σκεύη που επίσης αποτυπώνεται στις πηγές, δεδομένου ότι κατά την ηγεμονική περίοδο οι σχετικές αγορές μπορούσαν να γίνουν μόνο μετά από προηγούμενο αίτημα της επιτροπής του ναού και έγκρισή του από την ηγεμονική διοίκηση. Το σύστημα αυτό μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τον σταδιακό εξοπλισμό του ναού της Μεταμόρφωσης: Στις 29 Μαΐου 1884 παρέχεται η άδεια αγοράς ευαγγελίου και πεντάφωτης αργυρής λυχνίας, και επισκευής των στασιδιών στη Μεταμόρφωση, η οποία πλέον δεν αναφέρεται ως «δημόσια», αλλά ως «ενοριακή» εκκλησία. Στις 24 Ιανουαρίου 1894 αγοράζονται αργυρά εξαπτέρυγα στο ναό της Μεταμορφώσεως.
Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, η λεπτομερής γραφειοκρατική διαχείριση αποτυπώνει λεπτομέρειες που είναι χρήσιμες και για τη μελέτη της εκκλησιαστικής τέχνης αλλά και των αναλόγων κειμηλίων των ναών της Σάμου. Έτσι, στις 20 Μαΐου 1902 εγκρίνεται η κατασκευή αρχιερατικού θρόνου, προσκυνηταρίου και εικόνας της Αναστάσεως στη Μεταμόρφωση, ενώ στις 2 Ιουλίου 1902 μετά από μειοδοτική δημοπρασία την κατασκευή του αρχιερατικού θρόνου του ναού της Μεταμορφώσεως αναλαμβάνει ο Αντώνιος Κουφουδάκης, έναντι 1990 γροσίων. Και πάλι στις 21 Οκτωβρίου 1904 έγκριση αγοράς νέων εκκλησιαστικών σκευών για την ενορία της Μεταμόρφωσης.
Καθηγητής Μανόλης Γ. Βαρβούνης |
Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η περίπτωση του μαρμαρόγλυπτου τέμπλου του ναού, το οποίο έχει κατασκευαστεί, ως γνωστόν, από τον γλύπτη Νικόλαο Περάκη, έργα του οποίου κοσμούν πολλούς ναούς του νησιού. Και πάλι οι αρχειακές μαρτυρίες είναι αποκαλυπτικές: Στις 26 Ιουνίου 1907 εγκρίνεται η συμφωνία του γλύπτη Νικολάου Περάκη με την επιτροπή του ναού για την κατασκευή του μαρμάρινου τέμπλου της Μεταμόρφωσης.
Λίγα χρόνια μετά, το έργο συμπληρώνεται: Στις 4 Σεπτεμβρίου 1912 εγκρίνεται η κατασκευή των δύο πλευρικών εικονοστασίων στο τέμπλο της Μεταμόρφωσης. Ο Μηχανικός της Ηγεμονίας Α. Δημητρίου γνωματεύει ότι από τα υποβληθέντα σχέδια των Νικ. Περάκη και Στ. Παπαδάκη το πρώτο είναι ανώτερο και πρέπει να εκτελεστεί, ενώ παρατίθενται με ακρίβεια και λεπτομέρεια και οι τεχνικοί όροι και οι ανάλογες προϋποθέσεις της κατασκευής. Στο αρχείο σώζεται το σχέδιο που υπέβαλλε ο Στ. Παπαδάκης, και το οποίο τελικά δεν προτιμήθηκε. Τέλος στις 30 Ιουνίου 1913, μετά την κήρυξη της ένωσης της Σάμου με το ελληνικό κράτος και την κατάλυση του ηγεμονικού καθεστώτος, ολοκληρώνεται η κατασκευή των δύο πλευρικών τέμπλων της Μεταμόρφωσης από τον γλύπτη Νικ. Περάκη, που είχε κατασκευάσει και το τέμπλο του κεντρικού κλίτους.
Τέλος, σημαντικές είναι οι ειδήσεις για την οικονομική διαχείριση της ενορίας, που προκύπτουν από τις αρχειακές αναφορές, δεδομένου του στενού ελέγχου που η ηγεμονική διοίκηση ασκούσε στις ενορίες της Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου: Αρχικά όταν ο ναός ήταν «δημόσιος» δεν έχουμε λεπτομερείς αναφορές της διαχείρισης, όταν όμως μετετράπη σε «ενοριακό», οι σχετικοί έλεγχοι παγιώθηκαν. Έτσι, στις 2 Ιουνίου 1898, σώζεται έλεγχος λογαριασμών της ενοριακής πλέον εκκλησίας της Μεταμορφώσεως Τηγανίου από την ηγεμονική διοίκηση.
Για την αντιμετώπιση των εξόδων συντήρησης και επισκευών του ναού, έγινε η σκέψη να εκδοθεί σχετικό λαχείο, όπως συνέβη στις περιπτώσεις και άλλων ναών της Σάμου, κυρίως για να ενισχυθεί η ανοικοδόμησή τους: στις 13 Νοεμβρίου 1900 εγκρίνεται από την ηγεμονική διοίκηση η πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου Τηγανίου για την έκδοση λαχείου, από τα έσοδα του οποίου να γίνει ριζική επισκευή και ανακαίνιση του ναού της Μεταμόρφωσης, ενώ στις 20 Ιανουαρίου 1901 συστήνεται επιτροπή διαχείρισης των εσόδων του λαχείου, ώστε να επισκευαστεί ο ναός.
Παραλλήλως το εκκλησιαστικό ταμείο του ναού της Μεταμορφώσεως ενίσχυσε και την εκπαίδευση, αλλά και την κατασκευή δημοσίων κτηρίων στο Τηγάνι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση εγγράφου της 29ης Μαΐου 1880, σύμφωνα με το οποίο διατίθενται χρήματα από το ταμείο του ναού της Μεταμόρφωσης για την τελειοποίηση του υπό ανέγερση κτηρίου του σχολείου Πυθαγορείου. Αλλά και η ενίσχυση του ταμείου αυτού γινόταν με την εκμετάλλευση όλων των δυνατών και διαθέσιμων πόρων. Για παράδειγμα, στις 28 Ιανουαρίου 1907 παραχωρείται από την ηγεμονική διοίκηση άδεια καλλιέργειας του περιβόλου του φρουρίου και της Μεταμόρφωσης στο ναό και την επιτροπή του, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών του.
Χαρακτηριστικό επίσης δείγμα αυτής της αντιμετώπισης αποτελεί και η είδηση για σύσταση επιτροπής σχετικής με την διαχείριση των χρημάτων που είχαν προέλθει από το λαχείο υπέρ της επισκευής του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στο Τηγάνι, το 1901. Πρόκειται για μια πρακτική της ηγεμονικής διοίκησης, που ακολουθήθηκε συστηματικά, ιδίως μετά το 1890, με σκοπό την εξεύρεση χρημάτων για την ανέγερση, την αποπεράτωση, τον καλλωπισμό ή τον εξοπλισμό μεγάλων και σημαντικών ναών της Ηγεμονίας. Μάλιστα το 1902, ο Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας Αθανάσιος Καπουράλης (1900 – 1903) εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Δήμου Τηγανίου να χτιστεί εκεί νέος ενοριακός ναός, δεδομένου ότι υπήρχε εκεί ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο οποίος ήδη είχε περιέλθει στο καθεστώς ενοριακού ναού. Όλα αυτά, δείχνουν ανάγλυφα όχι μόνο την ευλαβική φροντίδα για τον ιστορικό ναό της Μεταμορφώσεως, αλλά και τη θέση που αυτός κατείχε διαχρονικά στη συνείδηση των Σαμίων.
Σε κάθε περίπτωση, είτε ως «δημόσιος», είτε ως «ενοριακός», ο ναός της Μεταμορφώσεως στο Πυθαγόρειο συνέχισε να είναι πανσαμιακό προσκύνημα, και η πανήγυρή του να έχει ιδιαίτερη λάμψη. Χαρακτηριστική είναι μια αναφορά της 4ης Αυγούστου 1900, με την οποία ο Δήμαρχος Τηγανίου ερωτά τον Ηγεμόνα Κων. Βαγιάννη αν μπορεί να συνεχιστεί η συνήθεια, σύμφωνα με την οποία κατά την πανήγυρη της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου) αναρτούσαν στο Δημαρχείο Τηγανίου (σημερινό Πυθαγόρειο) τις σημαίες διαφόρων κρατών.
Πράγματι, ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Πυθαγόρειο, τόσο κατά τα ηγεμονικά χρόνια, όσο και μετά, διατήρησε τον εξόχως συμβολικό χαρακτήρα του, που συνδέεται άμεσα με την επανάσταση του 1821 και την δεύτερη απόκρουση της οθωμανικής επιβουλής εναντίον της Σάμου, στις αρχές Αυγούστου 1824, ο οποίος συντέλεσε ώστε να αναδειχθεί διαχρονικά σε πανσαμιακό προσκύνημα. Αποδεικνύεται αυτό και από το γεγονός ότι ακόμη και κατά τη διάρκεια της Ηγεμονίας της Σάμου (1834 – 1912), η εθνική εορτή της 6ης Αυγούστου, με επίκεντρο πάντα το ναό αυτό, συνέχισε να εορτάζεται, ως εορτή της Βουλής των Σαμίων, και όχι της ίδιας της Ηγεμονίας, της τοπικής εξουσίας δηλαδή, και όχι του ίδιου του καθεστώτος, με τον επαναστατικό ύμνο του επαναστάτη ποιητή Γεωργίου Κλεάνθη να αποτελεί τον ύμνο της εορτής.
Όπως σημειώνει ο Χρ. Λάνδρος στην εορτή αυτή δεν συμμετείχε ο εκάστοτε Ηγεμόνας, ούτε άλλος Οθωμανός αξιωματούχος, καθώς επρόκειτο για μια καθαρά τοπική εορτή. Το 1888 η Βουλή των Σαμίων, επί της ηγεμονίας του Αλεξάνδρου Καραθεοδωρή, αποτελούμενη τη χρονιά εκείνη από τους Κων. Ανεζίνη, Σωκρ. Ιωαννίδη, Ηρακλ. Θαλασσινό και Ιππ. Κωστάκη, σχεδίασε το πρόγραμμα της εορτής, σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, ώστε να μην αντιβαίνει στο καθεστώς της Ηγεμονίας, με επίσημους προσκεκλημένους τους ανώτατους κρατικούς λειτουργούς της Σάμου, που είχαν επικεφαλής τον Διευθυντή του Ηγεμονικού Διοικητικού Γραφείου, αλλά και τον Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Γαβριήλ Β΄, με τους ηγουμένους των μονών Τιμίου Σταυρού και Αγίας Τριάδος και πλήθος ιερέων.
Επίκεντρο του εορτασμού ήταν ο ναός της Μεταμορφώσεως, όπου τελέσθηκε πανηγυρική θεία λειτουργία και μνημόσυνο των αγωνιστών της σαμιακής επανάστασης, μαζί με τους ιδρυτές της Ηγεμονίας και τους κτίτορες του ναού. Προβλεπόταν επίσης η εκφώνηση πανηγυρικού λόγου, συγχαρητήριες επισκέψεις των παραγόντων της δημόσιας ζωής του τόπου στη Βουλή, παράθεση επισήμου γεύματος, γενική φωταψία και καύση πυροτεχνημάτων. Σταδιακά μάλιστα, από το 1895 και μετά η εορτή άλλαξε περιεχόμενο και ρητορική, περιλαμβάνοντας ευθείες αναφορές στον Λογοθέτη Λυκούργο και τα επιτεύγματα της σαμιακής επανάστασης του 1821, καθώς οι αγώνες εκείνοι θεωρούνταν ως η βάση για την εγκαθίδρυση του ηγεμονικού καθεστώτος, ενώ κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, με εξαίρεση βέβαια την εποχή της ηγεμονίας του Ανδρέα Κοπάση, αναδύθηκε πλήρως το εθνικό περιεχόμενο της εορτής, άρχισαν και πάλι οι αναφορές στη Σαμιακή Πολιτεία και στο ενωτικό κίνημα, του οποίου η ένωση με το ελεύθερο ελληνικό κράτος, το Νοέμβριο του 1912, θεωρήθηκε η φυσική και αναμενόμενη κατάληξη.
Το ναό αυτό απεικόνισαν, σε πρώτο πλάνο, γραμματόσημα της ενωμένης με την Ελλάδα Σάμου, που εκδόθηκαν από τις προσωρινές ταχυδρομικές αρχές του νησιού το 1913, και χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο της Ελληνικής Διοίκησης (Μάιος 1914 – Ιανουάριος 1915). Στο προαύλιο του εμβληματικού αυτού ναού στις 25 Μαρτίου 1942 τρεις μαθητές Γυμνασίου ύψωσαν την ελληνική σημαία και πανό με επαναστατικό περιεχόμενο, αντιδρώντας στην Ιταλική κατοχή της Σάμου, δεδομένου ότι ο ναός αυτός στη συνείδηση των ανθρώπων είχε ταυτιστεί με την επανάσταση του 1821. Γύρω από το καμπαναριό του ναού διεξήχθησαν μάχες του εμφυλίου πολέμου της Σάμου, τον Φεβρουάριο του 1948, και το όνομα του ναού πήρε η κεντρική πλατεία του Πυθαγορείου.
Ο ναός της Μεταμόρφωσης, ο τρούλος του οποίου έπαθε ζημιές από τον μεγάλο σεισμό της 18ης Ιουλίου 1955, υπήρξε το επίκεντρο της αναβαθμισμένης σε τοπική εθνική εορτή επετείου της 6ης Αυγούστου, μετά την ένωση της Σάμου με το ελληνικό κράτος, η οποία κατά την μεταπολεμική περίοδο αναβαθμίστηκε, περιλαμβάνοντας πανηγυρικό εσπερινό και πανηγυρική θεία λειτουργία, σχετική ομιλία στο ναό, δοξολογία και περιφορά της εικόνας της Μεταμόρφωσης, αρχικά το πρωί της εορτής και από τη δεκαετία του ’90 το βράδυ της παραμονής, τοπικούς «παραδοσιακούς» χορούς στην πλατεία και κολυμβητικούς αγώνες, αλλά και αναπαράσταση της καύσης της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου. Μάλιστα το καλοκαίρι του 1950 προκλήθηκε αναστάτωση επειδή υπήρξε υπόνοια ότι η πρωτεύουσα του νησιού διεκδικούσε την τέλεση των πανηγυρικών αυτών εορτών, και υπήρξαν σχετικές αντιδράσεις.
Πάντως ο ναός παρέμεινε μέχρι και σήμερα το επίκεντρο του εορτασμού, και στο προαύλιό του, σε ειδικό μνημείο, έχουν μεταφερθεί από την Αθήνα και έχουν εναποτεθεί τα οστά του αρχηγού της σαμιακής επανάστασης του 1821 Λογοθέτη Λυκούργου. Μάλιστα εκεί σε κάθε επέτειο της 6ης Αυγούστου, μετά την πανηγυρική θεία λειτουργία, τελείται από τον Μητροπολίτη Σάμου επιμνημόσυνη δέηση. Διαχρονικά, ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Πυθαγόρειο θεωρείται τόπος ιερός και αποτελεί πανσαμιακό προσκύνημα.
Τέλος θα διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τη σύγχρονή μας λειτουργικότητα τόσο του μνημείου όσο και των συμβολισμών του, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο τελείται η επέτειος της 6ης Αυγούστου στην εποχή μας: αποτελεί και στις μέρες μας η πανήγυρη του ναού της Μεταμορφώσεως στο Πυθαγόρειο, η οποία συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του δημόσιου και εκκλησιαστικού πανηγυρικού τελετουργικού (πανηγυρική θεία λειτουργία, λιτάνευση της εικόνας, δέηση, δοξολογία, επιμνημόσυνη δέηση και αναπαράσταση της ναυμαχίας, πολιτική και στρατιωτική εκπροσώπηση, κάποτε στο ανώτατο δυνατό επίπεδο κ.λπ.), ουσιαστική εκπλήρωση του παλαιού εκείνου τάματος των Σαμίων, οι οποίοι σπεύδουν κάθε χρόνο πανοικεί να ευχαριστήσουν με τα παιδιά και τα εγγόνια τους το Σωτήρα Χριστό για τη σωτηρία του νησιού και των προγόνων τους.
Ήδη από τη δεκαετία του 2000, η ενορία της Μεταμορφώσεως, που έχει ως εφημέριο έναν εξαιρετικά δραστήριο ιερέα, τον π. Εμμανουήλ Ζαχαριουδάκη, με την πατρική ευλογία, την έμπνευση και την ουσιαστική καθοδήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου, πήρε πρωτοβουλίες που κυριολεκτικά αναγέννησαν και εν μέρει ανασημασιοδότησαν την εορτή, η οποία είχε επικίνδυνα τυποποιηθεί και άρχιζε να φθίνει. Αυτό έγινε με δύο κυρίως τρόπους: με την τελετουργική αναγέννηση των λεπτομερειών και με την διοργάνωση ειδικής εκδήλωσης της Εκκλησίας, το βράδυ της κυριώνυμης ημέρας, που επισημαίνει τη λήξη των πανηγυρικών εορτασμών.
Στην πρώτη περίπτωση, η ενορία φρόντισε να μεγιστοποιηθεί η συμμετοχή, και να ενεργοποιηθούν όλοι οι τοπικοί φορείς του Πυθαγορείου. Και βρήκε απήχηση η προσπάθειά του αυτή, ακριβώς επειδή είχε ως προμετωπίδα τον πατριωτισμό και την εμμονή στην παράδοση, μακριά από κομματικές, προσωπικές ή άλλες σκοπιμότητες και στρατηγικές. Κι έτσι όλο και περισσότεροι νέοι συμμετέχουν στην λιτανευτική πομπή της εικόνας, μετά τον πανηγυρικό εσπερινό της παραμονής, όλο και περισσότεροι λαμβάνουν μέρος στην μεγάλη ομάδα των εθελοντών που η ενορία έχει συγκροτήσει, εκφράζοντας την δημιουργική τους κλίση και την διάθεση προσφοράς τους στα κοινά μέσω των δράσεων της ενορίας. Είναι δε αυτό εξαιρετικά σημαντικό, γιατί φέρνει τον κόσμο – και μάλιστα τους νέους – κοντά στην Εκκλησία, δείχνοντάς τους τρόπους συλλογικής έκφρασης μέσα στην παράδοσή μας, υγιείς και με αγνότητα προθέσεων και κριτηρίων, κάτι που εν μέρει έχει ξεχαστεί στις ταραγμένες μέρες μας.
Από την άλλη πλευρά, η εκδήλωση το βράδυ της 6ης Αυγούστου, μετά την τέλεση της παράκλησης στην Παναγία, έχει ιδιαίτερους και πυκνούς συμβολισμούς. Στους καιρούς της ατομικότητας και της διαίρεσης, η τοπική Εκκλησία έχει καταφέρει να κάνει όλους τους πολιτιστικούς συλλόγους της Σάμου να συνυπάρξουν στα πλαίσια της συγκεκριμένης διοργάνωσης: Με την παρουσία των αρχών του νησιού, και με την ευλογία και ενεργή και ουσιαστική στήριξη και συμπαράσταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Ευσεβίου, προηγείται μια σύντομη ομιλία του εφημερίου του ναού, και κατόπιν τα χορευτικά συγκροτήματα όλων των σαμιακών πολιτιστικών συλλόγων, αφού πάρουν την ευχή του Μητροπολίτη, χορεύουν στον κεντρικό δρόμο του Πυθαγορείου το ίδιο πρόγραμμα παραδοσιακών χορών, μπροστά στα μάτια χιλιάδων πραγματικά ανθρώπων, είτε Σαμίων είτε ξένων επισκεπτών του νησιού. Και μάλιστα στον τελευταίο χορό όλοι αποτελούν έναν τεράστιο κύκλο, από το λιμάνι ως τον επαρχιακό δρόμο, κάτω από τα χειροκροτήματα των παρευρισκομένων.
Πρόκειται για εκδήλωση που πέρα από την πανηγυρική τελετουργική της υπόσταση έχει και σαφείς ισχυρούς συμβολισμούς, καθώς προβάλλει και οικοδομεί την ενότητα, σε έναν χώρο εξ ορισμού πολυκερματισμένο, όπου συχνά απουσιάζουν οι πρακτικές αλλά και η διάθεση συνεργασίας. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι ενοποιητικός ήταν ο βασικός χαρακτήρας της ελληνορθόδοξης λαϊκής και εκκλησιαστικής παράδοσής μας, σε όλους τους αιώνες της ιστορικής πορείας του Γένους μας.
Σε περιόδους δουλείας, πολέμων και κάθε λογής δεινών περιπετειών, ο λαός μας την παράδοση αυτή είχε ως συνεκτικό δεσμό, αλλά και ως απαντοχή και ελπίδα, και στην Ορθόδοξη Εκκλησία προσέφευγε για να πάρει δύναμη, ώστε να αντιμετωπίσει τις ποικίλες δυσκολίες. Αυτή η πραγματικότητα επισημαίνει ότι αφενός μεν ανάλογη μπορεί να είναι η λειτουργικότητα της παράδοσής μας και σήμερα, αφετέρου δε ότι η Εκκλησία μπορεί να δραστηριοποιηθεί ενεργά και προς την κατεύθυνση αυτή, προσφέροντας σήμερα ύψιστες υπηρεσίες προς το Γένος, όπως άλλωστε πάντοτε έκανε, «κενούσα εαυτήν».
Όποιος βρεθεί στο Πυθαγόρειο της Σάμου, το βράδυ της 6ης Αυγούστου, θα δει εμπράκτως τα αποτελέσματα της ομόνοιας και της συνεργασίας, της ενότητος στην οποία οδηγεί τους ανθρώπους η ελληνορθόδοξη παράδοση και η ζωή της Εκκλησίας μας. Θα δει και θα διαπιστώσει ότι η Ιερά Μητρόπολη Σάμου και η ενορία του Πυθαγορείου αποτελούν φάρους ενότητας και αδελφοσύνης των ανθρώπων, πηγές έμπνευσης και παραδειγματισμού για κοινές δράσεις, στηριγμένες στην παράδοση του Γένους, που διατηρούν και καλλιεργούν τόσο την εθνική μας ιδιοπροσωπία, όσο και την ξεχωριστή ελληνορθόδοξη πολιτιστική μας ταυτότητα.
Θα δει, θα χαρεί και θα παραδειγματιστεί, καθώς παρόμοιες δράσεις αποτελούν ζητούμενα για την εποχή μας παραδείγματα προς μίμηση, άρα και ενέργειες απολύτως επαινετές, κυρίως για την αγνότητα των προθέσεων, το φιλογενές των σχεδιασμών και την αποτελεσματικότητα των εφαρμογών τους. Η ενορία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, της Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας, μπορεί πράγματι να μας διδάξει και, το κυριότερο, να μας παραδειγματίσει στις μελλοντικές επιλογές και δράσεις μας.
Οι τελευταίες αυτές παρατηρήσεις δείχνουν ότι ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Πυθαγόρειο αποτελεί θρησκευτικό μνημείο που έχει συμβολοποιηθεί, καθώς στην κοινή αντίληψη των Σαμίων έχει μονοσήμαντα συνδεθεί με την επανάσταση του 1821 και τους αγώνες των κατοίκων της Σάμου για την ανεξαρτησία τους. Σύνδεση που οφείλεται σε ιστορικούς λόγους, διατρέχει όμως όλη την ιστορία του μνημείου και διαμορφώνει και την μέχρι τις μέρες μας ανάλογη συμβολική και τελετουργική χρήση τους, πέρα από τα δεδομένα της τελετουργικής χρήσης ενός ορθόδοξου ναού, ως συμβόλου ελευθερίας, αγωνιστικότητας και θυσίας για την πατρίδα.
Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης / Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου