10 Απρ 2022

Η εορτή του Αγίου Θεοδώρου

Ο φιλόλογος Χρίστος Λάνδρος γράφει για την εορτή του Αγίου Θεοδώρου. «Η εορτή του Αγίου Θεοδώρου - Η Σειραϊνώ, και η άδικη μοίρα της: «Άγια και πεθαμένα», ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη». «Στις 12 Μαρτίου τελέσθηκε η πανήγυρις του αγίου Θεοδώρου στον ομώνυμο ναό της πόλης, που έχει επισκευασθεί πρόσφατα από τις ζημιές που είχε υποστεί από τον φονικό σεισμό του 2020.

Η εορτή τόσο την παραμονή της Α΄ στάσης των Χαιρετισμών όσο και κατά την κυριώνυμη ημέρα «του διά κολλύβων θαύματος του αγίου» που τελέσθηκε με κατάνυξη και τη δέουσα μεγαλοπρέπεια, μου έφερε στο νου ένα υπέροχο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο «Άγια και πεθαμένα»[1]. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις, το 1896.

Αναφέρεται βέβαια στην εορτή του αγίου, αλλά περιλαμβάνει συνάμα μια τραγική ιστορία από την πολίχνη της πατρίδας του κυρ Αλέξανδρου. Αυτή την πολίχνη περιγράφει στην αρχή με τρόπο λιτό «ως ανασηκωμένη ποδιά ωραίας χωριατοπούλας, οπού πλύνει τα ρουχάκια της, τα πουκαμισάκια της, σιμά εις το πηγάδι, ανέρχεται και αναρριχάται και βαίνει προς τα άνω η λευκή εσχατιά της πολίχνης…». Με τέχνη κινηματογραφική, θα λέγαμε σήμερα, απεικονίζει τον τόπο και τους ανθρώπους, πρώτα τις γυναίκες και τα παιδιά, που φλυαρούν οι πρώτες και παίζουν τα δεύτερα. Η αφήγησή του επικεντρώνεται μετά σε ένα από τα σπίτια της πολίχνης τόσο όμορφο πάνω στον βράχο που προκαλούσε το θαυμασμό σε όλους. «Και άνω ο πάλλευκος άσπιλος οικίσκος, αρχαϊκόν κτίριον, εμπνέον σέβας… Το έβλεπες από μακράν και το εχαίρεσο, κ’ εζήλευες κ’ έπιπτες εις ρέμβην…». Το βλέμμα του αφηγητή έρχεται ακόμα πιο κοντά στην περιγραφή του εσωτερικού της οικίας και του χρόνου: «χειμερινός θάλαμος με την εστίαν του, τα μεντέρια του και τα ράφια του…». Σ’ αυτή την οικία καθόταν το πρόσωπο της ιστορίας, η Σειραϊνώ, κόρη καπετάνιου, αυστηρού πατέρα, ο οποίος ήδη ταξίδευε σε μακρινή θάλασσα. Ο Παπαδιαμάντης προκαλεί συμπάθεια προς το τοπίο και τα πρόσωπα. Όλα λευκά και άσπιλα.

Η Σειραϊνώ, η κόρη του σπιτιού «λευκή και ασθενής ως το κρίνον, λεπτοφυής, πραεία και άχολος ως η περιστερά», εργαζόταν στο κέντημά της, να ετοιμάσει τα προικιά της. Ο πατέρας της ταξίδευε, «έπλεεν εις μακρινά, βαθιά μαύρα πέλαγα». Σύμφωνα με τα έθιμα είχε αποπλεύσει την επαύριον των Φώτων, δίνοντάς της την υπόσχεση πως μόλις επέστρεφε θα την αρραβώνιαζε. Υποψήφιοι γαμπροί υπήρχαν πολλοί, «δωδεκάς ολόκληρος». Θα επέλεγε κάποιον. «Δεν ήσαν πλέον οι μυθολογικοί χρόνοι. Αγώνα και άθλον δεν ηδύνατο να προβάλη εις τους μνήστορας, και να δώση την κόρην γέρας εις τον νικητήν». Εκείνος θα επέλεγε και η κόρη θα αποδεχόταν. Κάθε φράση του διηγηματογράφου παραπέμπει σε σχόλια και αναφορές στην ιστορία ή σε παρατηρήσεις κοινωνικού ή ψυχολογικού περιεχομένου. Είχαν παρέλθει οι μυθολογικοί χρόνοι, όταν διεξάγονταν αγώνες για την επιλογή του γαμπρού, αλλά και στις μέρες του υπήρχαν αγώνες βιοτικοί. Και αυτοί ήταν ισοδύναμοι με εκείνους της μυθολογίας.

Ο τόπος και ο χρόνος στο διήγημα αυστηρά προσδιορισμένοι. Είναι η παραμονή του αγίου Θεοδώρου, Παρασκευή της «Καθαράς Εβδομάδος», αρχές της άνοιξης, «ήλιος, Θεού χαρά». Καθώς η Σειραϊνώ κεντά στο μπαλκόνι της, απέναντι, σε απόσταση μιλίου, σε κάποιο άλλο μπαλκόνι κάθεται ένα άλλο πρόσωπο. Η Σειραϊνώ είναι «λευκή περιστερά, άχολος» αλλά είχε την περιέργεια να δει ποιος καθόταν εκεί. Και δεν διέκρινε, μέχρι ότου κοίταξε με ένα παλιό κιάλι του πατέρα της και είδε πως ήταν η αντίζηλός της το Μαλαμώ του παπά Γιαννάκη. Ήταν αντίζηλος στα προικιά και στα κεντήματα. Λέγανε πως μπορούσε να κεντήσει τον κόσμο ολόκληρο, τον ουρανό με τα άστρα, τη γη με τα λουλούδια, τη θάλασσα με τα καράβια. Η Σειραϊνώ με το κιάλι είδε όχι το κέντημα της αντιζήλου, αλλά το πρόσωπό της. Είχε να τη δει από την εποχή που πήγαιναν μαζί στο σχολείο. Από τότε ήταν αντίζηλοι. «Αντίζηλοι εξ αντιζήλων, όχι μόνον κατά τας αξιώσεις της ευγενείας και αρχοντιάς, αλλά και από συνοικίας και ενορίας αντιζήλους.». Κατά τα έθιμα του τόπου, όταν αποφοιτούσαν από το σχολείο, όταν δηλαδή τα κορίτσια έμπαιναν στην εφηβεία, δεν έβγαιναν έξω από το σπίτι παρά μόνο πέντε φορές το χρόνο.

Η πρώτη λεπτή παρατήρηση του Παπαδιαμάντη γίνεται αυτήν ακριβώς τη στιγμή, που η Σειραϊνώ είδε το Μαλαμώ και της ξέφυγε μικρή κραυγή χαράς, διότι διαπίστωσε ότι δεν «ήτο ωραία. Και ησθάνθη ακουσίως χαράν. Είτα ευθύς, την έτυψεν η συνείδησις διατί να χαίρη και μέσα της βαθιά ελυπήθη διά την χαράν οπού ησθάνθη. Και πάλιν ευθύς, μέσα, βαθύτερα εις την συνείδησίν της, εχάρη διά την λύπην οπού ησθάνετο». Ποια παιδεία και ποιος πολιτισμός είχε ενσταλάξει στην Σειραϊνώ τέτοιου είδους λεπτά αισθήματα! Και πόσο ο Παπαδιαμάντης με λίγες μόνο φράσεις σκιαγραφεί τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας του! Αυτή η ψυχολογική παρατήρηση θα προκαλέσει στη συνέχεια της αφήγησης μεγαλύτερη ένταση.

Στο σημείο αυτό εμφανίζεται ένα άλλο πρόσωπο, η θειά Ζήσαινα για να συνεχίσει την ιστορία σε άλλο επίπεδο. Επιστρέφει από την προηγιασμένη λειτουργία που τελείται το πρωί της Παρασκευής της Α΄ εβδομάδας των Νηστειών. Ο Παπαδιαμάντης από τη μια παρουσιάζει τη φλυαρία της Ζήσαινας σε ιδιωματική γλώσσα και από την άλλη αισθάνεται την ανάγκη να διευκρινίσει ποια είναι τα άγια κόλλυβα και ποια τα πεθαμένα. Τα πρώτα είναι τα εορτάσιμα προς τιμήν του αγίου Θεοδώρου. Τα δεύτερα είναι «εις μνήμην των νεκρών». Τα πρώτα κατά τη λαϊκή παράδοση έχουν και θαυματουργικές ιδιότητες, καθώς οι ανύπαντρες που θα τα βάλουν στο προσκεφάλι τους θα δουν εκείνον που θα παντρευτούν.

Για την ημέρα του αγίου γράφει τα εξής: «Ψυχοσάββατον δεν είναι η ημέρα, αλλά μόνον Σάββατον σαρακοστιανόν, καθ’ όλα δε τα Σάββατα γίνονται εν γένει μνείαι των νεκρών μετά κολλύβων. Προσέτι δεν είναι μνήμη των «αγίων Θεοδώρων», αλλά μόνον του αγίου Θοεδώρου του Τήρωνος, και όχι πάλιν η μνήμη αυτού, ήτις τελείται κατά την 17 Φεβρουαρίου, όπως η του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου τη 8 του αυτού, αλλά μόνον Ανάμνησις του διά κολλύβων γενομένου θαύματος παρά του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, ότε… κλπ.» Με αφορμή αυτή την παρεμβολή ο Παπαδιαμάντης εξηγεί το τυπικό της εορτής, τη σημασία που έχει και τα έθιμα της παράδοσης. Στις μνήμες των αγίων, σημειώνει, προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, εορτάσιμα, αλλά του αγίου Θεοδώρου τα κόλλυβα είναι ξεχωριστά για τις κόρες του λαού. «Εάν είχε πίστιν εις τον Θεόν και ευλάβειαν εις τον άγιον, ήρκει πάσα κόρη να λάβη μίαν δράκα εξ αυτών των αγίων κολλύβων, και την νύκτα της Παρασκευής προς το Σάββατον να τα βάλη υποκάτω εις το προσκέφαλόν της, διά να ίδη καθ’ ύπνον ολοφάνερα τον μέλλοντα ευτυχή σύζυγόν της». Η λαϊκή αυτή δοξασία στηριζόταν στο ότι ο άγιος Θεόδωρος «εθεωρείτο ανέκαθεν ο ευρετής των απολωλότων και ο αποκαλυπτής των κρυφίων», όπως περιγράφουν τα συναξάριά του. Δεν κρίνει ούτε απορρίπτει τη λαϊκή δοξασία. Την αφηγείται με τον ανάλογο σεβασμό στην παράδοση.

Η θειά Ζήσαινα είχε παρακολουθήσει τη λειτουργία των Προηγιασμένων στο ναό των Τριών Ιεραρχών. Ο διηγηματογράφος, αφού παραθέσει ολόκληρη την ευχή επί των κολλύβων του αγίου Θεοδώρου, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μοιράζονταν τα κόλλυβα με ευθύνη του επιτρόπου του ναού και του νεωκόρου, πρώην επιτρόπου. Κυρίως περιγράφει με ζωηρά χρώματα την αδημονία που είχαν τα παιδιά «τα ξυπόλυτα παιδιά του δρόμου, και τα αχτένιστα και άνιφτα φτωχοκόριτσα της ενορίας (τα οποία) είχον συσπειρωθεί τριγύρω εις τας βαθμίδας, και εθορύβουν και ησθάνοντο ακάθεκτον ορμήν να αρπάσωσι κόλλυβα». Τόση ήταν η ορμή τους που κάποιος παρομοίασε την εικόνα των παιδιών ως «μπουρίνι» και ο πρώην επίτροπος υπερθεμάτισε «Καλά το παρωμοίασες. Σαν τη βάρκα που θα πέση μέσα αέρας δυνατός και σαστίζει κανείς, τη σκότα να μαζέψη, το τιμόνι να ματζαριστή ή το κουπί να δουλέψη». Μέσα σ’ αυτή την επικής περιγραφής επίθεση στα κόλλυβα από μικρούς και μεγάλους, η θειά Ζήσαινα μπερδεύτηκε, πήρε και έδεσε στη μαντίλα της κόλλυβα που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει μετά αν ήταν του αγίου πανηγυρικά ή νεκρώσιμα. Κατά την παράδοση η συνταγή παρασκευής των δυο ειδών κολλύβων ήταν διαφορετική, αλλά κάποια ξένη «λιμενάρχαινα ίσως ή ειρηνοδίκαινα» είχε κατασκευάσει τα νεκρώσιμα έτσι ώστε δεν διέφεραν από τα εορτάσιμα. Η αλλοίωση της παράδοσης συνήθως γίνεται από κάποιον άλλο, που δεν σέβεται ή αδιαφορεί και συνεπώς δεν ακολουθεί τις συνήθειες μιας τοπικής κοινωνίας.

Έτσι η θειά Ζήσαινα έδωσε στην κόρη της αλλά και στη γειτονοπούλα Σειραϊνώ, την «λευκή και άχολο περιστερά», λίγα κόλλυβα να βάλει στο προσκέφαλό της, αφού η ίδια η Σειραϊνώ δεν ήθελε να κάνει τα μαγικά που έκαναν άλλες γειτονοπούλες κι ας είχαν «ευλαβείας επίχρισμα». Η Σειραϊνώ είχε τραγική μοίρα, που της προανήγγειλε το όνειρό της. Είδε μεν τον άνδρα που σε λίγο καιρό παντρεύτηκε, αλλά η ίδια έφυγε από τη ζωή «φθισική και μαραμένη» σε σαράντα μέρες από το γάμο της. Όλη η ευφορία που προκαλεί στον αναγνώστη η αρχή του διηγήματος με την εξωτερική και εσωτερική ομορφιά της κόρης καταλήγει στο τέλος στην ανατροπή της. «Τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου της είχαν αποκαλύψει διπλήν την μοίραν της».

Η μεγάλη αφηγηματική τέχνη του Παπαδιαμάντη ξεδιπλώνεται και σ’ αυτό το διήγημα. Αριστοτεχνικά στην αρχή γοητεύει τον αναγνώστη με την εξύμνηση της αρετής και της ομορφιάς του νησιωτικού τοπίου, αλλά στη συνέχεια όλα διαψεύδονται από την αδήριτη πραγματικότητα. Το διήγημά του ισορροπεί ανάμεσα στην ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και στις λεπτές ψυχολογικές και κοινωνικές παρατηρήσεις προσώπων και ομάδων, χαρακτήρων, συμπεριφορών και νοοτροπιών. Παράλληλα με μια εντελώς φυσική παρέκβαση ενταγμένη στον ιστό της αφήγησης παρουσιάζει το ορθόδοξο εκκλησιαστικό τυπικό και την ουσία της εορτής του αγίου Θεοδώρου συνδυάζοντας τον λατρευτικό τύπο της εορτής με τις λαϊκές δοξασίες.

Σάμος, 23-3-2022

Χ. Λάνδρος

[1] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τόμ. Τρίτος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1989, σ. 117-130

Από την έντυπη έκδοση του «Σαμιακού Βήματος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required