Κατά πλειοψηφία, οι δικαστές του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις Θεοδωρικάκου είναι «αντισυνταγματικές» διότι «παραβιάζουν τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, καθώς και τις αρχές της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, και της ισότητας των όρων του εκλογικού ανταγωνισμού». Κι αυτό γιατί, οι δικαστές του ΣτΕ υπογραμμίζουν, «τόσο οι εκλογείς όσο και οι εκλεγέντες δημοτικοί σύμβουλοι είχαν συνεκτιμήσει τη διαμόρφωση της εκλογικής τους βούλησης, τις ισχύουσες κατά τον χρόνο των εκλογών αυτών ρυθμίσεις του Ν. 4555/2018 (άρθρα 76 και 91) [Κλεισθένης], με τις οποίες προβλεπόταν η συγκρότηση των συλλογικών οργάνων χωρίς αντίστοιχη ρύθμιση περί πλειοψηφίας της παράταξης του δημάρχου». Ως προς τα συλλογικά όργανα, οι δικαστές αναφέρονται στην Οικονομική Επιτροπή, την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής και τα Διοικητικά Συμβούλια των δημοτικών νομικών προσώπων (Δ.Ε.Υ.Α. κ.λ.π.).
Λαμβάνοντας υπ’ όψη το τεκμήριο αρμοδιότητας για τα θέματα που αφορούν τον Δήμο, οι δικαστές επισημαίνουν ότι «ο νομοθέτης παρενέβη στη λειτουργία των Ο.Τ.Α. Α΄ βαθμού επιφέροντας δύο βασικές και αλληλένδετες μεταξύ τους αλλαγές στο σύστημα της απλής αναλογικής, αφ’ ενός μετέβαλε τον τρόπο συγκρότησης της Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, προκειμένου να εξασφαλισθεί σε αυτές η πλειοψηφία της παράταξης του δημάρχου» και αφ’ ετέρου «ο νομοθέτης προέβη σε αθρόα μεταφορά, ιδίως στην Οικονομική Επιτροπή, αποφασιστικών αρμοδιοτήτων σημαντικού οικονομικού αντικειμένου, οι οποίες μέχρι τότε ανήκαν στο άμεσα εκλεγόμενο συλλογικό όργανο διοίκησης των δήμων, το δημοτικό συμβούλιο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 3852/2010 [Καλλικράτης], έχει το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας για τα θέματα που αφορούν τον δήμο».
Στο σκεπτικό τους οι δικαστές του ΣτΕ επισημαίνουν ότι «με την επέμβαση του νομοθέτη, η οποία έλαβε χώρα μετά τη διεξαγωγή των εκλογών και μάλιστα σε χρόνο κατά τον οποίο είχαν ήδη εξαχθεί τα εκλογικά αποτελέσματα» και υπογραμμίζουν ότι «μεταβλήθηκε εκ των υστέρων το πλαίσιο άσκησης της κατοχυρωμένης στο άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος οικονομικής αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α. και η εκφρασθείσα θέληση των εκλογέων που είχε διαμορφωθεί κατά συνεκτίμηση, εκτός άλλων, και του ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τις εκλογές αυτές νομοθεσία, οι αποφάσεις που αφορούν σημαντικές αρμοδιότητες του δήμου, θα λαμβάνονται από το δημοτικό συμβούλιο, όργανο διοίκησης του δήμου με άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση, απαιτουμένων ενδεχομένως ευρύτερων συναινέσεων για την επίτευξη πλειοψηφίας».
Ενδιαφέρουσα είναι η επισήμανση που κάνουν οι δικαστές ότι «κατά τον χρόνο ψήφισης των σχετικών διατάξεων-Θεοδωρικάκου, δεν είχε δοκιμαστεί στην πράξη η εφαρμογή του συστήματος της απλής αναλογικής του Ν. 4555/2018, ώστε να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος η κατά τα ανωτέρω τόσο σοβαρή και έντονη επέμβαση του νομοθέτη στη θέληση των εκλογέων».
Το Γ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παραπέμπει την τελική κρίση στην Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, αλλά οι δικαστές του Γ’ Τμήματος κρίνουν ότι «πρέπει να παραμερισθούν στο σύνολό τους ως αντισυνταγματικές» οι διατάξεις Θεοδωρικάκου, που ενισχύουν υπέρμετρα την παράταξη του Δημάρχου και υποστηρίζουν ότι πρέπει «να εφαρμοσθούν κατά τη συγκρότηση των εν λόγω δημοτικών επιτροπών οι προϋφιστάμενες αυτών διατάξεις».»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου