15 Δεκ 2024

Ένα μεγάλο ποδηλατικό ταξίδι από την Βιέννη μέχρι το Παρανέστι Δράμας

Το χρονικό ενός φαντασμαγορικού ταξιδιού από την Αυστρία μέχρι την Ελλάδα. Από την Βιέννη, το στολίδι του Δούναβη και δεύτερη μεγαλύτερη γερμανόφωνη πόλη, στο Παρανέστι, το γραφικό χωριό του Νέστου στο Νομό Δράμας. «Το ταξίδι, όπως και η αγάπη, εκφράζει μια απόπειρα να μετατρέψουμε το όνειρο σε πραγματικότητα» (Αλέν Ντε Μποττόν).

Μια μικρή Οδύσσεια, αλλά αυτή τη φορά χωρίς πανιά και συντρόφους, αλλά με ένα ποδήλατο και αγάπη για το ταξίδι, ο χιακής καταγωγής Αλέξανδρος Πρινιάς, που υπηρετεί από το 2003, ως πολιτικός μηχανικός στη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Περιφερειακής Ενότητας Σάμου, έχοντας ήδη προσφέρει τα μέγιστα στους λάτρεις της ποδηλασίας στη Σάμο, μεταλαμπαδεύοντας γνώσεις και μεράκι σε μικρούς και μεγάλους, μας ταξιδεύει μέσα από μια διαδρομή 1.703 χιλιομέτρων γεμίζοντας εντυπώσεις και εικόνες από τις γειτονικές μας χώρες των βορείων συνόρων.

Ο Πεσσόα είχε γράψει «Γύρισα όλο τον κόσμο και δεν αντίκρισα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω». Από την άλλη, ο Μποττόν περιγράφει το ταξίδι ως μία προσπάθεια πραγμάτωσης όσων ονειρευτήκαμε. Έχουν γραφτεί ολόκληροι τόμοι για τα ταξίδια, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο καθένας τα βιώνει διαφορετικά ανάλογα και με τον χαρακτήρα του.

Στη σύγχρονη εποχή υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες όσον αφορά τα ταξίδια αναψυχής. Η πρώτη κατηγορία είναι τα τουριστικά ταξίδια. Η δεύτερη κατηγορία είναι τα οδοιπορικά. Σε αυτή την περίπτωση λειτουργείς ως ταξιδευτής, ως οδοιπόρος, κινείσαι από το ένα μέρος στο άλλο είτε έχοντας συγκεκριμένο προορισμό είτε αυτοσχεδιάζοντας. Επειδή δεν είμαι άνθρωπος που αρέσκεται να αυτοσχεδιάζει αλλά προτιμώ να γνωρίζω τι με περιμένει, αποφάσισα να κάνω ένα οδοιπορικό στην Ευρώπη με το ποδήλατο υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Θα ονόμαζα το ταξίδι μου «προσεκτικά σχεδιασμένη ποδηλατική περιπέτεια». Αντιλαμβάνομαι ότι ακούγεται ιδιαίτερα παράτολμο να καβαλήσεις ένα ποδήλατο και να πας από την Αυστρία μέχρι την Ελλάδα. Αν όμως προετοιμαστείς κατάλληλα σε όλα τα επίπεδα είναι ένα ταξίδι εφικτό να πραγματοποιηθεί όπως και αποδείχθηκε άλλωστε.

Όλα ξεκινούν από την σύλληψη μιας ιδέας. Εδώ και αρκετά χρόνια είχα στο μυαλό μου να κάνω ένα ποδηλατικό ταξίδι. Από την σύλληψη της ιδέας μέχρι την πραγματοποίηση της υπάρχει μια απόσταση που πρέπει να καλυφθεί. Το προπερασμένο καλοκαίρι αυτή η ιδέα είχε αρχίσει να παίρνει σχήμα και μορφή. Η ιστοσελίδα https://en.eurovelo.com/ συμπεριλαμβάνει ένα δίκτυο 17 ποδηλατικών διαδρομών μεγάλων αποστάσεων που διασχίζουν και συνδέουν την Ευρώπη. Μόνο οι διαδρομές που έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ποδηλατών μπορούν να ονομάζονται EuroVelo. Ακολουθώντας μία μεμονωμένη διαδρομή ή συνδυάζοντας κάποιες από αυτές, έχεις την δυνατότητα να πας σχεδόν οπουδήποτε στην Ευρώπη.

Αποφάσισα να συνδυάσω τις διαδρομές «6» και «13». Η διαδρομή «6» περνάει από την Βιέννη και οδεύει προς την Μαύρη Θάλασσα μέσω Ρουμανίας και η διαδρομή «13» διασχίζει εκτός των άλλων την Σερβία και την Βουλγαρία από Βορρά προς Νότο. Κάνοντας κάποιες τροποποιήσεις και προσθαφαιρέσεις κατέληξα σε μία διαδρομή που θα με οδηγούσε από την Βιέννη μέχρι το Παρανέστι με το ποδήλατο.

Η ιδέα είχε πάρει σχήμα, το αρχικό περίγραμμα είχε καθοριστεί, από κει και πέρα έπρεπε να διευθετηθούν όλα τα υπόλοιπα ζητήματα. Όλο το χειμώνα του 2023-2024 οραματιζόμουν το συγκεκριμένο πρότζεκτ. Την απόφαση να το υλοποιήσω την έλαβα τον περασμένο Απρίλιο όταν και έκλεισα αεροπορικά εισιτήρια ΣΑΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ-ΒΙΕΝΝΗ. Τότε καθορίστηκαν και οι ημερομηνίες του ταξιδιού. Επίσης, έκανα κράτηση στα ξενοδοχεία των πόλεων που είχα αποφασίσει να διανυκτερεύσω. Όπως προανέφερα, η περιπέτεια ήταν χρονικά και γεωγραφικά ελεγχόμενη και δεν έγινε τίποτα στην τύχη. Όλα ήταν προκαθορισμένα, το αν θα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο έμελλε να αποδειχθεί στην πορεία. Επιλέχθηκε ως ημερομηνία αναχώρησης η 26η Ιουνίου του 2024 έτσι ώστε το Σάββατο 6 Ιουλίου του 2024 να είμαι στο Παρανέστι.

Το δίκτυο ποδηλατικών διαδρόμων EuroVelo
Την Κυριακή 7 Ιουλίου είχε πλοίο από Θεσσαλονίκη για Σάμο. Αυτό το πλοίο δεν έπρεπε να το χάσω, οπότε το σχέδιο ήταν να κάνω 1700 χιλιόμετρα σε 9 μέρες αρχής γενομένης από την 28η Ιουνίου το πρωί. Αυτό σημαίνει περίπου 200 χιλιόμετρα την ημέρα. Απαιτητικό πρόγραμμα αλλά όχι απαγορευτικό.

Η διαδρομή Βιέννη-Παρανέστι όπως σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε 
Τετάρτη, 26 Ιουνίου του 2024

Την Τετάρτη 26 Ιουνίου το πρωί αναχώρησα από τη Σάμο με μία μεγάλη κούτα και ένα σακίδιο στην πλάτη με προορισμό το αεροδρόμιο της Βιέννης μέσω Αθήνας. Φορούσα τα ρούχα που θα με συνόδευαν στο ταξίδι μου, δηλαδή ένα κοντό κολάν και μία ελαφριά αθλητική μπλούζα. Για να μεταφερθεί το ποδήλατο με το αεροπλάνο πρέπει να συσκευαστεί σε ειδική κούτα για ποδήλατα.


Boarding Pass

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο «Αρίσταρχος» στη Σάμο, παρέδωσα την κούτα στις ειδικές αποσκευές και με ενημέρωσαν ότι θα την παραλάβω το βράδυ από το αεροδρόμιο της Βιέννης. Στην Αθήνα έφτασα με ένα τσαντάκι μέσης και μία μικρή τσάντα πλάτης. Σε ένα ταξίδι όπως αυτό, σημασία δεν έχει μόνο τι θα πάρεις μαζί σου αλλά κυρίως τι δεν θα πάρεις. Είχα φροντίσει από πριν να μαζέψω τα πράγματα που θα έπαιρνα μαζί μου στο ταξίδι και τα είχα ομαδοποιήσει έτσι ώστε να χωρέσουν στα σακίδιά μου.


Η κούτα μεταφοράς

Για να μην γίνομαι πολύ αναλυτικός και κουράζω, είχα μαζί μου ρούχα για ποδηλασία και για περπάτημα, ανταλλακτικά για να επισκευάσω το ποδήλατο σε περίπτωση ζημιάς, κιτ πρώτων βοηθειών, ηλεκτρονικές συσκευές, φώτα, μπαταρίες και καλώδια, τα προσωπικά μου έγγραφα και κάρτες, ελαφρύ σάκο ύπνου και μαξιλάρι για ενδεχόμενη διανυκτέρευση στην ύπαιθρο και φάρμακα. Όλα αυτά θα έπρεπε να χωρέσουν πάνω στο ποδήλατο. Μετά τις κατάλληλες προσθαφαιρέσεις το ποδήλατο δοκιμάστηκε και ήταν έτοιμο για το ταξίδι.


Όλα όσα είχα μαζί μου στο ταξίδι

Έφτασα λοιπόν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και περίμενα την πτήση μου για Βιέννη. Δεν χρειαζόταν να ασχοληθώ με το ποδήλατο, καθώς όπως προανέφερα θα το παραλάμβανα κατευθείαν από την Αυστρία. Αγόρασα ένα βιβλίο τσέπης (Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου του Ντοστογιέφσκι) με σκοπό να το διαβάσω σε δύο μέρες και να το κάνω δώρο στον πρώτο τυχερό που θα το βρει στο ξενοδοχείο που θα το παρατούσα. Δεν είχα άλλωστε σκοπό να κουβαλάω βιβλίο επί εννέα συνεχόμενες μέρες. Με τα πολλά, και μετά από μία ώρα καθυστέρηση φύγαμε με προορισμό την Βιέννη στις 7.30 το απόγευμα.


Το ποδήλατο στην τελευταία δοκιμαστική βόλτα στη Σάμο

Χωρίς να προκύψει κάποιο απρόοπτο φτάσαμε στη Βιέννη στις 9 το βράδυ ώρα τοπική μετά από μία εξαιρετική πτήση. Με ανησυχούσε αρκετά το που βρίσκεται η κούτα με το ποδήλατο και το αν θα φτάσει στον προορισμό της επειδή μία αρνητική εξέλιξη σε αυτό το θέμα θα τίναζε το εγχείρημα στον αέρα καθώς, όπως προανέφερα, οι ημερομηνίες του ταξιδιού ήταν αυστηρά προκαθορισμένες και δεν είχα κανένα περιθώριο καθυστερήσεων.

Φτάνοντας στο στολίδι του Δούναβη

Τελικά πήγαν όλα κατ' ευχή, παρέλαβα το ποδήλατο μετά από λίγο, έβγαλα τα πάντα από την κούτα, το έστησα ακριβώς όπως το είχα τεστάρει πριν φύγω (είχα μαζί μου εργαλεία για αυτή τη δουλειά), παράτησα την κούτα στο αεροδρόμιο καθώς δεν θα την χρειαζόμουν ξανά και πέρασα στον πλοηγό την διαδρομή για το ξενοδοχείο. Επειδή γνώριζα ότι θα έφτανα στη Βιέννη αργά το βράδυ, είχα φροντίσει να κλείσω δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο (6 χιλιόμετρα απόσταση) σε ένα προάστιο ανατολικά της πόλης. Βγήκα ποδηλατώντας από το αεροδρόμιο και μέσω ποδηλατοδρόμου(!) έφτασα στο Fischamend (https://en.wikipedia.org/wiki/Fischamend) στις 10 το βράδυ.



Είχε πλέον έρθει η ώρα της χαλάρωσης, μετά από 12 ώρες είχα επιτέλους φτάσει στον αρχικό μου προορισμό, στην αφετηρία του ποδηλατικού μου ταξιδιού. Κυρίως, είχα φτάσει χωρίς κανένα απρόοπτο, κάτι που όσοι ταξιδεύουν συχνά γνωρίζουν ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένο. Αφού έφαγα πίτσα (ευτυχώς βρήκα ανοιχτή πιτσαρία!) και γεύτηκα την τοπική μπίρα, τράβηξα για ύπνο καθώς η συνέχεια μόνο ξεκούραστη δεν θα ήταν…

Πέμπτη, 27 Ιουνίου του 2024

Η Πέμπτη ήταν αφιερωμένη στον τουρισμό. Δεν είχα πάει στη Βιέννη και ήταν μια ευκαιρία να την δω. Βρισκόμουν άλλωστε μόνο 25 χιλιόμετρα μακριά. Πεντακόσια μέτρα από το ξενοδοχείο είχε στάση τρένου με προορισμό την πόλη.


Η στάση του τρένου στην πόλη Fischamend
Δεν θα περιγράψω την πρωτεύουσα της Αυστρίας, το στολίδι του Δούναβη (το άλλο είναι η Βουδαπέστη), την πόλη με τα ιστορικά καφέ, αυτό το ευρωπαϊκό κόσμημα. Θα το κάνω μετά χαράς αν πάω στο μέλλον ως τουρίστας, μείνω τέσσερις μέρες και την γυρίσω όλη. Εγώ, εκείνη την μέρα περπάτησα 20 χιλιόμετρα στο κέντρο της πόλης, πέρασα από όλα τα ιστορικά μνημεία και κτήρια, αλλά δεν μπήκα μέσα. Είχε υπερβολικό τουρισμό, γκρουπ τουριστών από όλο τον κόσμο περπατούσε στους δρόμους, η ζέστη ήταν έντονη και παντού εκτελούνταν έργα. Αν είχα παρέα, θα καθόμουν οπωσδήποτε για φαγητό σε κάποιο από τα υπέροχα εστιατόρια που συνάντησα στο διάβα μου, αλλά μιας και ήμουν μόνος μου την έβγαλα με πρόχειρο φαγητό (street food το λένε οι αγγλομαθείς) εξ Ανατολής (κεμπάπ).

Μετά από 8 ώρες περιπλάνησης στους Βιεννέζικους δρόμους, έπρεπε σιγά-σιγά να μαζευτώ καθώς είχα κουράσει πολύ τα πόδια μου και την επομένη ξεκινούσε η ποδηλατική οδύσσεια. Έφτασα στο ξενοδοχείο στις 6 το απόγευμα , αφού πρώτα πήρα λάθος τρένο. Με έσωσε ένα ζευγάρι από Ασία που πήγαινε αεροδρόμιο και είχε κάνει το ίδιο λάθος με εμένα. Τους πήρα από πίσω διακριτικά, ευτυχώς δεν έκαναν ξανά λάθος, πήραμε δύο τρένα και φτάσαμε στον προορισμό μας.

Την επομένη ξεκινούσα ένα μοναχικό, μυθικό ποδηλατικό ταξίδι προς την Ελλάδα από το Rivers Route(https://en.wikipedia.org/wiki/EV6_The_Rivers_Route) και εν συνεχεία από το μονοπάτι του Σιδηρούν Παραπετάσματος (https://en.wikipedia.org/wiki/EV13_The_Iron_Curtain_Trail).


Πίνοντας καφέ στο ιστορικό κέντρο της Βιέννης μία μέρα πριν την έναρξη του ποδηλατικού ταξιδιού
Παρασκευή 28 Ιουνίου του 2024

Την Παρασκευή το πρωί ξύπνησα στις 7.00 και στις 7.30 έπινα καφέ στην πλατεία του Fischamend. Η κανονική διαδρομή ξεκινούσε από την Βιέννη και περνούσε βόρεια του Δούναβη, επειδή όμως ήμουν ήδη 25 χιλιόμετρα ανατολικά της Βιέννης και δεν με σύμφερε να πάω πίσω στην πόλη, αποφάσισα να γλιτώσω αυτά τα χιλιόμετρα και να κινηθώ κατευθείαν προς την Σλοβακία και εν συνεχεία την Ουγγαρία. Αυτό είχε ως συνέπεια να εξοικονομήσω κάποια χιλιόμετρα αλλά ταυτόχρονα με οδηγούσε σε αχαρτογράφητα μονοπάτια. Θα έκανα 40 χιλιόμετρα νότια του Δούναβη και θα συναντούσα την κανονική διαδρομή στο χωριό Hainburg στη μέση της απόστασης Βιέννη-Μπρατισλάβα.


Όλα έτοιμα για το ταξίδι, ένας γρήγορος καφές και φύγαμε!

Κινούμαι λοιπόν νότια του Δούναβη με προορισμό αρχικά την Μπρατισλάβα και εν συνεχεία την Gyor της Ουγγαρίας. Σύνολο διαδρομής 130 χιλιόμετρα, αναμενόμενη άφιξη νωρίς το απόγευμα. Έχω κλείσει δωμάτιο στη σοφίτα μίας Pubστο κέντρο της πόλης πληρώνοντας μόλις 27 ευρώ. Φεύγοντας από την Fischamend βρίσκομαι σε ένα χωματόδρομο δίπλα στον ποταμό, το τοπίο είναι υπέροχο αλλά απόκοσμο, ο Δούναβης είναι επιβλητικός ποταμός, βρίσκομαι ακριβώς δίπλα του, την συγκεκριμένη διαδρομή δεν την είχα ελέγξει πριν ξεκινήσω. Είναι φανταστικά, αλλά έχω τρομάξει λίγο, το Garmin μου δείχνει ότι κινούμαι σωστά. Μετά από 15 χιλιόμετρα παραποτάμιου χωματόδρομου βλέπω μπροστά μου ένα βύθισμα, πλησιάζω και συνειδητοποιώ ότι υπάρχει ένας μικρός παραπόταμος που μου κόβει τον δρόμο. Έχει πλάτος 3 μέτρα, δεν ξέρω όμως το βάθος, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, η μία λύση είναι να γυρίσω πίσω και να βγω στον κεντρικό δρόμο και η άλλη λύση είναι να επιχειρήσω να διασχίσω τον παραπόταμο. Στην πρώτη περίπτωση όσα χιλιόμετρα έχω κάνει μέχρι τώρα θα πάνε χαμένα, στη δεύτερη περίπτωση κινδυνεύω να κολλήσω μέσα στο ποτάμι και να πνιγώ. Είμαι στην άκρη του παραπόταμου για ένα λεπτό και σκέφτομαι τι να κάνω. Εκείνη την στιγμή φτάνει στην απέναντι όχθη μία ηλικιωμένη κυρία με το σκυλάκι της. Της φωνάζω στα αγγλικά να μην φύγει, να με περιμένει να περάσω, αν πάθω κάτι να ειδοποιήσει να με βοηθήσουν εκείνη όμως δεν με καταλαβαίνει κάνει μεταβολή και επιστρέφει από κει που ήρθε. Μόνος τον παραπόταμο δεν τον περνάω, αν πάθω κάτι δεν θα με βρουν καν, έχω και ένα ποδήλατο να κουβαλήσω, η λύση είναι να επιστρέψω πίσω. Κάνω μεταβολή και ακριβώς μπροστά μου βλέπω στο έδαφος ένα χοντρό κλαδί μήκους 2 μέτρων. Θα το πάρω να ελέγξω το βάθος του νερού σκέφτομαι, αν είναι ρηχά θα περάσω παρόλο που φοβάμαι αρκετά. Χρησιμοποιώ το κλαδί βυθίζοντας το στο νερό, το βάθος του ποταμού είναι 1-1,5 μέτρο και το έδαφος σταθερό, παίρνω το ποδήλατο στον ώμο και κινούμαι μέσα στο ποτάμι. Μετά από τέσσερα προσεκτικά βήματα με το νερό να φτάνει στο στήθος μου, περνάω τον παραπόταμο και καβαλάω το ποδήλατο να συνεχίσω. Έχω γίνει μούσκεμα, τα παπούτσια μου είναι βαριά από το νερό αλλά γλίτωσα 30 χιλιόμετρα. Συνεχίζω κανονικά, δεν κάνω όμως πάνω από 100 μέτρα και βρίσκομαι μέσα σε ένα καρνάγιο με μεταλλική περίφραξη. Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει, έχω κάνει 15 χιλιόμετρα μόνο και συναντώ συνεχώς εμπόδια, τελικά καταφέρνω να βγω από κει καβαλώντας ένα σημείο της περίφραξης που ήταν χαμηλό και συνεχίζω την πορεία μου προς την πρωτεύουσα της Σλοβακίας. Στα πρώτα χιλιόμετρα έχω ήδη περάσει από χωματόδρομο, έχω διασχίσει ποτάμι με τα πόδια και έχω πηδήξει μία περίφραξη, ευτυχώς εδώ δεν ζουν κροκόδειλοι να το ζήσω και αυτό.


Χωματόδρομος δίπλα στον Δούναβη
Εντάξει, ταξίδι χωρίς περιπέτεια δεν γίνεται, το ήξερα από πριν αυτό, όπως και το ρίσκο που απορρέει από το γεγονός ότι είμαι μόνος μου, θετική σκέψη χρειάζεται λοιπόν και οξυδέρκεια. Ο χωματόδρομος έχει κάνει το ποδήλατο μέσα στη λασπουριά, δυσκολεύομαι να ποδηλατήσω, ψάχνω συνεχώς με την άκρη του ματιού μου να βρω μία αυλή σπιτιού με λάστιχο ώστε να ρίξω νερό και να το καθαρίσω, κάνω 10 χιλιόμετρα με δυσκολία, τελικά μπαίνοντας σε ένα γραφικό Αυστριακό χωριό και ενώ έψαχνα νερό σε αυλή σπιτιού βρήκα σε ένα πέτρινο τοίχο μίας βίλας μία βάνα στην οποία ήταν προσαρμοσμένο ένα χοντρό λάστιχο. Αλλού το έψαχνα και αλλού το βρήκα, όχι μόνο είχε νερό το λάστιχο, ήταν και υπό πίεση, το έκανα το ποδήλατο καινούργιο… Μετά από τις πρώτες δυσκολίες, συνεχίζω κανονικά στον ποδηλατόδρομο που οδηγεί στην Μπρατισλάβα. Μέχρι να φτάσω στην πόλη Gyor δεν θα αντιμετωπίσω σοβαρά προβλήματα εκτός της έντονης ζέστης που όμως με βοήθησε να στεγνώσω εντελώς μετά το μπάνιο που έκανα στο ποτάμι. Η ζέστη απαιτεί πολλά υγρά, ευτυχώς δεν δυσκολεύομαι να βρω μαγαζιά ακόμα και δίπλα στον ποδηλατόδρομο έχει αναψυκτήρια και μπιραρίες, η οργάνωση εδώ είναι σε άλλο επίπεδο. Μπήκα αρχικά στη Σλοβακία και εν συνεχεία στην Ουγγαρία χωρίς να καταλάβω ότι άλλαξα χώρα, το κατάλαβα από την ειδοποίηση της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που με πληροφορούσε σχετικά.

Πεζόδρομος στην Gyor

Το μεσημεράκι κινούμαι εντός της Ουγγαρίας, θα συναντήσω αρκετούς ποδηλάτες στο διάβα μου, πολλοί από αυτούς είναι ταξιδιώτες όπως εγώ, άλλοι κάνουν απλά την βόλτα τους με το ποδήλατο. Έχει πάει 5 το απόγευμα, έχω διανύσει 130 χιλιόμετρα και φτάνω στον προορισμό μου. Η πόλη Gyor είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Πανέμορφη πόλη, γεμάτη κόσμο, μαγαζιά και πεζόδρομους. Μπαίνω εύκολα στο κέντρο και ακόμα ευκολότερα βρίσκω την Pub. Το δωμάτιο είναι ίσως το μοναδικό σε όλο το ταξίδι που με άφησε ανικανοποίητο, δεν έχει κλιματισμό, είναι μικρό και έχει πολύ απότομη σκάλα για την σοφίτα. Δεν θα τα βάψω και μαύρα, ένα μπάνιο θα κάνω, θα βγω την βόλτα μου για φαγητό, θα περιηγηθώ στην πόλη, θα πέσω για ύπνο και την επόμενη μέρα θα συνεχίσω για Βουδαπέστη.

Το Δημαρχείο της Gyor

Σάββατο, 29 Ιουνίου του 2024

Ένα μεγάλο ποδηλατικό ταξίδι απαιτεί οργάνωση σε όλα τα επίπεδα, κατάλληλη προετοιμασία και εμπειρία. Δεν είναι απλή υπόθεση, δεν ξεκινάς μία μέρα με στόχο να κάνεις 2000 χιλιόμετρα, πρέπει να το πας βήμα-βήμα και στην πορεία να εξελιχθείς. Ένα από τα βασικά που πρέπει να κάνεις είναι να τρως με τον σωστό τρόπο και να μην αφήνεις τον εαυτό σου να «αδειάσει». Κάθε πρωί με το που ξυπνούσα, έκανα ένα ντουζ, έβαζα ειδική κρέμα στα μπούτια για να αποφεύγω τις πληγές από την τριβή, φορούσα τα ποδηλατικά μου ρούχα και μετά έτρωγα πρωινό. Το πρωινό είναι πολύ σημαντικό, και επειδή συνήθως αναχωρούσα πολύ πρωί από το δωμάτιο, έπρεπε να το είχα φροντίσει από την προηγούμενη μέρα.

Έτσι και στην Gyor, ξύπνησα στις 6 το πρωί, έφαγα το πρωινό που είχα αγοράσει από την προηγούμενη και μετά από κατάλληλη προετοιμασία ξεκίνησα για την πανέμορφη Βουδαπέστη. Η διαδρομή που θα ακολουθούσα ήταν δίπλα στον Δούναβη, ξεκινούσε νότια του ποταμού, έμπαινε και στη Σλοβακία για λίγο και κατέληγε στην Βουδαπέστη μετά από 180 χιλιόμετρα. Υπολόγιζα άφιξη στη Βουδαπέστη μετά από 11 ώρες περίπου στις 6-7 το απόγευμα.

Έχω φύγει λοιπόν από την Gyor στις 7 το πρωί, αφού καρδάμωσα για τα καλά τρώγοντας πρωινό και κινούμαι παράλληλα στη νότια όχθη του ποταμού. Το πρωί η θερμοκρασία είναι υποφερτή, όσο περνάει η ώρα η ζέστη κάνει απειλητική την εμφάνιση της και με δυσκολεύει πολύ. Το ευχάριστο της διαδρομής είναι ότι έχει πολλούς ποδηλατόδρομους και αποφεύγω την κίνηση, το δυσάρεστο ότι οι ποδηλατόδρομοι μετά από μερικές ώρες προκαλούν κούραση στο σώμα λόγω των κραδασμών. Η Ουγγαρία είναι μία εντελώς επίπεδη χώρα, δεν έχει βουνό ούτε για δείγμα, ούτε καν λόφους έχει. Παρόλα αυτά είναι πολύ όμορφα, αριστερά είναι το ποτάμι και δεξιά κατακίτρινα χωράφια με σιτηρά και ηλιοτρόπια. Κάποια χιλιόμετρα τα κάνω σε χωματόδρομους δίπλα στο ποτάμι, αυτό δυσκολεύει αρκετά την κίνηση του ποδηλάτου αλλά με αποζημιώνει η φυσική ομορφιά της περιοχής.


Ποδηλατόδρομος δίπλα στον Δούναβη καθ' οδόν για την Βουδαπέστη

Στο δρόμο που βρίσκομαι, αριστερά είναι το ποτάμι και εγώ κινούμαι παράλληλα, η νότια όχθη ανήκει στην Ουγγαρία και η βόρεια στη Σλοβακία, αυτό είναι το φυσικό σύνορο των δύο χωρών, για να περάσεις από την μία πλευρά στην άλλη πρέπει να διασχίσεις γέφυρα ή να πάρεις πλοίο, φτάνοντας στο Esztergom περνάω την γέφυρα και σε 2 λεπτά βρίσκομαι στη Σλοβακία, δεν το έχω καταλάβει ότι άλλαξα χώρα, θα το διαπιστώσω μέρες μετά όταν θα τσεκάρω ξανά την διαδρομή. Βιώνω την Ευρωπαϊκή ενοποίηση στο απόγειο της, τι ωραίο να χτίζονται γέφυρες και να ενώνουν τους λαούς. Έχει μεσημεριάσει, η ζέστη είναι έντονη, σταματάω σε καφέ για ανεφοδιασμό, πίνω και μία παγωμένη μπίρα, βγάζω μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες και μετά, ακολουθώντας πλέον την βόρεια όχθη του Δούναβη πλησιάζω προς την πρωτεύουσα της Ουγγαρίας, την πόλη στολίδι, την μαγική Βουδαπέστη.


Η γέφυρα Esztergom που συνδέει την Ουγγαρία με την Σλοβακία

Πλησιάζοντας προς την πόλη, συναντώ αρκετά παραθεριστικά κέντρα, οι Μαγυάροι κάνουν διακοπές δίπλα στο Δούναβη όπως εμείς μπροστά στη θάλασσα. Κινούμαι σε ποδηλατόδρομο και διψάω ξανά. Με τον ήλιο να καίει αναζητώ μια πηγή δροσιάς λίγο πριν καβαλήσω το ποδήλατο για τα τελευταία χιλιόμετρα μέχρι την Βουδαπέστη. Και την βρίσκω. Στην αρχή δεν φαίνεται. Είναι ένας υπέροχος κήπος δίπλα στο ποτάμι μέσα στον οποίο μια κυρία διατηρεί καντίνα με πρόχειρο φαγητό αλλά κυρίως υπέροχους φυσικούς χυμούς. Είχε κάνει και 3 μήνες στην Ελλάδα οπότε ξέρει και ελληνικές λέξεις. Μου κάνει τον καλύτερο χυμό που έχω πιεί ποτέ. Χυμός λεμόνι με φρούτα του δάσους. "Πάρε και ένα κουτάλι" μου λέει, "τα φρούτα τρώγονται". Η δουλειά έχει γίνει με τον καλύτερο τρόπο.


Χυμός λεμόνι με φρούτα του δάσους σε ένα κήπο δίπλα στον Δούναβη

Στην αιώρα δεν ξάπλωσα αλλά έχω ξεκουραστεί λίγο οπότε ξεκινώ να ποδηλατώ για τα τελευταία χιλιόμετρα. Στις 6 το απόγευμα προσεγγίζω την Βουδαπέστη. Φτάνοντας, αρχίζω να ψάχνω το ξενοδοχείο που είχα κλείσει. Τελικά το ξενοδοχείο είναι μια τεράστια φοιτητική εστία η οποία το καλοκαίρι μετατρέπεται σε ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν είναι μικρά παιδιά, άρα μπορώ να υποθέσω ότι είναι φοιτητές που δουλεύουν στο ξενοδοχείο - εστία. Το κόστος ενός δωματίου κοντά στο κέντρο της Βουδαπέστης είναι 49 ευρώ, όταν για να βρεις δωμάτιο στη Χίο τον Αύγουστο πρέπει να δώσεις το λιγότερο 70-80 ευρώ. Δίπλα στην εστία έχει τα πάντα από σουπερμάρκετ έως χώρους εστίασης και γυμναστήριο. Το κέντρο της Βουδαπέστης βρίσκεται στα 2 χιλιόμετρα με τα πόδια. Εννοείται ότι κατεβαίνω πεζός ψάχνοντας εστιατόριο να φάω. Θα περιηγηθώ 2-3 ώρες στην πόλη αλλά η πείνα με έχει γονατίσει, πρέπει να φάω οπωσδήποτε. Βρίσκω ένα Ελληνικό εστιατόριο το οποίο είναι κατάμεστο, ακριβώς δίπλα έχει πιτσαρία. Φοράω αθλητικό σορτσάκι, αθλητική μπλούζα, ποδηλατικά παπούτσια και τσάντα πλάτης.

Είναι Σάββατο βράδυ στο κέντρο της πόλης, οι δρόμοι είναι κλειστοί για τα αυτοκίνητα, κυκλοφορούν πολλοί πεζοί τουρίστες και μη, όλοι σχεδόν με τα «καλά» τους. Παρόλα αυτά, δεν αισθάνομαι καθόλου παράταιρος, είμαι εντελώς «κουλ» τόσο πολύ που μπαίνω στην πιτσαρία η οποία δεν είναι ένα απλό μαγαζί αλλά αρκετά κυριλέ. Κάθομαι σε τραπέζι για 4 άτομα, έρχεται ο σερβιτόρος παραξενευμένος προφανώς από την αμφίεση μου, με ρωτάει αν έχω κλείσει τραπέζι και πόσα άτομα περιμένω παρέα, του απαντώ ότι είμαι μόνος μου, μου ζητάει να μεταφερθώ σε ένα τραπέζι για δύο άτομα, σηκώνομαι και με βλέπει με τα αθλητικά. Το μαγαζί είναι κυριλέ και εγώ δεν ταιριάζω εκεί μέσα, δίπλα είναι ένα ζευγάρι σε ρομαντικό δείπνο, απέναντι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Αμερικανών που πίνουν σαμπάνια και περιμένουν να έρθει το φαγητό. «Θα φάω και σε 30 λεπτά θα έχω φύγει» του λέω για να τον προλάβω, «αν σας είναι εύκολο φέρτε μου έναν κατάλογο», τι να κάνει ο άνθρωπος τον φέρνει, «θα ήθελα μία καρμπονάρα, ένα πελεγκρίνο και μία μεγάλη μπίρα», στο μαγαζί δεν μου δίνει κανείς σημασία, αν ήμουν στην Ελλάδα θα με σχολίαζαν, σε μισή ώρα έχω φάει και έχω πληρώσει! Ο σερβιτόρος έχει αλλάξει ύφος είναι χαμογελαστός με ξεπροβοδίζει και μου εύχεται καλή συνέχεια. Η δουλειά έχει γίνει ξανά.


Η Βουδαπέστη Σάββατο βράδυ
Η Βουδαπέστη μου αρέσει περισσότερο από την Βιέννη. Είναι επικεντρωμένη και προσανατολισμένη γύρω και δίπλα στο Δούναβη και ως γνωστόν το υγρό στοιχείο είναι αυτό που κάνει πάντα την διαφορά. Θα ήθελα κάποια στιγμή να πάω ως τουρίστας και όχι ως ποδηλάτης που έκανε στάση για ύπνο. Φανταστική πόλη. Γυρίζω στο ξενοδοχείο έχοντας φροντίσει για το πρωινό της επόμενης μέρας και την πέφτω για ύπνο. Η Κυριακή θα είναι μία άνετη μέρα, έχω προγραμματίσει να κάνω μόνο 150 χιλιόμετρα στις πεδιάδες της κεντρικής Ουγγαρίας. Την αγάπησα αυτή τη χώρα, δεν μπορώ να προσδιορίσω τον λόγο. 

Κυριακή, 30 Ιουνίου του 2024

Η καθημερινή ρουτίνα μπαίνει σε εφαρμογή, εγερτήριο νωρίς το πρωί, χλιαρό ντουζ, ντύσιμο και πρωινό στο ξενοδοχείο ακριβώς όπως είχα κάνει και την προηγούμενη μέρα. Βγαίνω από την Βουδαπέστη πολύ εύκολα καθώς έχει παντού ποδηλατόδρομους. Το αρχικό μου σχέδιο ήταν να διασχίσω όλη την Ουγγαρία από Βορρά προς Νότο και να πάω στην Κροατία. Μία απόσταση 300 χιλιομέτρων. Μετά από ωριμότερη σκέψη άλλαξα σχέδια πριν αρχίσω το ταξίδι και έκλεισα ξενοδοχείο σε μία πολύ μικρή πόλη στην κεντρική Ουγγαρία. Θα κοιμηθώ εκεί την Κυριακή το βράδυ και την Δευτέρα θα πάω στο Όσιγιεκ.

Χωματόδρομος δίπλα στον Δούναβη στο δρόμο για Kalocsa

Η πόλη λέγεται Kalocsa (https://en.wikipedia.org/wiki/Kalocsa) είναι μια από τις παλαιότερες πόλεις της Ουγγαρίας αλλά παντελώς άγνωστη στη Ελλάδα, κάτι απολύτως φυσικό αφού στη σύγχρονη εποχή δεν έχει να επιδείξει κάτι. Έχει πληθυσμό 17.000 κατοίκους και είναι χτισμένη σε πεδιάδα κοντά στο Δούναβη. Την επέλεξα επειδή έκοβε την διαδρομή Βουδαπέστη–Όσιγιεκ ακριβώς στη μέση.

Στάση για μπίρα στο δρόμο για Kalocsa

Θα φτάσω στην Kalocsa χωρίς απρόοπτα. Έχει πολύ ζέστη, κάποιοι χωματόδρομοι θα με δυσκολέψουν αρκετά αλλά μικρό το κακό. Μία παγωμένη μπίρα και 2-3 λίτρα νερό έφταναν για με αναζωογονήσουν. Είναι Κυριακή απόγευμα όταν φτάνω εκεί και την εικόνα που συναντώ είναι εύκολο να την φανταστεί κάποιος. Δεν υπάρχει κόσμος στους δρόμους, είναι όλα κλειστά. Βρίσκω εύκολα το ξενοδοχείο καθώς η πόλη είναι μικρή, το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι ότι δεν μιλάνε Αγγλικά αλλά Γερμανικά, εγώ από Γερμανικά δεν σκαμπάζω, όλα όμως λύνονται με μερικές χειρονομίες και το google translate. Τώρα πρέπει να λύσω το βασικότερο, πρέπει να βρω μέρος να φάω, δεν θα δυσκολευτώ να βρω μία καντίνα στο βάθος ενός αδιέξοδου και να φάω 3 κομμάτια πίτσα πεπερονι! Έπεσα για ύπνο νωρίς.

Άδεια η Kalocsa την Κυριακή το απόγευμα

Δευτέρα, 1 Ιουλίου του 2024

Την επομένη, Δευτέρα πρωί δηλαδή, η πόλη έσφυζε από ζωή. Σε μικρή απόσταση από το ξενοδοχείο βρήκα παντοπωλείο ALDI, πάρκαρα το ποδήλατο σε ειδική θέση και μπήκα να ψωνίσω το πρωινό μου. Μετά από 10 λεπτά βγήκα έξω και συνάντησα μία ηλικιωμένη κυρία να κάθεται δίπλα στο ποδήλατο μου και να μου χαμογελάει. Μου έδειξε με το χέρι της την σέλα και έκανε ένα μορφασμό του στυλ "αχ, που έχεις το μυαλό σου..." . Είχα ξεχάσει το κινητό τηλέφωνο πάνω στη σέλα και η γιαγιά με περίμενε να βγω έξω για να μην μου το κλέψουν....Τώρα που το σκέφτομαι δεν συνάντησα πουθενά κάποιον άνθρωπο με κακές προθέσεις, και όχι μόνο αυτό, κάποιοι με βοήθησαν κιόλας.

Έχω φάει το πρωινό και είμαι έτοιμος να φύγω από την Kalocsa με προορισμό το Όσιγιεκ της Κροατίας. Η διαδρομή μήκους 150 χιλιομέτρων είναι ξανά κοντά στο ποτάμι. Έχω περάσει τρεις μέρες στην Ουγγαρία και στο τέλος αυτής της μέρας θα βρεθώ σε νέα χώρα, την Κροατία. Βέβαια, εντός Κροατίας δεν θα κάνω πολλά χιλιόμετρα, με βολεύει όμως το Όσιγιεκ γιατί μοιράζει την διαδρομή με τέτοιο τρόπο ώστε να φτάσω στο Βελιγράδι κάνοντας 150 χιλιόμετρα την Δευτέρα και 220 χιλιόμετρα την Τρίτη. Η Ουγγαρία ως κεντρική χώρα της Ανατολικής Ευρώπης συνορεύει με την Ουκρανία, την Ρουμανία, την Σερβία, την Κροατία, την Σλοβενία, την Αυστρία και την Σλοβακία. Τις προηγούμενες μέρες είχα διασχίσει κάποιες γέφυρες περνώντας από την μία όχθη του Δούναβη στην άλλη. Η ιδιαιτερότητα της διαδρομής Kalocsa -Osijek είναι ότι για πρώτη φορά πρέπει να πάρω φέριμποτ για να περάσω τον ποταμό και να πάω στο Μόχατς. Φτάνω στο Μόχατς σε 10 λεπτά (τόσο πήρε να διασχίσω τον ποταμό) βρίσκω ένα καφέ και σταματάω. Είναι μεσημέρι και έχει πολύ ζέστη. Μια μπίρα επιβάλλεται. Το παιδί που με σερβίρει με ρωτάει πού πάω με το ποδήλατο και του λέω στην Ελλάδα. "Έχω πάει" μου λέει, "Που;" του λέω, "Στη Μύκονο" μου λέει, "Η Μύκονος δεν είναι Ελλάδα" του λέω...Δεν γέλασε. Φεύγω από κει αφού έχω ξεδιψάσει αρκετά και ξεκουραστεί, με προορισμό τοOsijek το οποίο βρίσκεται περίπου ογδόντα χιλιόμετρα μακριά.


Διασχίζοντας τον Δούναβη με Φέριμποτ
Καλύπτω τα τελευταία ογδόντα χιλιόμετρα σε τέσσερις ώρες και στις 17:45 φτάνω στο Όσιγιεκ. Ο καιρός είναι μουντός, βρίσκω εύκολα το δωμάτιο που είχα κλείσει, είναι εξαιρετικής αισθητικής και κοστίζει μόνο 27 ευρώ. Συνεννοούμαι στο τηλέφωνο με την ιδιοκτήτρια καθώς ο ιδιοκτήτης δεν γνωρίζει αγγλικά, με κατατοπίζει καταλλήλως και ανεβαίνω να κάνω ένα ντουζ. Μία ώρα αργότερα και ενώ με έχει πιάσει πείνα βγαίνω προς αναζήτηση εστιατορίου, δυστυχώς αρχίζει να βρέχει, οπότε δεν απομακρύνομαι, θα βολευτώ με τον φούρνο της γειτονιάς. Τις προηγούμενες μέρες δεν είχε ρίξει σταγόνα πουθενά, η πιθανότητα όμως να διασχίσεις την μισή Ευρώπη με το ποδήλατο χωρίς να βραχείς είναι μικρή. Το Όσιγιεκ είναι η 4η μεγαλύτερη πόλη της Κροατίας αλλά επειδή βρίσκεται μακριά από την Αδριατική δεν έχει γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό ούτε αποτελεί τουριστικό προορισμό. Δεν θα μπορέσω να δω και πολλά πράγματα από την πόλη, έχοντας φάει στο φούρνο γυρίζω στο δωμάτιο για να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου και να αποφασίσω τι θα κάνω την επόμενη μέρα που προβλέπεται ιδιαίτερα δύσκολη λόγω καιρού. Και ήταν. Ένα μεγάλο ποδηλατικό ταξίδι πλήρους αυτονομίας (χωρίς εξωτερική υποστήριξη δηλαδή) είναι αρκετά πιο περίπλοκο και σύνθετο από όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. 

Τρίτη, 2 Ιουλίου του 2024

Ξυπνάω την Τρίτη το πρωί στο Όσιγιεκ της Κροατίας έχοντας μπροστά μου δύο επιλογές: πρώτη να πάω στο Bogojevo της Σερβίας (βρίσκεται στα σύνορα με την Κροατία) και να πάρω το τρένο αρχικά για Νόβι Σαντ και στη συνέχεια για Βελιγράδι και δεύτερη να βάλω το κεφάλι κάτω και να κάνω 210 χιλιόμετρα μέχρι το Βελιγράδι. Για ποιο λόγο σκέφτομαι να πάρω τρένο; Γιατί ο καιρός είναι βροχερός και όσο πηγαίνεις προς τα ανατολικά γίνεται χειρότερος. Τελικά αποφασίζω να κάνω την διαδρομή με το ποδήλατο. Τώρα που αναπολώ το ταξίδι, είμαι πολύ χαρούμενος για αυτή την επιλογή. Βρίσκομαι λοιπόν στο δρόμο και βρέχομαι επί 7 ώρες σχεδόν ασταμάτητα... Αν συνυπολογίσουμε την απίστευτη κίνηση που συναντώ στην Σερβία, την έλλειψη ποδηλατοδρόμων και την όχι και τόσο καλή κατάσταση του οδικού δικτύου, το γεγονός ότι θα φτάσω στο Βελιγράδι στις 8 το βράδυ το λες και θαύμα. "Όλα είναι δρόμος" λένε...Αλλά είναι διαφορετικό να το λες ανεβάζοντας μια φωτογραφία στα Social Media και διαφορετικό να το βιώνεις όταν το πράγμα ζορίζει... Είναι η πρώτη φορά που θα περάσω σύνορα χωρών που δεν ανήκουν και οι δύο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως γνωστόν η Σερβία δεν έχει ακόμα ενταχθεί. Έχω φύγει από το Όσιγιεκ υπό βροχή και μετά από μερικές ώρες φτάνω στα σύνορα Κροατίας- Σερβίας. Επιδεικνύω στη συνοριοφύλακα για πρώτη φορά το διαβατήριο μου το οποίο είναι και λίγο βρεγμένο. Με κοιτάει με ύφος «πως το κατάντησες έτσι» και της δείχνω τον ουρανό. Το σκανάρει και με ρωτάει που πηγαίνω. Της λέω «πάω στην Ελλάδα», μου απαντάει «επιστρέφεις σπίτι δηλαδή», της λέω «το ελπίζω», «καλό ταξίδι» μου απαντάει, καβαλάω και μπαίνω στην Σερβία. Έχω προγραμματίσει να περάσω τρεις μέρες εδώ.


Φτάνοντας στο Νόβι Σάντ υπό βροχή

Σε όσες χώρες επισκέφτηκα είχα ίντερνετ και τηλέφωνο σαν να βρίσκομαι στην Ελλάδα, το ίδιο ισχύει και για την Βουλγαρία που θα επισκεφτώ τελευταία, μόνο στη Σερβία (λόγω του ότι δεν ανήκει στην Ε.Ε.) έπρεπε να φροντίσω για ίντερνετ, σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να πληρώνω 20 ευρώ την ημέρα για μόλις 500MB δεδομένων. Μετά από μερικά χιλιόμετρα εντός Σερβίας βρήκα ένα μεγάλο βενζινάδικο, τα βενζινάδικα όταν κινείσαι στο δρόμο είναι σαν οάσεις στην έρημο, έχουν τα πάντα, μπαίνω μέσα και ρωτάω αν υπάρχει η δυνατότητα να πλύνω το ποδήλατο το οποίο λόγω βροχής έχει γίνει χάλια, η κοπέλα στην υποδοχή δεν μπορεί να με καταλάβει ούτε ο υπάλληλος δίπλα της, δεν μιλάνε Αγγλικά, ευτυχώς όμως κατάλαβαν ότι χρειάζομαι μία τουριστική κάρτα Sim για ίντερνετ στο κινητό. «Πόσο κάνει; τους ρωτάω, «Θα πρέπει να πληρώσετε 5 ευρώ για 4GB δεδομένων» μου απαντάει η πωλήτρια, «Σας ευχαριστώ πολύ αλλά θα ήθελα μία χάρη, αν μπορείτε παρακαλώ να μου εγκαταστήσετε την κάρτα στο κινητό» τους λέω και ενώ περιμένω να «φάω πόρτα» προς έκπληξη μου η κοπέλα δέχεται χαμογελαστή να με βοηθήσει. Σε δέκα λεπτά έχω φύγει από το βενζινάδικο με 5 ευρώ λιγότερα και 4GB δεδομένων περισσότερα, πετάω από χαρά γιατί αυτό ήταν κάτι που με απασχολούσε εξ αρχής, χωρίς ίντερνετ τα χέρια σου είναι δεμένα, καβαλάω το ποδήλατο να συνεχίσω, τα πόδια μου έχουν βγάλει φτερά, έχω ξεχάσει μέχρι και την βροχή.


Από Όσιγιεκ μέχρι Βελιγράδι έβρεχε διαρκώς

Με την βροχή να με έχει κάνει μούσκεμα από το πρωί, το ποδήλατο και τα ρούχα να είναι μέσα στις λάσπες και το Βελιγράδι να είναι μια ώρα δρόμος, άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει. Ο αριθμός ήταν από Σερβία, κάτι που με ξάφνιασε αλλά αμέσως κατάλαβα ότι θα με έψαχναν από το hostel που είχα κλείσει. Και όντως από κει με πήραν, μόνο που η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μιλούσε Ελληνικά. Ξαφνιάστηκα δεύτερη φορά αλλά επειδή ήμουν εν κινήσει δεν ρώτησα πολλά. Απλώς ενημέρωσα ότι σε μια ώρα θα είμαι εκεί. Όταν έφτασα στο Βελιγράδι και βρήκα το hostel συνάντησα έναν ψηλό και αδύνατο τύπο να με περιμένει χαμογελώντας. "Που πας μπρε με το ποδήλατο μέσα στη βροχή;" μου είπε, "καταρχάς πως ξέρεις Ελληνικά" του απαντώ, "ήμουν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και έπαιξα 4 χρόνια στην Ελλάδα και έχω κάνει και προπονητής στον Πας Γιάννινα " μου λέει, "πώς λέγεσαι;" τον ρωτώ, "Ζέλικο Σιμοβιτς με λένε, κάτσε να σου δείξω ένα γκολ που έχω βάλει στον Ολυμπιακό όταν έπαιζα στην Καβάλα " μου λέει και ανοίγει το YouTube στο κινητό για να μου το δείξει. Τελικά δεν έκανε πλάκα, όντως έπαιξε Ελλάδα, έβαλε γκολ στον Ολυμπιακό και επειδή η αγαπημένη του ομάδα ήταν η Καβάλα, έδωσε στο hostel το όνομα της. Ο τύπος μου φέρθηκε άψογα, μου πήρε μόνο 15 ευρώ για το δωμάτιο και με άφησε να βάλω το ποδήλατο μέσα και να στεγνώσω και όλα μου τα ρούχα. Να είσαι καλά αδερφέ, ευχαριστώ για όλα!


Μοσχαρίσιο μπιφτέκι σε εστιατόριο στο Βελιγράδι
Κοντά στο Hostel βρήκα τα πάντα, εστιατόριο, μίνι μάρκετ, παγωτατζίδικο και καφετέριες. Η κυρία στο μίνι μάρκετ αφού αγόρασα το πρωινό μου για την επόμενη μέρα, με καθοδήγησε με χαμόγελο σε ποιο εστιατόριο να πάω για φαγητό. Γύρισα στο Hostel στις 10.30 το βράδυ με την ελπίδα να κάνω έναν ποιοτικό ύπνο και την επόμενη μέρα να βρω τα ρούχα μου στεγνά. 

Τετάρτη, 3 Ιουλίου του 2024

Ενώ η Τρίτη ήταν μία βροχερή μέρα, η Τετάρτη είναι ηλιόλουστη, βγαίνω από το Hostel Kavala με φοβερή διάθεση. Τα πράγματα πάνε καλά μέχρι τώρα και στο τέλος της μέρας θα έχω σπάσει το φράγμα των 1000 χιλιομέτρων και θα μετράω αντίστροφά για την επιστροφή στην πατρίδα. Η έξοδος από το Βελιγράδι θα αποδειχθεί μεγάλο μαρτύριο, η έλλειψη ποδηλατοδρόμων σε συνδυασμό με την κίνηση στο κέντρο της πόλης έχουν ως αποτέλεσμα να κάνω δύο ώρες για να αφήσω την πόλη πίσω μου και να αρχίσω να κινούμαι προς το Ντόνι Μιλάνοβατς, τον επόμενο μου προορισμό. Το μήκος της διαδρομής έχει υπολογιστεί στα 230 χιλιόμετρα με αναμενόμενη ώρα άφιξης 8 το βράδυ.


Η Τετάρτη ήταν ηλιόλουστη μέρα

Η Σερβία είναι μια πανέμορφη χώρα που πατάει σε δύο βάρκες. Οι Σέρβοι είναι χρόνια τώρα μεταξύ Ε.Ε και Ρωσίας. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι πέρασαν και έναν πόλεμο δεν είναι περίεργο που το βιοτικό τους επίπεδο και οι υποδομές τους υπολείπονται των περισσότερων χωρών της Ευρώπης. Οι διαφορές π.χ. σε σχέση με την Ουγγαρία είναι εμφανείς με γυμνό μάτι. Την Τετάρτη το πρωί λοιπόν έπρεπε να καλύψω μια μεγάλη απόσταση παράλληλα με τον Δούναβη και να φτάσω στο Ντόνι Μιλάνοβατς. Πρόκειται για ένα μικρό οικισμό δίπλα στο ποτάμι στην ανατολική Σερβία στα σύνορα με την Ρουμανία. Η μέρα αυτή αποδείχθηκε η πιο περιπετειώδης. Έχοντας αφήσει πίσω το Βελιγράδι μετά κόπων και βασάνων, βρίσκομαι στην εξοχή και με τον καιρό ηλιόλουστο πλέον αρχίζω να κινούμαι ανατολικά. Το απόγευμα και έχοντας διανύσει περίπου 140 χιλιόμετρα κοίταξα το χάρτη και διαπίστωσα ότι σύντομα έπρεπε να διασχίσω τον ποταμό. Αυτό δεν το είχα προσέξει όταν μελετούσα την διαδρομή! Τώρα θα μου πεις ποιο είναι το πρόβλημα να διασχίσεις το ποτάμι αφού είναι κάτι που έχεις κάνει κατά κόρον. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε γέφυρα. Ενώ στο Μοχατς της Ουγγαρίας είχα τσεκάρει τα δρομολόγια του φέριμποτ και ήξερα τι με περιμένει, στη Σερβία μου είχε διαφύγει αυτό το σημείο, από την Stara Palanka για την Ram δεν υπήρχε γέφυρα... Άσε που δεν ήμουν και σίγουρος ότι θα έχει φέριμποτ. Πώς θα περνούσα απέναντι, πως θα έφτανα στο Ντόνι Μιλάνοβατς το βράδυ; Άρχισα να ρωτώ στο δρόμο διάφορους περαστικούς για το πώς θα πάω στη Ram και όλοι μου έλεγαν ότι πάω σωστά. Αυτό με καθησύχασε. Και όντως όταν έφτασα στην Stara Palanka κατέληξα σε ένα εστιατόριο δίπλα ακριβώς στον Δούναβη.

Εστιατόριο δίπλα ακριβώς στον Δούναβη στη Σερβία

Ρώτησα τους σερβιτόρους και με ενημέρωσαν ότι στις 4.30 το απόγευμα έχει φέριμποτ για την Ram. Ήταν 4 το απόγευμα όταν έφτασα. Προλάβαινα να πιώ μία παγωμένη βαρελίσια. Έβγαλα την τσάντα από την πλάτη την άφησα στην διπλανή καρέκλα και άραξα να πιώ την μπίρα μου. Κόσμο πάντως δεν είχε. Ούτε ράμπα από μπετόν είδα. Ούτε κάπου να βγάλω εισιτήριο είχε. Με λίγα λόγια ήμουν σε ένα εστιατόριο στον Δούναβη δίπλα στο οποίο υποτίθεται ότι θα άραζε φέριμποτ και δεν υπήρχε τίποτα που να σε κάνει να το πιστεύεις αυτό. Είχε πάει 4.20 και δεν υπήρχε ψυχή παρά μόνο άλλη μια παρέα σε παραδίπλα τραπέζι. Σηκώθηκα να τσεκάρω το σημείο που υποτίθεται θα έπιανε το φέρι και δεν υπήρχε τίποτα! Σκέτο χώμα, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Στις 4.30 ευτυχώς άρχισε να έρχεται κόσμος, ήρθαν και δύο αυτοκίνητα, μία κοπέλα με ρώτησε κιόλας τι ώρα φτάνει το φέριμποτ, της είπα ότι θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ, το περιμένουμε. Στις 4.50 και με 20 λεπτά καθυστέρηση άρχισε να πλησιάζει το φέρι. Βασικά αυτό που ήρθε ήταν μια "παντόφλα" που την έσερνε ένα ρυμουλκό. Έφτασε στην όχθη του ποταμού, κατέβασε μπουκαπόρτα και σέρνοντας μισό μέτρο χώμα σταμάτησε. Το θέαμα ήταν ήδη διασκεδαστικό αλλά έγινε ξεκαρδιστικό όταν δύο τύποι βγήκαν με φτυάρια και άρχισαν να στρώνουν το χώμα στην όχθη του ποταμού για να βγουν τα οχήματα που ήταν μέσα στην "παντόφλα". Αφού έγινε η δουλειά, βγήκαν τα οχήματα και μπήκαμε εμείς. Ένα παιδί μου έκοψε εισιτήριο με το χέρι, όπως ακριβώς έκαναν οι εισπράκτορες των ΚΤΕΛ 20 χρόνια πριν και πλήρωσα 600 δηνάρια. Εννοείται ότι αν δεν είχα συνάλλαγμα δεν θα μπορούσα να ταξιδέψω. Το POS είναι επιστημονική φαντασία σε ορισμένες περιοχές! Πάρκαρα το ποδήλατο και περίμενα να φύγουμε. Είχαν περάσει 5 λεπτά και δεν είχαμε αναχωρήσει ακόμα. Ξαφνικά, σαν να με τσίμπησε σφήκα στο λαιμό τινάζομαι πάνω και αρχίζω να φωνάζω "Wait! My bag, my bag!" Είχα ξεχάσει την τσάντα στο εστιατόριο, τρέχω σαν τρελός έξω, μου την πετάει ο σερβιτόρος που είχε πάρει πρέφα την φάση, μπαίνω πάλι μέσα, λύνουμε και "άντε γεια!" Stara Palanka. Ήρθε η ώρα να περάσουμε στη Ram κάνοντας κρουαζιέρα στα νερά του Δούναβη. Μετά από αυτό ήμουν σίγουρος ότι θα τερματίσω!

Ήταν 5.15 το απόγευμα όταν πέρασα τον Δούναβη από την Stara Palanka για την Ram και είχα μπροστά μου άλλα 100 χιλιόμετρα μέχρι το Donji Milanovac. Όπως το υπολόγιζα θα έφτανα στο δωμάτιο γύρω στις 11 το βράδυ. Έστειλα λοιπόν μήνυμα στον οικοδεσπότη ότι θα αργήσω να κάνω check-in. Μου απάντησε ότι θα με περιμένει. Ο δρόμος παρά το γεγονός ότι ήταν στενός και είχε πολύ κίνηση από βαριά οχήματα (νταλίκες), ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και δεν είχε καθόλου ανηφόρες. Ήταν μία εξαιρετική διαδρομή δίπλα στο ποτάμι. Από την άλλη πλευρά του ποταμού είναι η Ρουμανία. Διέσχισα αρκετές σήραγγες, συνάντησα υπέροχες τοποθεσίες και παρά το γεγονός ότι ήμουν κουρασμένος κινούμουν με μεγάλη σχετικά ταχύτητα ώστε να φτάσω στην ώρα μου. Το ωραιότερο αξιοθέατο ήταν το Φρούριο Γκόλουμπατς.

Φρούριο Γκόλουμπατς
Στις 10 το βράδυ έφτασα κατάκοπος στο Donji Milanovac έχοντας κλείσει 15 ώρες στο δρόμο. Φτάνοντας στην οδό που αναζητούσα, συνάντησα μια ηλικιωμένη κυρία με τα δύο της εγγόνια. "Ιs this Sobe Lara?" την ρωτώ δείχνοντας με το χέρι ένα σπίτι με αυλή. Sobe στα σέρβικα σημαίνει δωμάτια. Μου έδωσε την εντύπωση ότι κατάλαβε τι την ρώτησα, σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε κάποιον κάνοντας μου νόημα να περιμένω εκεί που είμαι. Μετά από 10 λεπτά ήρθε ένας κύριος που δεν ήξερε καθόλου αγγλικά μαζί με την 12χρονη κόρη του που τα μιλούσε σχετικά καλά. Μετά από λίγο ήρθε και η μαμά. Με έβαλαν στο σπίτι, άφησα το ποδήλατο στην αυλή και ανεβήκαμε τις σκάλες για τα δωμάτια. Είχε τρία μεγάλα δωμάτια με κοινό μπάνιο. "Κοιμήσου όπου θέλεις" μου είπε με την βοήθεια της κόρης του, "όλα τα δωμάτια είναι άδεια". "Πόσα χρωστάω;" ρωτώ και μου ζήτησε το υπέρογκο ποσό των 20 ευρώ.... Αφού με κατατόπισε που πρέπει να πάω για φαγητό, έκανα μπάνιο, βγήκα, πήγα στο κέντρο του χωριού, έφαγα και στις 11.15 το βράδυ είχα ξαπλώσει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή έρχεται μήνυμα στην Βooking... "Σε περιμένω στο δωμάτιο και δεν έχεις φανεί ακόμα". "Έχω ανέβει για ύπνο, δεν ήξερα ότι θα με περίμενες μετά το φαγητό" απαντώ και αρχίζω να παραξενεύομαι ότι κάτι δεν πάει καλά γιατί και το δωμάτιο που είχα κλείσει κόστιζε 23 ευρώ και όχι 20 που έδωσα τελικά. "Σε ποια πόλη βρίσκεσαι" με ρωτάει ο τύπος στο μήνυμα. Και τότε το συνειδητοποίησα... Είχα πάει σε λάθος δωμάτια!

Πέμπτη, 4 Ιουλίου του 2024

Στις 3 Ιουλίου του 2024 ημέρα Τετάρτη και ώρα 10 το βράδυ εμπιστεύτηκα μία κυρία από το Donji Milanovac και κατέληξα να κοιμάμαι σε λάθος ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πλήρωσα 3 ευρώ λιγότερα σε σχέση με αυτό που είχα κλείσει αλλά ένιωσα και λίγο άσχημα για αυτόν που με περίμενε μέχρι τις 11.30 το βράδυ χωρίς να εμφανιστώ ποτέ (δεν με χρέωσε αν και θα μπορούσε). Ήμουν πολύ κουρασμένος και παρά την αναστάτωση από την παρανόηση που προέκυψε, κοιμήθηκα αμέσως. Είχα διανύσει 1060 χιλιόμετρα φτάνοντας στο Donji Milanovac και μου έμεναν άλλα 700 χιλιόμετρα μέχρι τον τερματισμό τα οποία έπρεπε να καλύψω σε 3 μέρες. Εκείνο το βράδυ μπορεί να κοιμήθηκα αμέσως αλλά ξύπνησα στις 4 τα ξημερώματα χωρίς να μπορώ να ξανακοιμηθώ. Αποφάσισα να μην το παλέψω άλλο, οπότε σηκώθηκα, ετοιμάστηκα και κατέβηκα στην αυλή του σπιτιού να πάρω το ποδήλατο και να αναχωρήσω. Τότε αντιμετώπισα και την πρώτη αβαρία στο ταξίδι. Ήταν ξεφούσκωτο το μπροστινό λάστιχο, οπότε έπρεπε να αλλάξω σαμπρέλα για να συνεχίσω. Παρά το γεγονός ότι ήταν 4.30 τα ξημερώματα, έβλεπα κανονικά, το σκοτάδι είχε φύγει. Επισκεύασα το ποδήλατο και στις 4.45 τα ξημερώματα αναχώρησα με προορισμό το Pirot της Σερβίας. Η συγκεκριμένη διαδρομή δεν μου επιφύλαξε κάποιο αξιοσημείωτο απρόοπτο εκτός ίσως από το γεγονός ότι συνάντησα έργα οδοποιίας σε μήκος 10 χιλιομέτρων και δεν υπήρχε άσφαλτος.


Το Pirot είναι μια μικρή πόλη 40 χιλιάδων κατοίκων κοντά στα σύνορα με την Βουλγαρία. Αρχικώς, είχα υπολογίσει το μήκος της διαδρομής στα 220 χιλιόμετρα κινούμενος παραποτάμια. Αποφάσισα να εγκαταλείψω το ποτάμι για πρώτη φορά και να κινηθώ στην ενδοχώρα της Σερβίας. Με αυτή την επιλογή θα "γλίτωνα" 40 χιλιόμετρα. Η ενδοχώρα της Σερβίας ήταν υπέροχη, καταπράσινη και ήσυχη. Σε αντίθεση με το τμήμα της χώρας που διασχίζει ο Δούναβης που έχει μεγάλη κίνηση και έντονη ζωή. Εκεί άλλωστε βρίσκονται και οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, το Νόβι Σαντ και η πρωτεύουσα το Βελιγράδι. Το γεγονός ότι ξεκίνησα 4.45 το πρωί σε συνδυασμό με το ότι "'έκοψα" δρόμο, είχε ως αποτέλεσμα να φτάσω στο Pirot στις 4 το απόγευμα. Βρήκα εύκολα το ξενοδοχείο καθώς ήταν στην είσοδο της πόλης και βολεύτηκα γρήγορα. Έκανα το μπανάκι μου, άλλαξα και βγήκα άνετος έξω, ήταν από τις λίγες φορές που είχα αρκετό χρόνο στη διάθεση μου για ξεκούραση. Ήταν μία ευκαιρία για ανασύνταξη δυνάμεων την οποία εκμεταλλεύτηκα τρώγοντας μοσχαρίσιο μπιφτέκι. Δεν το είδα το Pirot, είχα αράξει στο ξενοδοχείο και απολάμβανα το δωμάτιο, δεν είχα διάθεση για περιηγήσεις, ήμουν κουρασμένος και είχα κοιμηθεί λίγο. Η επόμενη μέρα θα περιλάμβανε διάσχιση συνόρων, κάτι που μου προκαλούσε πάντα ανησυχία. Αφενός με προβλημάτιζε η κίνηση που θα συναντούσα κατευθυνόμενος προς τα σύνορα αφετέρου θα έπρεπε να περάσω τον σχετικό έλεγχο των συνοριοφυλάκων. Έχω χρόνο να τα σκεφτώ την επομένη, ας πέσω για ύπνο τώρα που είναι ευκαιρία… Μου έχουν απομείνει δύο «διακοσάρια» μέχρι το χωριό. Καλώς εχόντων των πραγμάτων το Σάββατο το βράδυ θα με περιμένει η πεθερά μου με ένα μεγάλο πιάτο μακαρόνια με κιμά. Είναι ένα κίνητρο όσο να ‘ναι.

Παρασκευή, 5 Ιουλίου του 2024

Το μεγάλο ποδηλατικό ταξίδι από την Βιέννη μέχρι την Ελλάδα είχε αρχίσει να μπαίνει στην τελική του ευθεία. Φτάνοντας στο Pirot της Σερβίας είχα καλύψει 1250 από τα 1700 χιλιόμετρα που ήταν το συνολικό μήκος της διαδρομής. Ο επόμενος προορισμός ήταν το Μπλαγκόεβγκραντ της Βουλγαρίας μία πόλη 75 χιλιάδων κατοίκων κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Την Παρασκευή αναχώρησα στις 6 το πρωί από το Pirot για το Blagoevgrad, μία διαδρομή συνολικού μήκους 230 χιλιομέτρων. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται δύσκολα πλέον. Η διαδρομή είχε πολλά βουνά, περιλάμβανε διέλευση συνόρων και η ζέστη ήταν εντονότερη. Επίσης, είχα ήδη αρκετά χιλιόμετρα στα πόδια με ότι αυτό συνεπάγεται. Αναχώρησα πολύ πρωί από το Pirot ώστε να αποφύγω την κίνηση στα σύνορα Σερβίας-Βουλγαρίας στην περιοχή Gradine. Σοφή κίνηση, καθώς περνώντας το Ντιμίτροβγκραντ βρέθηκα εύκολα στο συνοριακό φυλάκιο παρακάμπτοντας μία μεγάλη σειρά οχημάτων που περίμεναν τον έλεγχο για να μπουν στην Βουλγαρία. Εγώ πέρασα "αέρα", χωρίς κανένα έλεγχο, με μία απλή επίδειξη του διαβατηρίου μου.

Στις 8.30 το πρωί βρισκόμουν ήδη στα βουνά της Δυτικής Βουλγαρίας. Το τοπίο είχε αλλάξει, πλέον ήμουν στην καρδιά των Βαλκανίων και δεν υπήρχαν πολλοί οικισμοί στο διάβα μου. Μόνο κάτι μικρά χωριουδάκια ελάχιστων κατοίκων. Με λίγα λόγια ήμουν σε ένα απόκοσμο μέρος, στα 1000 μέτρα υψόμετρο, χωρίς εξωτερική βοήθεια σε ένα οδόστρωμα σε κακό χάλι... Που είναι η Ουγγαρία με τα ωραία της χωριουδάκια και τους φρεσκοστρωμένους δρόμους, εδώ είναι Βαλκάνια, κάτι υλοτόμους πετύχαινα που και που, κάτι μικρά τρακτέρ, πολύ κοπριά και αρκετούς σκύλους. Η φύση, δεν λέω, ήταν υπέροχη αλλά αν πετύχαινα και κανένα μεγάλο χωριό δεν θα με χάλαγε. Στις 11 το πρωί και αφού είχα ανεβοκατέβει δύο-τρία βουνά διαπίστωσα ότι είχα αρχίσει να ξεμένω από νερό! Έπρεπε οπωσδήποτε να ανεφοδιαστώ καθώς είχα ακόμα 40 χιλιόμετρα μέχρι την πόλη Τραν η οποία είχε τα πάντα. Θα τα έβγαζα πέρα και χωρίς νερό, αλλά η ζέστη ήταν έντονη και η προσπάθεια μεγάλη. Έπρεπε να βρω μία πηγή. Πέρασα ένα χωριό αλλά δεν βρήκα ψυχή, λίγο έξω από το χωριό συνάντησα ένα σπίτι, ήταν η τελευταία μου ελπίδα, στον κήπο ήταν μία ηλικιωμένη κυρία με άσπρα μαλλιά που πότιζε τον κήπο. "Good morning!" φωνάζω, γυρίζει παραξενεμένη με ύφος "που βρέθηκε αυτός εδώ πάνω" και μου ανταποδίδει τον χαιρετισμό. Της δίνω να καταλάβει με αρκετή προσπάθεια ομολογώ, ότι χρειάζομαι νερό, της δίνω το παγούρι και το γεμίζει μέχρι πάνω με παγωμένο νερό από το ψυγείο, έρχεται και μου το δίνει με μεγάλη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο. Προσέφερε την βοήθεια της σε κάποιον, δεν θα της τυχαίνει συχνά κάτι τέτοιο, σκέφτομαι.

Στη Βουλγαρία σε υψόμετρο 1.000 μέτρων
Με το παγούρι γεμάτο παγωμένο νερό, τις ευχές της Βουλγάρας να με συνοδεύουν και την ψυχολογία ανεβασμένη καθώς για άλλη μια φορά μου πήγαν όλα κατ' ευχή, κίνησα για την πόλη Τραν. Όταν έφτασα στο Τραν είχε μεσημεριάσει, άκουσα φασαρία στο κέντρο της πόλης, κίνησα προς τα εκεί από περιέργεια και διαπίστωσα ότι υπήρχε υπαίθριο παζάρι. Ανάμεσα στους πάγκους βρήκα και μία καντίνα με "βρώμικο", έφαγα δυο κεμπάπ, ήπια τρεις πορτοκαλάδες, ξαναγέμισα τα παγούρια, φόρτισα και το κινητό, τι άλλο να ήθελα από τη ζωή μου;

Παζάρι στην πόλη Τραν

Τα τελευταία 60 χρόνια η έκταση των δασών της Βουλγαρίας έχει τριπλασιαστεί. Παντού έχει αντιπυρικές ζώνες και το μόνο πρόβλημα των Βούλγαρων είναι η παράνομη υλοτομία. Αρκετούς υλοτόμους συνάντησα και εγώ στα βουνά της Δυτικής Βουλγαρίας, αν ήταν παράνομοι ή όχι δεν το γνωρίζω. Φεύγοντας από τα καταπράσινα ψηλά βουνά, άρχισα να ποδηλατώ προς το Κιουστεντίλ. Το Κιουστεντίλ είναι πόλη στο δυτικό άκρο της Βουλγαρίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της ομώνυμης κοιλάδας, κοντά στα σύνορα με τη Σερβία. Από κεί μου έμεναν άλλα 60 χιλιόμετρα μέχρι το Μπλαγκόεβγκραντ που ήταν η επόμενη στάση για ύπνο. Στις 8 το βράδυ είχα προσεγγίσει το Μπλαγκόεβγκραντ και μπορούσα να δω τα φώτα της πόλης. Τι ωραίο θέαμα να βλέπεις τον προορισμό σου από ψηλά και να πλησιάζεις όλο και περισσότερο προς το ντουζ, το φαγητό και τον ύπνο. Όταν βρίσκεσαι στο δρόμο κουρασμένος και βρώμικος, αυτά που σου φαίνονται δεδομένα στο σπίτι σου, ξαφνικά γίνονται ζητούμενα. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν να φτάσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο Hotel Pilevski. Καθώς ποδηλατούσα έχοντας αριστερά μου τον Στρυμόνα ποταμό διαπίστωσα ότι δεν ήταν και τόσο απλό να μπω στην πόλη. Από το σημείο που βρισκόμουν ο μόνος δρόμος που οδηγούσε κατευθείαν στην πόλη ήταν η Εθνική Οδός, δρόμος απαγορευτικός για ποδήλατα. Καθώς ο πλοηγός είναι ρυθμισμένος έτσι ώστε να αποφεύγει τους αυτοκινητόδρομους και να με στέλνει σε δρόμους χαμηλής κυκλοφορίας και ταχύτητας μου έδειξε να στρίψω δεξιά παρά το γεγονός ότι η πόλη ήταν στα αριστερά μου. Παραξενεύτηκα αλλά έδειξα εμπιστοσύνη στο GPS, το οποίο με είχε φέρει μέχρι εδώ χωρίς προβλήματα.



Στρίβοντας δεξιά βρέθηκα ξαφνικά σε ένα χωματόδρομο ο οποίος όσο ποδηλατούσα γινόταν χειρότερος, ανηφορικός και με πυκνή βλάστηση. Με λίγα λόγια βρέθηκα σε ένα βουνό με ποδήλατο δρόμου, στις 8.30 το βράδυ και αντί να πλησιάζω προς την πόλη απομακρυνόμουν. Αναγκάστηκα να κατέβω από το ποδήλατο καθώς ήταν αδύνατο να ποδηλατήσω. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, εγώ περπατούσα αντί να κάνω ποδήλατο χωρίς να μπορώ να υπολογίσω πόσα χιλιόμετρα θα έκανα με τα πόδια. Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα μετά από 8 μέρες. Στο βουνό δεν υπήρχε ψυχή ζώσα ούτε για δείγμα. Περπάτησα τουλάχιστον μία ώρα και τελικά βρέθηκα σε έναν άλλο χωματόδρομο ο οποίος με οδήγησε σε ένα τσιμεντοστρωμένο δρόμο ο οποίος με οδήγησε σε ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο ο οποίος με οδήγησε σε μία παρέα νέων, οι οποίοι μου έδειξαν τον δρόμο για την πόλη! Έφτασα στο ξενοδοχείο στις 10.30 το βράδυ, στην τηλεόραση έπαιζε Γαλλία-Πορτογαλία για το euro 2024, τα παιδιά στην υποδοχή μου φέρθηκαν πολύ καλά, μου επέτρεψαν να βάλω και το ποδήλατο μέσα. "Μήπως θα θέλατε να φάτε κάτι κύριε, το μπαρ κλείνει στις 11". "Κάνω ντουζ και κατεβαίνω, ετοιμάστε μου ένα κλαμπ σάντουιτς, τρία μεγάλα νερά και μία μπίρα. Ή μάλλον δύο μπίρες!"

Σάββατο, 6 Ιουλίου του 2024

Ήταν Παρασκευή βράδυ και είχα ολοκληρώσει την δυσκολότερη ποδηλατική δοκιμασία των τελευταίων 8 ημερών. Κάλυψα 230 χιλιόμετρα στη δυτική Βουλγαρία, περνώντας από έναν απίθανο εθνικό δρυμό και μέσω της κοιλάδας του Κιουστεντιλ κατέληξα στο Μπλαγκόεβγκραντ. Η μικρή αυτή πόλη είναι χτισμένη 80 χιλιόμετρα μακριά από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ακολουθώντας τον δρόμο δίπλα στον Στρυμόνα ποταμό φτάνεις στα Κουλατα και από κει στον Προμαχώνα σε 3 ώρες με το ποδήλατο. Η δυσκολία είναι ότι ο δρόμος είναι στενός και έχει μεγάλο κυκλοφοριακό φόρτο. Επίσης, ο δικός μου προορισμός δεν ήταν ο Νομός Σερρών αλλά ο Νομός Δράμας και συγκεκριμένα το Παρανέστι. Οπότε με βόλευε να περάσω στην Ελλάδα από το συνοριακό φυλάκιο της Εξοχής και να συναντήσω το Νευροκόπι. Από κεί η διαδρομή είναι γνωστή, Προσοτσάνη - Δράμα - Παρανεστι και τέλος.


Στρυμόνας Ποταμός

Επιλέγοντας αυτή την διαδρομή θα απέφευγα την κίνηση προς Προμαχώνα αλλά όχι και την ανάβαση για το Μπάνσκο. Το γνωστό χειμερινό τουριστικό θέρετρο βρίσκεται σε υψόμετρο 1100 μέτρων. Αναχώρησα από το Μπλαγκόεβγκραντ στις 7 το πρωί και μετά από δύο ώρες ξεκίνησα την ανάβαση για το Μπάνσκο. Παρά το γεγονός ότι ήταν Ιούλιος και το χιονοδρομικό κλειστό, η κίνηση προς το Μπάνσκο ήταν μεγάλη. Η κίνηση, ο στενός δρόμος, η μεγάλη παρατεταμένη ανηφόρα και η ζέστη που άρχισε να κάνει απειλητικά την εμφάνιση της, αποτέλεσαν έναν συνδυασμό δεδομένων που με δυσκόλεψαν αφάνταστα. Σε πολλά σημεία κατέβαινα από το ποδήλατο για να περάσει ένα κόμβοι αυτοκινήτων και να μπορέσω να συνεχίσω. Σε άλλες περιπτώσεις ποδηλατούσα από την αριστερή λωρίδα για να βλέπω αυτούς που έρχονταν. Έζησα μια κόλαση εδώ που τα λέμε αλλά τουλάχιστον ήξερα ότι θα έχει σύντομο τέλος. Το μεσημεράκι είχα περάσει το Μπάνσκο (δεν μπήκα να το δω) και κατέβαινα προς τα σύνορα. Η παρατεταμένη ανηφόρα είχε δώσει την θέση της σε μια υπέροχη κατηφόρα προς το νότο. Η ανεμελιά όμως δεν κράτησε για πολύ καθώς 30 χιλιόμετρα πριν τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα έσκασε ξανά το μπροστά ελαστικό. Άραξα στην άκρη του δρόμου και ξεκίνησα την διαδικασία αντικατάστασης σαμπρέλας. Μου είχαν μείνει δύο σαμπρέλες καθώς είχα ήδη χρησιμοποιήσει μία στο Ντόνι Μιλανοβατς. Δυστυχώς η μία από τις δύο σαμπρέλες αποδείχθηκε ελαττωματική, ευτυχώς η δεύτερη ήταν εντάξει και κατάφερα να την χρησιμοποιήσω. Καβάλησα το ποδήλατο και έβαλα μπρος για τα τελευταία 30 χιλιόμετρα μέχρι τα σύνορα. Τότε συνειδητοποίησα ότι αν μου έσκαγε ξανά το λάστιχο δεν θα μπορούσα να συνεχίσω καθώς είχα ξεμείνει από σαμπρέλες. Αγχώθηκα. Θα ήταν μεγάλη ατυχία λίγο πριν φτάσω στην Ελλάδα να πάθω τέτοια ζημιά. Λίγο πριν φτάσω στα σύνορα και με το άγχος να με έχει κυριεύσει διέκρινα στα δεξιά μου ένα στύλο με ένα σιδερένιο ποδήλατο πάνω του. Ρε λες; Βρήκα ποδηλατάδικο! Σταματώ μπροστά στο μαγαζί, μπαίνω μέσα και συναντώ έναν πιτσιρικά που δεν καταλάβαινε αγγλικά. "Θέλω σαμπρέλα" του λέω " Ε, πες το στα Ελληνικά αδερφέ μου να σε καταλάβω" μου λέει, "μισό λεπτό να σου φέρω μία". Δεν ζητούσα καλύτερα ένα κιβώτιο χρυσές λίρες; Δεν πειράζει, καλή ήταν και η σαμπρέλα...

Είσοδος στο Μπάνσκο

Με την ψυχολογία στα ύψη, αφού αισθανόμουν ότι το σύμπαν είχε συνωμοτήσει να μου πάνε όλα καλά, κίνησα για τα σύνορα. Στα σύνορα μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας στην περιοχή Εξοχή, υπάρχει ένα τούνελ στη μέση του οποίου οι σημαίες των δύο χωρών κυματίζουν δίπλα-δίπλα. Την ώρα που εγώ έμπαινα στο τούνελ ένας άλλος ποδηλάτης έβγαινε και πήγαινε προς την Βουλγαρία, τον χαιρέτησα και συνέχισα προς το Ελληνικό συνοριακό φυλάκιο. Φτάνοντας στο φυλάκιο, με βλέπει ο φύλακας και μου λέει " τι έγινε φιλαράκι, σε έστειλαν πίσω;" και μας πιάνουν και τους δύο τα γέλια. Φεύγω από το φυλάκιο και συνειδητοποιώ ότι έχω πατήσει Ελληνικό έδαφος, πριν 9 μέρες βρισκόμουν στην Αυστρία και τώρα στα πάτρια εδάφη, συνεχίζω 500 μέτρα, στα δεξιά μου βρίσκεται ένα εκκλησάκι με την Ελληνική σημαία να κυματίζει, τα μάτια μου βουρκώνουν από την συγκίνηση, έχω φτάσει στη πατρίδα!

Έχω περάσει τα σύνορα και γνωρίζω ότι σε μερικά χιλιόμετρα θα συναντήσω το Κάτω Νευροκόπι (το Άνω Νευροκόπι βρίσκεται στην Βουλγαρία) τον πρώτο Ελληνικό οικισμό που θα βρω στο δρόμο μου μετά από τόσες μέρες. Το Κάτω Νευροκόπι είχε πληθυσμό 1.855 στην απογραφή του 2021. Διοικητικά ανήκει στη Περιφερειακή Ενότητα Δράμας. Μπαίνω στον οικισμό, είναι απόγευμα Σαββάτου ώρα 4.30 και ψάχνω να βρω ένα μέρος να κάτσω, από το πρωί που έφυγα από το Μπλαγκόεβγκραντ έχω κάνει ελάχιστες στάσεις. Χρειάζομαι ξεκούραση, νερό και φαγητό. Βρίσκω ένα καφενείο στην είσοδο του χωριού, αφήνω το ποδήλατο απ’ έξω και μπαίνω μέσα.


Ελληνικός μεζές στο Νευροκόπι

Η κοπέλα στο μαγαζί με κοιτάει λίγο αδιάφορα καθώς πηγαίνω μόνος μου στο ψυγείο και παίρνω δύο μεγάλα μπουκάλια νερό και μία μπίρα Βεργίνα. “Έχει κάτι φαγώσιμο;” την ρωτάω, “μόνο ψωμί, τυρί, ντομάτα και ελιές έχω πρόχειρα, αν θες μπορώ να σου βγάλω και λίγο λουκάνικο να σου βράσω και ένα αυγό”, “μια χαρά είναι αυτά, αν έχεις και μπόλικο ψωμί είμαι μια χαρά” της λέω και βγαίνω έξω να κάτσω σε τραπεζάκι. Στο καφενείο έχει μερικούς θαμώνες κυρίως τρίτης ηλικίας. Δεν μιλάει κανείς, όλοι όμως με κοιτάνε με ενδιαφέρον, ως αξιοθέατο ας πούμε. Την αμήχανη σιωπή θα σπάσει ένας συνταξιούχος του ΟΓΑ που θα μου πει να στερεώσω καλύτερα το ποδήλατο μη μου πέσει κάτω. Ένας δεύτερος έρχεται και κάθεται δίπλα μου και με ρωτάει από πού έρχομαι. “Λοιπόν, θα σας τα πω όλα, πιθανόν να σας κουράσω επειδή είναι πολλά και έχω να μιλήσω ελληνικά 10 μέρες” τους λέω και συνειδητοποιώ ότι δεν είναι μόνο ότι έχω να μιλήσω ελληνικά πολλές μέρες, γενικά έχω μιλήσει ελάχιστα όλο αυτό τον καιρό. Έχω ανάγκη από επικοινωνία, είναι τόσο μεγάλη, που μιλάω ακατάπαυστα επί 45 λεπτά. Με ακούνε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και μου κάνουν και ερωτήσεις. “Και που θα πας τώρα;” με ρωτάει ένας θαμώνας “Στο Παρανέστι πάω, πρέπει να φύγω σε λίγο γιατί είναι 80 χιλιόμετρα μακριά από εδώ” του απαντάω και υπολογίζω ότι αν φύγω εκείνη την στιγμή θα χρειαστώ το λιγότερο 4 ώρες για να φτάσω, άρα στις 9 με 10 το βράδυ. “Θα σας αποχαιρετήσω τώρα” τους λέω, “καλό δρόμο, να πας από την δεύτερη γέφυρα” μου λέει ένας , “άσε το παιδί να πάει από κει που θέλει” πετάγεται ο άλλος, γελάω και καβαλάω για τα τελευταία 80 χιλιόμετρα της διαδρομής χαιρετώντας την ομήγυρη που με παρατηρεί να απομακρύνομαι.

Έχω πιει στο Νευροκόπι ένα μεγάλο μπουκάλι νερό, μία μπίρα και έχω καταβροχθίσει τον μεζέ. Κανένα πρόβλημα δεν θα υπήρχε αλλά έχω μπροστά μου μία μεγάλη ανηφόρα μέχρι τα 900 μέτρα υψόμετρο και κάνει αφόρητη ζέστη. Μετά από μία ώρα έχω περάσει το βουνό και κατηφορίζω για την Προσοτσάνη και μετά την Δράμα. Στη Δράμα φτάνω στις 6.30 το απόγευμα και κατευθύνομαι στο αγαπημένο μου ζαχαροπλαστείο για παγωτό. Περνώντας μέσα από την πόλη, ακούω φωνές από ένα σπίτι, ξυρίζουν τον γαμπρό, σε μία ώρα θα πάει να «κρεμαστεί», οι φίλοι του έχουν πιει και φωνάζουν, ένας με βλέπει από το παράθυρο του σπιτιού να περνάω με το ποδήλατο και μου φωνάζει “που πας ρε ταλαίπωρε με το ποδήλατο….”, για σκέψου να κατέβαινα από το ποδήλατο και να του εξηγούσα. Μάλλον δεν θα καταλάβαινε και πολλά. Συνεχίζω για το ζαχαροπλαστείο, φτάνω μετά από λίγη ώρα, τρώω 5 παγωτίνια και φεύγω για το χωριό. “Στείλε μήνυμα στη μαμά σου, στις 10 το βράδυ θα είμαι σπίτι” γράφω της Βίκυς και όντως δεν έπεσα έξω.



Στρίβω για το Καπνόφυτο που είναι το σπίτι, και αμέσως μετά την στροφή μου την πέφτουν πέντε σκυλιά. Έχουν δημιουργήσει αγέλη και αυτό είναι επικίνδυνο, κατεβαίνω από το ποδήλατο για να τα προσπεράσω με τα πόδια, δεν θέλω να τα εξαγριώσω, αναγκάζομαι να τους φωνάξω για να τα φοβερίσω, τελικά περνάω χωρίς να δεχτώ επίθεση, τρόμαξα όμως πολύ, τελικά τα πιο δύσκολα χιλιόμετρα της διαδρομής ήταν στην αρχή και στο τέλος, τέλος καλό όλα καλά έφτασα στην ώρα μου, τα μακαρόνια με κιμά που είχα «παραγγείλει» είναι ακόμα ζεστά.

Από την έντυπη έκδοση του «Σαμιακού Βήματος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required