28 Οκτ 2024

Η Ιταλική Κατοχή της Σάμου - Γράφει ο Μανώλης Ι. Βοϊκλής

Με αφορμή την επέτειο του «ΟΧΙ», της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Μανώλης Ι. Βοϊκλής, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ. ε.τ., γράφει για την περίοδο της Ιταλικής Κατοχής της Σάμου με λεπτομερείς αναφορές της δύσκολης περιόδου για το νησί μας.

Όταν οι φασιστικές ορδές του Μουσολίνι κατακτήσανε τη Σάμο κουβαλήσανε στο περήφανο νησί τόσες πολλές δυνάμεις, ώστε στρατοκρατήθηκε σε βαθμό που πήρε την όψη ενός στρατοπέδου σε ώρα πολέμου. Στα πεντακόσια τόσα τετραγωνικά χιλιόμετρα της σαμιακής γης ταμπουρώθηκαν περίπου 12.000 Ιταλοί και μετατρέψανε τη Σάμο σε ισχυρή πολεμική βάση.

Δεύτερο μέτρο του Μουσολίνι ήταν η προσάρτηση της Σάμου στα Δωδεκάνησα και στο Ρωμαϊκό Ιμπέριο. Έτσι, κατά τα σχέδια των καταχτητών η ελληνική ζωή τέλειωσε στη Σάμο τον Ιούνιο του 1941.

Για να πετύχουν όμως τα σχέδια των φασιστών, έπρεπε να κατορθωθεί ο εξιταλισμός του Σαμιακού λαού. Δεν ήταν όμως δυνατόν, η Σάμος με τις λαμπρές της παραδόσεις, να υποκύψει στα σατανικά σχέδια του φασισμού. Γι’ αυτό ο τύραννος έβαλε σε εφαρμογή και σχέδια γενοκτονίας. Εφάρμοσε δηλαδή πρόγραμμα πείνας και θανατικού από την πείνα που θέρισε τον κόσμο το χειμώνα του 1941-1942.

Ακόμα ο καταχτητής κατάσχεσε μεγάλο μέρος της γεωργικής παραγωγής και απαγόρευσε κάθε εμπορική συναλλαγή με τον έξω κόσμο, κι έτσι εκεί που πρώτα ανθούσε ένα ζωηρό εμπόριο, τώρα απλώθηκε η «μαύρη αγορά». Παράλληλα, τα στρατά του φασισμού κλέβανε την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, οξύνοντας έτσι ως τα έσχατα το πρόβλημα της διατροφής.

Η τρομοκρατία, οι ξυλοδαρμοί και τα βασανιστήρια (με αποκορύφωμα τη φοβερή «Κάσα») που έβαλε ο εχθρός σε ημερήσια εφαρμογή, ενώ η προδοτική δράση των ντόπιων συνεργατών του δυνάστη, καταστήσανε φοβερά δύσκολη τη ζωή των σκλάβων. Και τότε, μέσα στη μαύρη κατοχική κόλαση, ο φασισμός οργάνωσε και τις σχολές Ντάντε, που δίδασκαν στη νεολαία την ιταλική γλώσσα και έκαναν προπαγάνδα, για να προσελκύσουν την πεινασμένη νεολαία στους άτιμους σκοπούς τους.

Ο Σαμιακός λαός δεν παραδόθηκε στη μοίρα του...

Όμως ο Σαμιακός λαός δεν παραδόθηκε στη μοίρα του κατά την κρίσιμη αυτή ώρα της εθνικής ζωής. Έχοντας κρυμμένη μέσα του την πολύτιμη κληρονομιά της καρμανιόλικης ιδεολογίας του 1821 και κρατώντας για μπούσουλα τους πρόσφατους αγώνες της Σάμου για τη λαϊκή χειραφέτηση κι ενάντια στον φασισμό του Μεταξά, πήρε στα χέρια του την υπόθεση της πάλης για τη Ζωή και τη Λευτεριά του.

Από το χειμώνα του 1941 ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας συνεχίζεται και ο λαός οργανώνεται. Αρχίζει έτσι η λαϊκή Αντίσταση κατά του κατακτητή και η πάλη για την επιβίωση. Αλλά μια άλλη «διαφώτιση» που εκπορεύται από το Βαθύ κι από το Κουσάντασι που έχει πηγή της την εξόριστη Κυβένηση του Καΐρου, παρασύρει πολλούς, ιδίως νέους από το σαμιακό λαό στο φευγιό προς τη Μ. Ανατολή. Όπου τελικά καταφεύγουν πολλές χιλιάδες νέοι, οι οποίοι εντάσσονται στις συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις και πολεμούν με όλες τους τις δυνάμεις τον Χιτλεροφασισμό.

Το φευγιό αυτό μειώνεται μόνο όταν στη Σάμο δημιουργήθηκε το αντάρτικο και οι πρώτες ομάδες του συγκροτήθηκαν το Δεκέμβρη του 1942, χωρίς άμεση και οργανωτική σύνδεση με το αντιστασιακό κίνημα της ηπειρωτικής Ελλάδας, σύντομα γίνεται η χαρά κι η ελπίδα του λαού. Ο Κέρκης κι ο Καρβούνης στα χέρια των ανταρτών εκφράζουν την ελεύθερη Πατρίδα. «Εκεί είναι η Ελλάδα» λέει ο κόσμος. Οι Ιταλοί επιχειρούν μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που διαρκούν όλη την άνοιξη του 1943. Η ύπαιθρος δοκιμάζεται σκληρά, ο λαός όμως δε λυγίζει. Και το αντάρτικο βγαίνει πιο δυναμωμένο από την αναμέτρησή του με τον εχθρό. Τον Ιούνιο του 1943 συναντιώνται επάνω στον Κέρκη Ιταλοί αντιφασίστες με το Αρχηγείο των ανταρτών. Η αντιφασιστική συνείδηση του Ιταλικού λαού, που έχει πάρει έκταση μέσα στη μεραρχία «Κούνεο», εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναστατικό. Και αποφασίζεται μεταξύ Ανταρτών και Ιταλών, στις αρχές Αυγούστου 1943 να εξεγερθεί η «Κούνεο», να αποτινάξει το φασιστικό ζυγό και σε κοινό μέτωπο με τους αντάρτες της Σάμου, να μετατραπεί το νησί σε συμμαχική βάση, σε συνεργασία με τους συμμάχους Άγγλους. Τη συνάντηση αυτή ακολούθησε μια σιωπηρή εκεχειρία, για να δοθεί ο καιρός και στα δύο μέρη να προετοιμάσουν το μεγάλο γεγονός που θα φώτιζε τον ανήσυχο, αλλά σκοτεινό ορίζοντα της Ευρώπης.

Παράλληλα από καιρό λειτουργεί μέσα στην Καστανιά μια ιδαίτερη κατασκοπευτική οργάνωση της Κυβέρνησης του Καΐρου και του Αρχηγείου Μέσης Ανατολής. Ο Καστανιώτης υπολοχαγός Μανώλης Λεκάτης μ’ έναν βοηθό του, ήρθαν από τη Μ. Ανατολή και με τον ασύρματό τους στέλνουν εκεί πληροφορίες που συγκεντρώνουν με ένα δίκτυο πρακτόρων. Αργότερα έγινε γνωστό το κρυσφύγετο του Μ. Λεκάτη κι έκτοτε υπάρχει μια σύνδεση των ανταρτών μ’ αυτόν.

Οι Ιταλοί που μαθαίνουν τα περί ασυρμάτου, μπλοκάρουν την Καστανιά, όμως ο Μ. Λεκάτης διαφεύγει και σώζεται με τη βοήθεια των ανταρτών.


Στις 25 Ιουλίου 1943 ο Ιταλός στρατηγός Μπαντόλιο ανέτρεψε τον λαομίσητο τύραννο της Ιταλίας Μουσολίνι και το φασιστικό καθεστώς του. Αλλά ο Μπαντόλιο απομακρύνοντας τον Μουσολίνι, θέλει να κρατήσει κατ’ ουσία χαρακτηριστικά στοιχεία του φασισμού. Προσπαθεί λοιπόν να παραπλανήσει τον Ιταλικό λαό και στρατό και επιδιώκει η πτώση του φασισμού να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη.

Στην περίπτωση της Σάμου ο Μπαντόλιο μ α τ α ί ω σ ε κατ’ αρχήν τα σχέδια των αντιφασιστών της μεραρχίας «Κούνεο». Πίστεψαν λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι, πως ο Μπαντόλιο θα λύσει το δράμα του ιταλικού λαού και ότι αυτοί θα αναστείλουν, πιο σωστά,  θα σταματήσουν την παραιτέρω δράση τους.

Ειδικά ως προς τη Σάμο, ο Μπαντόλιο ευθύνεται για τις φασιστικές ωμότητες που διέπραξαν οι άνθρωποί του κατά την εκστρατεία τους στον Κέρκη. Όταν υπό την Κυβέρνησή του κινητοποιήθηκε η ιταλική πολεμική μηχανή της Δωδεκανήσου και για να ρημάξει με τη φωτιά και το σίδερο τον ανυπόταχτο λαό της Σάμου παραμέρισε αμέσως τον «ύποπτο» στρατηγό Σολνταρέλλι και στη θέση του διώρισε τον φασίστα-εγκληματία υποστράτηγο Πιερόλα. Αυτός έφτασε στη Σάμο με 1.500 σκληρούς φασίστες μελανοχίτωνες με την εν λευκώ εντολή καταστροφής της αντιστασιακής Σάμου. Για να τρομοκρατήσουν δε τον λαό οι φασίστες του Πιερόλα, δηλώνουν πως θα κάψουν τον Κέρκη και τον Καρβούνη και θα εξοντώσουν τον πληθυσμό των ελεύθερων περιοχών.

Μανώλης Ι. Βοϊκλής

Η ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και η Διοίκηση των ανταρτών παρακολουθούν με προσοχή τις εχθρικές κινήσεις. Παίρνουν έκτακτα μέτρα επαγρύπνησης και ό,τι άλλο εκ των πραγμάτων είναι δυνατό. Ωστόσο ο πρωτόγονος οπλισμός που διαθέτουν οι αντάρτες (γκράδες, και παλιά ρώσικα όπλα από εκείνα που είχανε φέρει από την εκστρατεία του Νίδερ). Επίσης μετρημένα μάνλιχερ, ελάχιστα αυτόματα και σφαίρες μετρημένες μια αδυναμία αξεπέραστη. Αυτή η τρομερή έλλειψη σε όπλα και πυρομαχικά προκαθορίζει και τις δυνατότητες αντίστασης των ανταρτών κατά του πάνοπλου φασιστικού στρατού, ιδίως στα πλαίσια των ελιγμών, της σύμπτυξης, των ενεδρών και του κλεφτοπόλεμου.

Η εκστρατεία στον Κέρκη


Τη νύχτα της 28ης Αυγούστου 1943 ισχυρές εχθρικές ιταλικές δυνάμεις εξορμήσανε από το Καρλόβασι και καταλάβανε τα χωριά: Λέκκα, Καστανιά, Τσουρλαίοι, Νικολούδες και Κοσμαδαίους. Άλλες δυνάμεις από τους Ανεμόμυλους προωθήθηκαν προς το Φτερηά και το Χονδροβούνι. Τέλος από τον Μαραθόκαμπο άλλες δυνάμεις προχώρησαν αθόρυβα και καλυφτήκανε σε δασωμένη περιοχή για να κάμουν διείσδυση από τα νώτα των ανταρτών και να καταλάβουν το Μαύρο Στεφάνι.

Με το ξημέρωμα της 29ης Αυγούστου, οι πυροβολαρχίες από τους Πατινιώτες και από τα Ρύκια άρχισαν να βομβαρδίζουν το Φτεριά και το Μελεγάκι. Τα πυρά ήταν εύστοχα γιατί οι θέσεις των ανταρτών ήταν επισημασμένες. Η γη ανασκάφτηκε και τέσσερις (4) αντάρτες τραυματιστήκανε. Ταυτόχρονα με τον βομβαρδισμό άρχισαν να ανεβαίνουν αναπτυγμένοι οι φασίστες από τους Κοσμαδαίους (προς τη Λακίτσα), ενώ το Χονδροβούνι και τον Αηλιά στα Πεταλάκια, καταλαμβάνεται από εκείνους που ανέβηκαν από τους Ανεμόμυλους. Εκατοντάδες αυτόματα και πολυβόλα, άφθονοι όλμοι και το πυροβολικό «ξερνάνε» φωτιά και σίδερο απάνω στο Φτεριά και στο Μελεγάκι, όπου 120 αντάρτες με πρωτόγονα μέσα, περιμένουν τους φασίστες να πλησιάσουν τόσο, ώστε να μην πάει χαμένη ούτε μία πολύτιμη σφαίρα τους. Η επίθεση της φασιστικής μηχανής κορυφώθηκε όταν οι αντάρτες που κρατούσαν την κορυφογραμμή Φτεριά-Μελεγακιού χτύπησαν στο ψαχνό τις ομάδες κρούσης των φασιστών. Τότε η προέλαση σταμάτησε, αλλά τα εχθρικά πυρά πολλαπλασιάστηκαν. Κατά τις 7:30-8:00 η ώρα το πρωί, ο Φτεριάς και το Μελεγάκι, είχανε μεταβληθεί σε μια μαυρισμένη, καιόμενη λουρίδα γης όπου, βρέχει μολύβι κι είναι σκεπασμένη με καπνούς και κουρνιαχτό. Η συνεννόηση μεταξύ των ανταρτών είναι δύσκολη. Ο πόλεμος έχει φτάσει στο πιο φοβερό του σημείο. Τα μάτια δεν βλέπουν, τ’ αυτιά τα γεμίζει ένα παράξενο, ένα αδιάκοπο βουϊτό. Οι κανονιές, οι όλμοι, οι σφαίρες, οι διαταγές, τα ουρλιαχτά, οι βλαστήμιες των επιδρομέων, οι βρισιές και τα σφυρίγματα των ανταρτών, όλα γίνονται ένα σμάρι που θαρρείς ότι δεν είναι από ήχους, αλλά κάτι που νιώθεις να σε κουφαίνει…

Η θέση των ανταρτών όμως είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Αν, σε μια γενική έφοδο ολόκληρου συντάγματος που ανεβαίνει με τέτοια δύναμη πυρός, αναγκαστούνε να υποχωρήσουν μέσα στον Ξυνιά κι αν οι άλλες εχθρικές δυνάμεις που βγήκαν από το Μαραθόκαμπο καταλάβουν το Μαύρο Στεφάνι, τότε μοιραία θα διαλυθούν οι αντάρτες μέσα στις χαράδρες. Τότε θα είναι παιχνίδι για τον εχθρό οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του, γιατί θα κρατάει τις βουνοκορφές, θα ελέγχει τις πλαγιές και θα χτενίζει συστηματικά τα πάντα. Εκτιμώντας σωστά τον κίνδυνο, το Αρχηγείο αποφάσισε σύμπτυξη των ανταρτών προς το Μαύρο Στεφάνι κι έτσι εγκαταλείφθηκαν ο τραγουδισμένος Φτεριάς και το άγριο Μελεγάκι.

Με τη σύμπτυξη προς το Μαύρο Στεφάνι κι ενώ οι αντάρτες περνούσαν από το Φρύδι του Ξυνιά, άρχισε να βομβαρδίζει το σημείο αυτό η ιταλική πυροβολαρχία του Μαραθοκάμπου.

Κατά τις 10 η ώρα οι φασίστες ανεβήκανε στο Φτεριά και στο Μελεγάκι. Ο Ιταλός αρχηγός της εκστρατείας Πιερόλα νομίζοντας πως οι αντάρτες βρέθηκαν σε σύγχυση κατά την υποχώρησή τους, διέταξε τον καθηλωμένο λόχο, τον οποίο αναφέραμε ήδη, ν’ ανεβεί από την καλυμμένη ανατολική πλευρά του Μαύρου Στεφανιού και να χτυπήσει από τα νώτα κι αιφνιαδιαστικά. Οι αντάρτες όμως που εγκαταλείψανε το Φτεριά και το Μελεγάκι, ταμπουρώθηκαν στην «Κατοικιά» και στον «Κισσό», θέσεις οχυρές του Μαύρου Στεφανιού. Άφησαν λοιπόν τον εχθρικό λόχο να πλησιάσει ως κάτω από τον Κισσό και τότε επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά. Το εχθρικό τμήμα έπαθε πανωλεθρία. Σκοτώθηκαν πολλοί, κι οι άλλοι, τραυματίες και γέροι, γκρεμοτσακίστηκαν στην κατηφόρα. Έτσι ο Πάνω Κέρκης κρατήθηκε από τους αντάρτες, ελεύθερος για τις κινήσεις τους. Ύστερα άρχισε ένας «πόλεμος θέσεων». Οι αντάρτες από το Μαύρο Στεφάνι εμποδίζουν τους φασίστες να προχωρήσουν πέρα από τις τελευταίες θέσεις τους στο Μελεγάκι. Όλες οι προσπάθειές τους να προχωρήσουν αποτύχανε.

Την 30ή Αυγούστου οι φασίστες ανεβάζουν στο Μελεγάκι το ορειβατικό πυροβολικό τους. Και αρχίζουν ένα συνεχή βομβαρδισμό στον Πάνω Κέρκη. Έτσι το Ζάστανο, η Τούρλα, η Κουρευτάρα, τα Κοκκινονέρια, δέχονται τις οβίδες των φασιστών. Με εμπρηστικά βλήματα βάζουν φωτιά στα περίφημα «Δενδράκια» και καίνε τα ρουμάνια του Μπουγά και του Αη Γιάννη. Καταστρέφουν έτσι οι επιδρομείς ένα πλούσιο κι υπέροχο φυσικό τοπίο. Μαζί καίγονται και οι αποθήκες τροφίμων των ανταρτών, ενώ οι τραυματίες τους μεταφέρονται για ασφάλεια προς την πλευρά του Καλαμπαχτασιού.

Το επιτελείο των φασιστών παράλληλα με την κύρια επίθεση κατά του Κέρκη, που την διεξάγουν συντάγματα στρατού ενισχυμένα με τρεις πυροβολαρχίες πεδινού και μια μοίρα ορειβατικού πυροβολικού, έχει οργανώσει γύρω από τον Κέρκη με χιλιάδες στρατιώτες, μια αλυσίδα. Η αλυσίδα αυτή αποτελείται από ένα σύστημα αλληλοσυνδεομένων ενεδρών σε βάθος και σε πλάτος.

Από τον Αγριλιώνα φτάνει στον Όρμο Μαραθοκάμπου, ανεβαίνει στον Μαραθόκαμπο και ακολουθώντας τον αμαξιτό δρόμο, ως τους Αγίους Θεοδώρους. Από κει στρίβει και πιάνει τον αμαξιτό ως το Καρλόβασι. Επιπλέον όλοι οι δρόμοι, όλα τα μονοπάτια ακόμη και οι κατσικόδρομοι, έχουν ενέδρες. Στα καίρια σημεία μένουν οι διοικήσεις των λόχων, ενώ κινητοί σκοποί περιπολούν και συνδέουν τη μια ενέδρα με την άλλη. Έτσι ελπίζουν ο Πιερόλα και ο Γκαουντιόζο (επιτελάρχης της «Κούνεο») να αποτελειώσουν το έργο τους και να συντάξουν ύστερα ανακοινωθέν της ολοκληρωτικής συντριβής των ανταρτών του Κέρκη. Βέβαια η ισχυρή εχθρική πίεση στον Κέρκη, και κυρίως η πείνα, θα αναγκάσουν τους αντάρτες να κάμουν τον ελιγμό τους προς την άλλη πλευρά της Σάμου. Σε πείσμα όμως της πολεμικής τέχνης του φασισμού, οι αντάρτες έξυπνα και αποφασιστικά, θα περάσουν μέσα από τις παγίδες και θα αχρηστέψουν τη μεγάλη «φάκα» που τους έχουν στημένη οι ιταλοί φασίστες.

Οι ωμότητες των φασιστών


Το δράμα όμως της Σάμου ξετυλίγεται φοβερό, ματωμένο και άγριο πίσω από τη γραμμή της μάχης. Ξετυλίγεται στις περιοχές και τα χωριά που πατήσανε οι φασίστες. Στη Λέκκα, στους Κοσμαδαίους, στο Μαραθόκαμπο, στον Πλάτανο και κορυφώνεται στη μαρτυρική Καστανιά.

Αναφέραμε ήδη ότι η μεραρχία «Κούνεο» είχε κάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών και τον Απριλομάη 1943. Και τότε οι Ιταλοί εφαρμόσανε σκληρά μέτρα. Αποκλείσανε με μπλόκο τα χωριά, συλλάβανε και φυλακίσανε συγγενείς των ανταρτών, αναστείλανε τη διανομή της πολέντας και ρημάξανε την αγροτική παραγωγή και κάψανε αγροτικές κατοικίες και αποθήκες. Στον Πλάτανο ιδιαίτερα, κάψανε σπίτια, λεηλατήσανε νοικοκυριά, σκοτώσανε αμάχους παρά το γεγονός ότι ο στρατηγός Σολνταρέλλι, διοικητής της Μεραρχίας, ήτανε ένας καθολικός που αφιέρωνε πολλές ώρες στο προσκυνητάρι του. Ακολουθούσε το φασισμό, όμως δεν ήτανε φασίστας πορωμένος. Δεν είχε ισχυρή θέληση και τον κουμαντάριζε ο επιτελάρχης του, ο φασίστας Γκαουντιόζο. Η αντιφασιστική κινηση των αξιωματικών της μεραρχίας του, τον επηρέασε και τελικά δέχτηκε να συνεργαστεί με τον Μπόττο κι ενέκρινε τη συνεννόηση με τους Αντάρτες και τις διαπραγματεύσεις με τους Εγγλέζους. Γι’ αυτό το λόγο η φασιστική ηγεσία τον παραμέρισε κι έφερε στη Σάμο τον Πιερόλα, που ήτανε φανατικός φασίστας και αδίσταχτος εγκληματίας. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι οι σκλάβοι έχουν δικαιώματα και μπορούν να ξεσηκώνονται κατά των μισητών τυράννων τους. Θαύμαζε τον χιτλεροφασιστικό τρόπο εξόντωσης των λαών, που αντιδρούσαν. Στη Σάμο ήτανε γραφτό να εφαρμόσει ο εγκληματίας αυτός τη θηριώδη τακτική των Αρχηγών του. Αν ο Σολνταρέλλι ήτανε αποφασιστικός κι αν οι αντιφασίστες αξιωματικοί της «Κούνεο» είχαν αρχηγό έναν δυναμικώτερο από τον λιμενάρχη Μπόττο, θα μπορούσαν να αποτραπούν τα εγκλήματα του Κέρκη. Σε ώρες που ωρίμαζαν αποφασιστικές εξελίξεις μέσα στην ως χθες φασιστική Ιταλία, κι ενώ ο Μπαντόλιο διαπραγματευόταν με τους Εγγλέζους, όρους ανακωχής και όρους προσχώρησης στο συμμαχικό αγώνα, στη Σάμο ο Σολνταρέλλι κι οι αντιφασίστες Ιταλοί αξιωματικοί δεν τόλμησαν να πούνε στον Πιερόλα: «Κάτω τα χέρια από τους Έλληνες πατριώτες…Μην ατιμάζεις την Ιταλική παράδοση, εφόσον καμμιά πολεμική ανάγκη δεν σου υπαγορεύει να πάρεις μέτρα τρόμου και φρίκης…». Οι αντιφασίστες αξιωματικοί σώπασαν κι ο Σολνταρέλλι σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος παρέδωσε τη Σάμο στην εγκληματική σπείρα των Πιερόλα, Γκαουντιόζο, Ούγκαρο και των άλλων ομοίων τους.

Έτσι στις 28 Αυγούστου ξεκινώντας οι φασίστες τις επιχειρήσεις τους για τον Κέρκη, συλλάβανε ορισμένα στελέχη και κοινωνικούς παράγοντες του Καρλοβάσου και τους κουβάλησαν μαζί τους στη Λέκκα. Τους κράτησαν ομήρους, έτοιμοι να τους εκτελέσουν ανά πάσα στιγμή. (Ήταν οι Γατροί Καλημέρηδες, ο Αριστ. Σιδηρουργός, ο Μ. Βλιάμος κ.άλ.). Στο Καρλόβασι απλώθηκε τρομοκρατία και πολλοί κρύφτηκαν στα πιο απίθανα μέρη.

Στις 29 Αυγούστου την αυγή, τα χωριά του Κέρκη: Λέκκα, Καστανιά, Κοσμαδαίοι κι ο Μαραθόκαμπος αποκλείστηκαν με στενά μπλόκα από τους φασίστες. Κάθε έξοδος από αυτά απαγορεύθηκε με ποινή θανάτου. Ισχυρές εχθρικές δυνάμεις άρχισαν το χτένισμα όλης της μεγάλης αυτής περιοχής που περιβάλλει τα παραπάνω χωριά. Τα δάση, τα αγροτόσπιτα, τα μαντριά, τα καλύβια καιγόντουσαν από ειδικά συνεργεία κι οι άνθρωποι, όσοι έτυχε να βρεθούνε έξω από τα χωριά τους για μια οποισδήποτε αγροτική ή άλλη δουλειά βρήκαν το θάνατο από τους καννίβαλους του φασισμού.

Τα πρώτα θύματα της μανίας τους ήτανε η οικογένεια του Σταμάτιου Σαρρή που έτυχε να μένει στο αγρόκτημά της, έξω από την Καστανιά. Οι δολοφόνοι σκότωσαν μέσα στο καλύβι τους τον γέρο Σταμάτη (64 χρονών), τη γυναίκα του Άννα (62 χρονών) και τον γιό τους Νικόλα (31 χρονών)! Λίγο πέρα από το κτήμα του Σαρρή οι στυγεροί κακούργοι πιάσανε τη Γεωργία Ν. Σπανού (42 χρονών) και αφού τη βιάσανε, την τραυματίσανε βαρειά και την αφήσανε να πεθάνει αβοήθητη μέσα στα χωράφια!

Ερευνώντας ανατολικά την περιφέρεια «Βαθύ Ρέμμα» βρήκανε μέσα στην αγροικία του Αλ. Κονδύλη τον Χρυσόστομο Θάνο (35 χρονών) από τον Μαραθόκαμπο. Τον μεταφέρανε στον Αηλιά τα Πεταλάκια και τον υποβάλανε σε φρικτά βασανιστήρια από τα οποία και υπέκυψε.

Στην θέση «Κρύα Βρύση» της περιοχής Πλατάνας σκότωσανε χωρίς καμμιά διαδικασία τους Μαραθοκαμπίτες καρβουνιάρηδες Αλέξη Σκρίνο (56 χρονών) και τον γιό του Γιάννη (26 χρονών).

Πιο κάτω, στο δάσος σκότωσαν τον τσοπάνη Πέτρο Βαλή (78 χρονών) από την Καστανιά, άρπαξαν το κοπάδι του (185 γίδες) και τις φάγανε ή τις πουλήσανε.

Στην περιφέρεια της Λακίτσας σκότωσαν τον τσοπάνη Δημ. Φωτίου (68 χρονών) από τους Κοσμαδαίους, πήραν το κοπάδι του και έφαγαν ή πούλησαν τα ζώα του.

Άλλο τμήμα τους που εξερευνούσε το δάσος του Αη Γιαννιού πυροβόλησε από απόσταση τον Γεώργιο Σεβαστό (45 χρονών) από την Καστανιά. Η σφαίρα τον τραυμάτισε βαριά και του έσπασε το πόδι. Ο τραυματίας ωστόσο ξέφυγε και πρόλαβε να κρυφτεί στο μοναστήρι της Παναγίας στη θέση «Κακοπέρατο», όπου ηγουμένη ήταν μια εξαιρετική αγωνίστρια η καλόγρια «Συγκλητική». Σε λίγο όμως έφτασαν κι εκεί οι ιταλοί φονιάδες, πήραν τον τραυματία από τις καλόγρηες, και τον ρίξανε στη φωτιά του καιόμενου δάσους!

Από την άλλη πλευρά στη θέση «Καμαρίτσα» της περιφέρειας Μαραθοκάμπου, άλλοι ιταλοί φονιάδες σκότωσαν τον Γιάννη Ευσταθίου (30 χρονών).

Επίσης έξω από το Μαραθόκαμπο και από ένα ιταλικό φυλάκιο του μπλόκου πυροβόλησαν και σκότωσαν τον νεαρό Μαραθοκαμπίτη Εμμ. Σμαρδά (20 χρονών) που έτυχε να περάσει από εκεί.

Αυτά τα κακουργήματα τα διαπράξανε οι ορδές των φασιστών στην περιοχή του Κέρκη την πρώτη μέρα της εξόρμησής τους, κατά άοπλων και άμαχων ανθρώπων της υπαίθρου. Στυγνοί, και πορωμένοι από το φασιστικό κήρυγμα, εκτελεστικά όργανα διεστραμμένων κι εγκληματιών αρχηγίσκων, αυτοί οι φασίστες στρατηγοί και καραμπινιέροι; Σε τί τους πειράξανε τα αθώα αυτά θύματα; Ποια αντιδικία είχανε με τους τυραγνισμένους αυτούς καλλιεργητές της γης, τους τσοπάνηδες και τους βασανισμένους καρβουνιάρηδες; Τούτο το φασιστικό όργιο σε βάρος του λαού βρίσκει εξήγηση μονάχα όταν θυμηθούμε τα λόγια του Γκαίμπελς, που έλεγε στους Ναζί: «Θέλω να δω στα μάτια των νεολαίων μας, να λάμπει η σπίθα του κτήνους…».

Και τώρα ας ανασύρουμε τη σκηνή του δράματος των μπλοκαρισμένων χωριών. Οι Καστανιώτες, οι Λεκκάτες, οι Κοσμαδιώτες και οι Μαραθοκαμπίτες κρατάνε την ανάσα τους. Ζούνε σε φοβερή αγωνία, καθώς βρίσκονται αιχμάλωτοι στα χέρια αυτών των ανθρωπόμορφων θεριών. Ο Πιερόλα διατάζει από τη Λέκκα. Ο Ούγκαρο, με τη φαρμακερή ματιά, βρίσκεται στην Καστανιά. Ο Διοικητής της Καραμπινιερίας του Καρλοβάσου με τα τσιράκια του και με εκείνον τον Σίμο τον διερμηνέα που κρατάει τα νήματα της σύνδεσης με τους προδότες των χωριών, όλοι τους βρίσκονται στην Καστανιά. Ο μπλόκος, σαν τη νύχτα, σκεπάζει τις προδοτικές συνεργασίες ντόπιων με τους φασίστες επιδρομείς. Την 29η Αυγούστου αυτές οι συνεργασίες στην Καστανιά και στους Κοσμαδαίους, καθορίζουν εκείνους που θα είναι τα αυριανά θύματα.

Κι όταν ξημερώνει η 30ή Αυγούστου 1943 στην Καστανιά πριν ακόμα ο αυγουστιάτικος ήλιος φωτίσει το γλυκό αυτό και όμορφο χωριό, ακούγεται ο τοπικός κήρυκας (ντελάλης) που διαλαλεί «…Κατά διαταγή των Ιταλών να παρουσιαστούν αμέσως στην πλατεία του χωριού όλοι οι κάτοικοι, άντρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά ακόμα και τα νήπια. Τα σπίτια να μείνουν ανοιχτά. Όποιος δεν συμμορφωθεί με τη διαταγή θα τουφεκίζεται επί τόπου…».

Σε λίγο, η πλατεία του χωριού γέμισε κόσμο. Τότε ο αντισυνταγματάρχης Μάριο Ούγκαρο διέταξε να χωριστεί ο κόσμος στα δύο. Έτσι από τη μια μεριά ξεχώρισαν τις γυναίκες και τα παιδιά κι από την άλλη, τους άντρες. Ύστερα, με πρόσκληση του διερμηνέα, καραμπινιέρου Σίμου, κάθε άντρας προχωρούσε, παρουσιαζόταν μπροστά σε μια Επιτροπή αξιωματικών με επικεφαλής τον Ούγκαρο και εκεί δήλωνε την ταυτότητά του. Ο Ούγκαρο κοίταζε τον κατάλογο, που κρατούσε στα χέρια του. Αυτός ο κατάλογος όμως ήτανε των προγραμμένων της Καστανιάς και είχε συνταχθεί με βάση τις πληροφορίες των χωριανών πρακτόρων του εχθρού.

Στο τέλος 17 ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ που ήτανε γραμμένα στο μαύρο πίνακα, απομονώθηκαν από τους άλλους άντρες. Τότε ο Ούγκαρο κάλεσε τον Πρόεδρο του χωριού Δημήτρη Παππά και του δήλωσε πως αν αυτοί οι 17 που ήτανε αντάρτες όπως τους χαρακτηρίζει δεν παραδώσουν σε πέντε λεπτά τον οπλισμό τους, θα τουφεκιστούν!

Ο Πρόεδρος ανακοίνωσε στον κόσμο τη διαταγή του αρχιφασίστα. Όλοι οι Καστανιώτες με μια φωνή αποκρίθηκαν πως οι κατηγορούμενοι είναι αθώοι οι καλύτεροι άνθρωποι του χωριού και δεν έχουν όπλα…Βέβαια αυτή η ομαδική υποστήριξη προς τους μελλοθάνατους δεν επρόκειτο να συγκινήσει τον Ούγκαρο και το Επιτελείο του. Διέταξε λοιπόν τους καραμπινιέρους να πάρουν από εκεί τους 17 με βάση τον κατάλογο που είχε στα χέρια του. Και οι καραμπινιέροι τους βάλανε στη σειρά ανά δύο και με προτεταμμένα τα όπλα, τους μεταφέρανε 50 μέτρα περίπου πιο κάτω από το χωριό Καστανιά και τους στριμώξανε μέσα σ’ ένα κήπο με το πρόσωπό τους στραμμένο προς την απότομη ψηλή πλευρά του (αγιάρι). Και εκεί τους δολοφόνησαν μαζικά, με ριπές πολυβόλων. Ύστερα αφού τους έδωσαν τη χαριστική βολή, τους χτύπησαν δυνατά στο κεφάλι με τους υποκοπάνους των όπλων τους, θρυμματίσανε τα κρανία και τα μυαλά των Μαρτύρων σκορπίστηκαν στο χώμα!

Οι μάρτυρες αυτοί είναι οι εξής:

1) Αθανασίου Σταμάτιος του Ι. 23 χρονών

2) Βουλής Νικόλαος 33 χρονών

3) Βουλής Δημήτριος του Π. 33 χρονών

4) Ηλίας Ηλία του Κ. 37 χρονών

5) Ηλίας Εμμ. του Κ. 41 χρονών

6) Καζάκος Αλεξ. του Χ. 33 χρονών

7) Κωστάκης Κωνστ. 40 χρονών

8) Καζάκος Δημ. του Χ. 36 χρονών

9) Καραγιάννης Σταμ. του Γ. 23 χρονών

10) Κλουκιώτης Πέτρος 18 χρονών

11) Λεκάτης Σταμ. του Π. 41 χρονών

12) Μαρμαράς Κωνστ. του Θ. 27 χρονών

13) Πέτρου Γεώργιος του Σ. 45 χρονών

14) Τσακαλάκης Σταμάτ. του Κ. 19 χρονών

15) Τριανταφύλλου Γεώργ. του Π. 18 χρονών

16) Χατζηδημητρίου Αντώνιος 37 χρονών

17) Χατζηδημητρίου Κώστας του Ι. 15 χρονών

Μέσα στο χωριό οι ώρες κυλούσαν βαρειές. Η ανησυχία βασάνιζε τους συγγενείς των θυμάτων. Είχανε δει την κουστωδία που οδήγησε τους πατριώτες από ένα στενό δρόμο προς τη Λέκκα και το Καρλόβασι, αλλά ενώ κοίταζαν δεν τους είδαν να συνεχίζουν. Πού τους πήγαν οι κακούργοι; …Μια γυναίκα, η σύζυγός του Νικόλα Βουλή δεν βάσταξε άλλο. Ψύχραιμη κι αποφασιστική, έσπασε τον μπλόκο των στρατιωτών και ξεχύθηκε στον ίδιο δρόμο, ψάχνοντας και φωνάζοντας. Και δεν άργησε να τους βρει!...Νεκροί, με πρόσωπα παραμορφωμένα, πλέοντας στο αίμα τους, κοίτονταν στον κήπο, τα 17 παλληκάρια, ο ανθός της Καστανιάς. Τρελλή από τον πόνο η Ελένη Βουλή επιστρέφει στο χωριό και διαλαλεί το μαύρο μαντάτο…Οι συγγενείς των σκοτωμένων παλληκαριών κλαίνε, μοιρολογούν και καταριώνται τους φονιάδες. Μετά το μεσημέρι, οι Ιταλοί δίνουν διαταγή να ταφούν οι νεκροί. Μια ομάδα συγχωριανών μετέφερε τους εκτελεσμένους από τον τόπο της Θυσίας σε νεκροταφείο της Καστανιάς, όπου «ετάφησαν εν μέσω θρήνων, κλαυθμών, όλων των κατοίκων της Κοινότητας, περιστοιχούμενων από στρατό με προτεταμένα όπλα», όπως αναφέρει στη σχετική έκθεσή του περί των ωμοτήτων των ιταλών φασιστών ο Δημήτρης Τριανταφύλλου στην από 25.11.1943 προς τον Γενικό Διοικητή της Σάμου, Μητροπολίτη Ειρηναίο, αναφορά του μετά την απελευθέρωση από τους Ιταλούς και Γερμανούς.

Κατά τον ίδιο τρόπο και στους Κοσμαδαίους την ίδια ημέρα, οι ιταλοί φασίστες κρατώντας στο χέρι τον κατάλογο των προγραμμένων πατριωτών, ξεχώρισαν ανάμεσα στους μπλοκαρισμένους κατοίκους του χωριού δύο αγόρια του παπα-Δημήτρη Τριανταφύλλου, τον Φώτη και τον Κώστα, τον Γιώργιο Μιχάλα και τον γυιό του Μανώλη, τον Κώστα Μαρνέζο και τα αδέλφια Χριστόδουλο και Γιάννη Γαλάνη. Θέλοντας δε να παρουσιάσουν στον κόσμο και στον Ιταλικό στρατό τις στρατιωτικές δήθεν επιτυχίες τους πως αιχμαλώτισαν αντάρτες, έντυσαν τα μελλοθάνατα αυτά παληκάρια των Κοσμαδαίων με παληά ελληνικά χακί ρούχα και αφού τους φόρτωσαν τσουβάλια γεμάτα όσπρια, τους κατέβασαν από τους Κοσμαδαίους στην Καστανιά. Εκεί πήρανε διαταγή από τον Ούγκαρο και φορτώνοντάς τους πάλι τα τσουβάλια, τους ανεβάσανε στο Μελεγάκι και εκεί εκτέλεσαν τους 5 πρώτους. Φαίνεται πως κάποιος από τους ντόπιους πράκτορες μεσολάβησε στον Ούγκαρο κι έτσι χαρίστηκε η ζωή στους αδελφούς Γαλάνη.

Στη Λέκκα οι φασίστες ξεχώρισαν ανάμεσα από τους χωριανούς που με διαταγή τους συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του σχολείου τον νεολαίο και σύνδεσμο των ανταρτών Νικόλαο Βονδικάκη τον οποίο απομόνωσαν για εκτέλεση. Και επειδή διαμαρτυρήθηκε για τα φασιστικά αίσχη, χτυπήθηκε από ένα καραμπινιέρο. Τότε ο γενναίος αυτός Λεκκάτης επιτέθηκε στον καραμπινιέρο και τον δάγκωσε στο μάγουλο και στο λαιμό!... Αμέσως το εκτελεστικό απόσπασμα τον έσυρε λίγο πιο πέρα και τον τουφέκισαν μαζί με τον καστανιώτη Χατζηϊωάννου Ιωάννη και τους σκότωσαν!...

Στη Λέκκα οι φασίστες δεν κρατούσαν κατάλογο προγραφών. Φαίνεται πως δεν βρήκαν εδώ πρόθυμους συνεργάτες για να τους υποδείξουν τους πατριώτες αγωνιστές.

Κατά τον διαχωρισμό των ανδρών της Λέκκας ανακάλυψαν και τον Καστανιώτη αντάρτη Χατζηϊωάννου Ιωάννη και τον εκτελέσανε χωρίς διαδικασία. Επίσης εκτελέσανε τους Καστανιώτες πατριώτες Κόχυλα Δημ. και Γαλαθρή Γεώργιο, που είχανε πάει στο πανηγύρι του Αη-Γιαννιού της Λέκκας, το απόγευμα της 27 Αυγούστου και με το μπλόκο αποκλειστήκανε εκεί.

Στο Μαραθόκαμπο που ήτανε κατεχόμενο μέρος, με τον ερχομό των φασιστών για την εκστρατεία του Κέρκη, ξαπολύθηκε άγρια τρομοκρατία. Η καραμπινιερία έπιασε και έκλεισε σε απομόνωση εβδομήντα (70) πατριώτες του Μαραθοκάμπου. Ευτυχώς όμως δεν επακολούθησαν εκτελέσεις. Ίσως γιατί δεν ήταν επί τόπου ο Πιερόλα κι ο Ούγκαρο. Πάντως η σκιά του θανάτου απλώθηκε βαρειά πάνω από τη γενέτειρα του θρυλικού ήρωα καπετάν Σταμάτη Γεωργιάδη.

Στις 4 Σεπτεμβρίου 1943 οι φασίστες εκτελέσανε μέσα στο νεκροταφείο του Μαραθοκάμπου τους αντάρτες Κυριάκο Σαμιώτη από την Καστανιά κι Ευάγγελο Μιτζάλη από το Καρλόβασι, που τους πιάσανε κατά τη μάχη που έγινε τη νύχτα στις 3 Σεπτεμβρίου 1943, όταν οι αντάρτες του Κέρκη, σπάζοντας την εχθρική αλυσίδα των ενεδρών, μεταξύ Μαραθοκάμπου και Όρμου Μαραθοκάμπου στη θέση Αγριλιώνας, περάσανε στον Καρβούνη….

Αυτές τις ωμότητες και τα εγκλήματα διαπράξανε οι φασίστες επιδρομείς στην περιοχή του Κέρκη από τις 29 Αυγούστου μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου 1943. Οι φριχτές δολοφονίες αμάχων, το ξεκλήρισμα οικογενειών, τα φοβερά μαρτύρια, στα οποία υποβάλανε τα θύματα, οι ομαδικές εκτελέσεις προγραμμένων πατριωτών, όλα αυτά τα κακουργήματα συνιστούν πολεμικά εγκλήματα για τα οποία έπρεπε να λογοδοτήσουν οι εμπνευστές και οι καθοδηγητές μαζί με τ’ αποκτηνωμένα εκτελεστικά όργανά τους. Όμως ο Πιερόλα, ο Ούγκαρο, ο Γκαουντιόζο, ο Τρόττυ, ο Λαμπέρτι κι η παρέα τους, γλυτώσανε από την τσιμπίδα της Δικαιοσύνης. Γιατί μεταπολεμικά στην Ελλάδα καταδιώχθηκε η Εθνική Αντίσταση, κυριαρχήσανε οι σκοτεινές δυνάμεις και απαλλάχθηκε ο δοσιλογισμός. Ο λαός μας στερήθηκε το δικαίωμα να εγκαλέσει τους κακούργους και να επιβάλει την τιμωρία που άξιζε στους ματωβαμένους φονιάδες των παιδιών του…

Αλλά οι 40 και πλέον μάρτυρες και ήρωες της Καστανιάς, των Κοσμαδαίων, της Λέκκας και του Μαραθοκάμπου κλπ επιμένουν να γυρεύουν από τους ιερούς τάφους τη δικαίωση της Θυσίας τους…Και η απαίτησή τους αυτή που είναι κοινή με των χιλιάδων ηρώων και μαρτύρων του εθνικού έπους της Εθνικής Αντίστασης κάθε μέρα που περνάει γίνεται πιο επίμονη και αντηχεί στην Ελληνική ατμόσφαιρα.

Τη νύχτα της 28ης Αυγούστου 1943 ισχυρές ιταλικές δυνάμεις εξορμήσανε από το Καρλόβασι και καταλάβανε τα χωριά: Λέκκα, Καστανιά, Τσουρλαίοι, Νικολούδες και Κοσμαδαίους. Άλλες δυνάμεις ιταλών από τους Ανεμόμυλους προωθήθηκαν προς το Φτερηά και το Χοντροβούνι, ενώ από τον Μαραθόκαμπο άλλες δυνάμεις προχωρήσανε αθόρυβα και καλύφτηκαν σε δασωμένη περιοχή για να κάνουν διείσδυση από τα νώτα των ανταρτών και να καταλάβουν το Μαύρο Στεφάνι.

Το ξημέρωμα της 29ης Αυγούστου, οι πυροβολαρχίες από Πατινιώτες και τα Ρύκια άρχισαν να βομβαρδίζουν το Φτερηά και το Μελεγάκι. Η γη ανασκάφτηκε και τέσσερις (4) αντάρτες τραυματίστηκαν. Ταυτόχρονα με τον βομβαρδισμό άρχισαν ν’ ανεβαίνουν οι ιταλοί φασίστες από τους Κοσμαδαίους προς τη Λακίτσα και από την Καστανιά προς την Πλατάνα, το Χοντροβούνι και τον Αηλιά στα Πεταλάκια, καταλαμβάνονται από εκείνους που ανέβηκαν από τους Ανεμόμυλους. Εκατοντάδες αυτόματα και πολυβόλα, άφθονοι όλμοι και το πυροβολικό, ξερνάνε τη φωτιά και το σίδερο στο Φτεριά και στο Μελεγάκι, όπου 120 αντάρτες με πρωτόγονο οπλισμό, περιμένουν τους φασίστες να πλησιάσουν τόσο κοντά, ώστε να μην πάει χαμένη ούτε μια πολύτιμη σφαίρα τους. Η επίθεση των φασιστών κορυφώθηκε όταν οι αντάρτες που κρατούσαν την κορυφογραμμή Φτεριά-Μελεγακιού χτύπησαν στο ψαχνό τις ομάδες κρούσης των φασιστών. Τότε η προέλαση σταμάτησε. Κατά τις 7-8 η ώρα ο πρωί, ο Φτεριάς και το Μελεγάκι, είχανε μεταβληθεί σε μια μαυρισμένη, καιόμενη γη.

Εκείνα τα γεγονότα έχουν άλλωστε και ιστορικά καταγραφεί. Εκείνες βέβαια τις ημέρες που γίνονταν αυτές οι εκτελέσεις των πατριωτών, εμείς είχαμε πάει οικογενειακά στο γειτονικό χωριό τη Λέκκα που γιόρταζε ο ιερός ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστή. Εκεί διαμέναμε στο σπίτι της γιαγιάς Ειρήνης, μητέρας του πατέρα μου. Είχαμε λοιπόν αποκλειστεί εκεί από το μπλόκο των Ιταλών.

Τα γεγονότα αυτά που έχουν άλλωστε και ιστορικά καταγραφεί τα έζησα όταν ήμουν επτά (7) ετών. Παρακολούθησα μάλιστα από το μπαλκόνι και από μεγάλη απόσταση κρυμένος πίσω από γλάστρες με φυτά, την εκτέλεση από τους Ιταλούς των δύο ανδρών (Χατζηϊωάννου Ιωάννη και Βονδικάκη Νικόλαο). Όταν έληξε το μπλόκο και γυρίσαμε στην Καστανιά έζησα την τραγικώτερη κατάσταση της ζωής μου. Παντού κλάματα, θρήνοι και στεναγμοί, που ως σήμερα με συγκλονίζουν. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες και δύο στενοί συγγενείς, πρώτα ξαδέλφια της μητέρας μου. Οι Σταμάτης Καραγιάννης και ο Κωσταντής Μαρμαράς, με τους οποίους είχα στενή προσωπική σχέση. Ο πρώτος, ο θείος Σταμάτης, με είχε μάθει να γράφω και να διαβάζω απλές λέξεις πριν πάω στο σχολείο και γι’ αυτό η δασκάλα που είχε τις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου του χωριού, με δέχθηκε να φοιτήσω ως ακροατής της πρώτης τάξης πριν την κανονική εγγραφή μου και ο δεύτερος, ο θείος Κωσταντής, μου έφερνε κάθε χρόνο δώρα, διάφορα φρούτα, διάφορα ωραία λουλούδια και κάθε χρονιά δύο περδικόπουλα που τα φρόντιζα και τα μεγάλωνα σ’ ένα μεγάλο κλουβί που μου είχε φτιάξει και τα έτρεφα με κατάλληλες τροφές (ακρίδες, σκουληκάκια, φρέσκους ή ξερούς σπόρους οσπρίων, όπως αρακά, φασολιών, σιταριού και άλλων σιτηρών).

Επιστρέψαμε στο χωριό μας την Καστανιά ύστερα από τρεις ημέρες όταν ακούστηκε και επιβεβιώθηκε πως το μπλόκο τέλειωσε. Ο θρήνος, τα κλάματα και οι κατάρες για τους δολοφόνους Ιταλούς και εκείνους που τους έδωσαν τον προδοτικό κατάλογο, με τον οποίο τους ξεχώρισαν και τους πήγαν για εκτέλεση. Όλοι είχαν στενούς αγαπητούς συγγενείς και αγαπητούς φίλους που χάθηκαν τόσο άδικα και απρόοπτα.

Είναι λοιπόν οφειλόμενος κατά νόμον ο χαρακτηρισμός του χωριού Καστανιά Σάμου (Ν.2503/1997 άρθρο 18 παρ. 5, ΦΕΚ 107/Α/30.05.1997) ως «Μαρτυρικό Χωριό».

Μανώλης Ι. Βοϊκλής

Από την έντυπη έκδοση του «Σαμιακού Βήματος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required