20 Αυγ 2024

Το νησί που επιζεί στ' αμπέλια και τους ταρσανάδες

Αρχικά, ήταν η πρώτη μπουκιά της ντοματοσαλάτας που μας διακτίνισε στα παιδικά μας καλοκαίρια. Με ζαρζαβάτια κομμένα μόλις από το μποστάνι και γεύση τόσο δυσεύρετη πια όσο τα καρό τραπεζομάντιλα και η παχιά σκιά κάτω από την κληματαριά με θέα το πέλαγος. Yστερα, ήταν η ίδια η κυρά Ελευθερία, η ιδιοκτήτρια της ταβέρνας «Ομόνοια» στους Δρακαίους, σ’ ένα από τα πιο απομακρυσμένα χωριά της Δυτικής Σάμου

Όταν της είπαμε να μη μας φέρει μεσημεριάτικα τσίπουρο γιατί είχαμε δρόμο για την επιστροφή, μας είπε: «Βρε γι’ αυτό στεναχωριέστε; Κρεβάτια έχουμε! Θα σας στρώσω εγώ φρέσκα σεντόνια να κοιμηθείτε και όταν ξυπνήσετε με το καλό, φεύγετε». Πελάτες ήμασταν, μόλις είχαμε κάτσει στο τραπέζι αλλά μας φερόταν σαν θεία που έβλεπε τα ανίψια της ύστερα από καιρό. Υπήρχαν και άλλες τρυφερές στιγμές στο νησί, βγαλμένες από άλλη εποχή. Στο δημοφιλέστατο θέρετρο της Ψιλής Aμμου το σούρουπο, αφού είχαν φύγει οι ορδές των τουριστών και η παραλία είχε γαληνέψει, μια συντροφιά από ηλικιωμένες γυναίκες με κλαρωτές ρόμπες κάθισε στα βράχια. Λες και βλέπαμε μια αρχέγονη χορογραφία, μπήκαν μια μια τελετουργικά μέχρι τα γόνατα στο νερό για να δροσιστούν. Φευγαλέα πέρασε μπροστά μας η παραθεριστική Ελλάδα του 1980.

Ο τελευταίος των Μοϊκανών, καραβομαραγκός Βαγγέλης Μανωλιάδης στον ταρσανά του στον Άγιο Ισίδωρο. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Βέβαια δεν είναι έτσι όλη η Σάμος. Δέσμια ενός διπολικού διχασμού μοιράζεται ανάμεσα στη σχετική αθωότητα και την τουριστική ανάπτυξη: Tσάρτερ κατεβαίνουν κάθε τόσο στο αεροδρόμιο, η παραλιακή του Βαθέος το βράδυ δονείται από live κακοφωνίες ελληνικών σουξέ μπλεγμένων με τα μπιτ του dj σε όμορο μπαρ. Το Πυθαγόρειο σφύζει από ξένους, οι οργανωμένες παραλίες τιγκάρουν, αλλά ένα μεγάλο μέρος του νησιού κρατάει την πολύτιμη και αυθεντική ψυχή του. Στη μέση αυτής της διελκυστίνδας οι ίδιοι οι Σαμιώτες που κοιτάζουν με το ένα μάτι στο παρελθόν και με το άλλο στο μέλλον, υπομένοντας τις πρόσφατες κακουχίες: οικονομική κρίση, μεταναστευτικό, σεισμός το 2020, που έχουν αφήσει ανοιχτές πληγές. Oλα αυτά, στο θάμβος μιας οργιώδους φύσης σε κάμπους, ακτές και όρη. Eνας τόπος πυκνός και πολυδιάστατος, στην κόψη των συνόρων, που δεν σε αφήνει να βγάλεις εύκολα συμπεράσματα.


Το ξενοδοχείο Casa Cook κοντά στο αεροδρόμιο αποπνέει μινιμαλιστική πολυτέλεια, εκεί καταλύουν οι πιο ευκατάστατοι ταξιδιώτες της Σάμου. «Eχει μαροκάνικο ύφος στη διακόσμηση. Αλλά και εγώ από την Αφρική “κατάγομαι”», μας ξαφνιάζει ο Μάνος Βαλής, ο πρόεδρος των ξενοδόχων και μεγαλύτερος «παίκτης» στο πεδίο αυτό. «Οι Σαμιώτες γονείς μου με ρίζα από τη Σμύρνη πήγαν στο Ζαΐρ όπου είχαμε συγγενείς και έκαναν εμπόριο. Γεννήθηκα εκεί. Στον τουρισμό δραστηριοποιούμαι 25 χρόνια και τώρα ο όμιλός μας έχει πολλές μονάδες και 1.600 κλίνες. Καθοριστικό για την αργή τουριστική ανάπτυξη στάθηκε ένα χωροταξικό σχέδιο που έγινε το 1995. Εκεί όπου θα μπορούσαν να οικοδομηθούν ξενοδοχεία, έδινε μόνο αγροτικές χρήσεις. Πολλά από τα ωραία μέρη κοντά στη θάλασσα λοιπόν έμειναν μακριά από τον μαζικό τουρισμό. Διατηρήθηκε έτσι σε μεγάλο βαθμό η αυθεντικότητα του νησιού, στους ανθρώπους και στην αρχιτεκτονική», τονίζει.

«Στα επόμενα χρόνια θα δούμε τους τουρίστες να εγκαταλείπουν μαζικά τα κορεσμένα μέρη και τότε η Σάμος θα λάμψει ακόμα περισσότερο. Αρκεί να σεβαστούμε τη φυσιογνωμία της. Ένα προσεγμένο ξενοδοχείο μεγάλης κλίμακας μπορεί να αλλάξει θετικά έναν τόπο. Δείτε τι έγινε στη Μεσσηνία με το Costa Navarino. Όλα ξεκινάνε από το κατάλυμα. Αυτό θα τραβήξει τον καλό ποιοτικό πελάτη, είναι ο παρονομαστής», λέει ο Βαλής που έχει κάνει γεωθερμία στο μεγαλύτερο ξενοδοχείο του ομίλου, εφαρμόζει ανακύκλωση και διαλέγει λύσεις φιλικές προς το περιβάλλον. Εκεί που συζητούσαμε, ένας Αφρικανός από το προσωπικό ήρθε και τον χαιρέτισε διά χειραψίας. Ήταν εμφανές ότι υπήρχε άνεση και εγκαρδιότητα.

Ο ξενοδόχος Μάνος Βαλής με τον γιο του Ορέστη και εργαζομένους που προσέλαβε από το ΚΥΤ. Αριστερά, ο Αμπουλγκασίν από το Σουδάν, στη μέση η Σιένα από την Αιθιοπία και στην άκρη ο Αμπού Μάξγουελ από τη Σιέρα Λεόνε. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

«Πήγαμε οι ξενοδόχοι αλλά και οι εστιάτορες, οι γεωργοί και άλλοι επαγγελματίες σε μια ημέρα καριέρας στην κλειστή δομή των μεταναστών», μας εξήγησε. «Πραγματοποιήσαμε κατευθείαν συνεντεύξεις με τους πρόσφυγες. Ως όμιλος προσλάβαμε 45 άτομα. Είναι όλοι τους εξαιρετικές περιπτώσεις, εργατικοί, έντιμοι, φιλότιμοι, με το χαμόγελο, είμαστε πολύ χαρούμενοι που τους έχουμε κοντά μας. Οι εργαζόμενοι αυτοί φιλοξενούνται και σιτίζονται όπως τα άλλα μέλη του προσωπικού μας. Εξελίσσονται επαγγελματικά. Τους καμαρώνω. Αλλά ας υποθέσουμε ότι κάποιος είναι κυνικός και δεν το βλέπει και ανθρωπιστικά. Το να μπορείς να αξιοποιήσεις αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν στη χώρα είναι και μια λύση για τον τουρισμό και τον πρωτογενή τομέα. Το μόνο που ζητούν είναι να τους φέρεσαι με τη δέουσα αξιοπρέπεια και σου το ανταποδίδουν διπλά. Τρία χρόνια που εργάζονται δεκάδες περιπτώσεις στα ξενοδοχεία μας δεν είχαμε ούτε ένα κρούσμα κακής συμπεριφοράς, ούτε μια κλοπή, τίποτα. Το λέω και προς τους άλλους επιχειρηματίες του τουρισμού να μην έχουν φοβία με τα άτομα αυτά. Να τα εμπιστευτούν».

Το Βαθύ από ψηλά. Η Σάμος μοιράζεται ανάμεσα στην αθωότητα και στην τουριστική ανάπτυξη. Eνας τόπος πολυδιάστατος. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

«Όνειρό μου ο Ολυμπιακός»

Σε λίγο κάθισε στο τραπέζι μας ο Αμπουλγκασίν Ανιμέρι, σερβιτόρος από το Σουδάν: «Είμαι 19 χρόνων, έφτασα πέρυσι τον Σεπτέμβριο με τον μικρότερο αδελφό μου. Το ταξίδι ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Ηρθαμε από την Τουρκία με βάρκα σε μια κυματώδη θάλασσα και δεν ξέραμε κολύμπι. Έμενα 7 μήνες στη δομή, μετά πήγα στην Αθήνα και στην Αρτα όπου δούλεψα στα χωράφια. Yστερα βρήκα αυτή τη δουλειά στο Casa Cook και εργάζεται και ο αδελφός μου σε άλλο ξενοδοχείο του ομίλου. Μου αρέσει η Σάμος, είμαι ποδοσφαιριστής και παίζω σε μια ομάδα στο Βαθύ. Το όνειρό μου είναι να κάνω καριέρα στον Ολυμπιακό. Οι γονείς μου χαίρονται που τα καταφέραμε να φύγουμε και γλιτώσαμε τον πόλεμο. Τους βοηθάμε όσο μπορούμε», μας είπε ο νεαρός.

Το μεταναστευτικό ζήτημα χάραξε ανεξίτηλα σημάδια στη Σάμο, ιδιαίτερα την περίοδο όπου στο Βαθύ το ΚΥΤ φιλοξενούσε περισσότερους τρόφιμους από τον αριθμό των ντόπιων. Σήμερα έχει μεταφερθεί αλλού η δομή, η οποία είναι κλειστή. Οι ροές έχουν κάπως μειωθεί, ενώ η παρουσία των μεταναστών στη δημόσια θέα είναι πιο περιορισμένη. Το πρόβλημα υπάρχει αλλά είναι λιγότερο ορατό.

Ο Αθηναίος δάσκαλος Απόστολος Γιαννακόπουλος διδάσκει εδώ και δύο δεκαετίες σε σχολεία της Σάμου. Είναι ιδρυτής της ομάδας «Φωτόνησος». Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

«Με το μεταναστευτικό έγινε μια τεκτονική αλλαγή στη Σάμο: ο αριστερός έγινε κεντρώος, ο κεντρώος δεξιός και ο δεξιός μετατοπίστηκε πιο πολύ προς τα άκρα», λέει ο δάσκαλος Απόστολος Γιαννακόπουλος που έχει ιδρύσει τη φωτογραφική ομάδα «Φωτόνησος». «Οταν ήρθαν οι πρώτοι μετανάστες, ο κόσμος έτρεξε, βρήκε ρούχα, κουβέρτες, τρόφιμα. Μετά έφτασαν και άλλες βάρκες. Και πάλι οι Σαμιώτες τους έδωσαν ό,τι είχαν. Μετά και άλλες, και άλλες… Είναι η φάση που συνειδητοποίησαν ότι αυτό το πράγμα είχε αρχή αλλά δεν έχει τέλος και πως ξεκινάει μια αναγκαστική συμβίωση με τα κύματα των νεοεισελθόντων που εκείνη την περίοδο ήταν σε απελπισία για τροφή. Φανταστείτε τι σοκ ήταν για τους κατοίκους, εκεί που άφηναν τα κλειδιά στην εξώπορτα του σπιτιού, έφτασαν κάποια στιγμή να φοβούνται τόσο που περίμεναν τα παιδιά τους έξω από το φροντιστήριο, διότι είχαν αγριέψει τα πράγματα με κλοπές και όχι μόνο. Τι να πεις στους ανθρώπους αυτούς που είδαν την ευαισθησία και την ανθρωπιά τους να δοκιμάζεται με αυτόν τον τρόπο; Oτι έγιναν ρατσιστές; Και πάλι καλά να λέμε για την αντοχή που έδειξαν».

«Ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι»

Ο Αθηναίος εκπαιδευτικός διορίστηκε πριν από δύο δεκαετίες στο νησί. «Τα παιδιά έχουν ακόμα σεβασμό για τον δάσκαλο και οι γονείς το ίδιο. Στα μάτια τους έχεις μια σημαντική δουλειά. Εδώ στη Σάμο με κράτησε η δημιουργικότητα που μπόρεσα να αναπτύξω. Oταν πρωτοδιορίστηκα στα Κοντακαίικα είπα να γράψουμε μαζί με τους μαθητές μου και με τους συναδέλφους την ιστορία του χωριού. Τότε πρωτοήρθα σε επαφή με το πολύ ενδιαφέρον αρχειακό υλικό, φωτογραφικό και ιστορικό, ο τόπος έχει πλουσιότατο παρελθόν που μπορεί να σε “θρέψει”. Μετά έγινα ερασιτέχνης φωτογράφος. Φωτογράφιζα στην αρχή τα παιδιά στις εξωσχολικές ώρες με άδεια των γονιών. Στο τέλος κάναμε έκθεση και μια έκδοση. Πήραμε βιβλία σπουδαίων φωτογράφων για το σχολείο. Το 2013, είχα την 4η δημοτικού με 8 παιδιά. Κάναμε μια αίτηση σε ένα πρόγραμμα του Ιδρύματος Λάτση που μας στήριξε, να διδάσκεται η φωτογραφία σε όλο το σχολικό έτος. Τους πήρα μηχανές και φωτογράφιζαν συνέχεια. Το αποτέλεσμα ήταν απίστευτο», λέει και μας δείχνει μια ωραία έκδοση του ιδρύματος με τις όντως εντυπωσιακές φωτογραφίες των μικρών. «Σε ό,τι έχω κάνει, έχω βρει τεράστια υποστήριξη. Η “Φωτόνησος” που έχει παιδικό και ενήλικο τμήμα εκμάθησης φωτογραφίας, μετράει μια δεκαετία και αγκαλιάστηκε αμέσως. Γνώρισα ανθρώπους ανοιχτόκαρδους και γενναιόδωρους. Είκοσι δύο χρόνια δεν βαρέθηκα μια μέρα».

Η αμπελουργός Ευμορφία Κωστάκη σπούδασε στο εξωτερικό αλλά επέστρεψε στα πάτρια εδάφη της Σάμου. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Ένας φορέας με τον οποίο συνεργάστηκε η «Φωτόνησος» ήταν και το Ιδρυμα Schwarz. Η ιδρύτρια Χιόνα Ξανθοπούλου, Ελληνίδα της διασποράς με έδρα το Μόναχο, πέρασε πολλά καλοκαίρια στη Σάμο όπου οι γονείς της αγόρασαν ένα σπίτι στη Χώρα. Κατά την οικονομική κρίση, θεσμοθέτησε ένα διεθνούς κλάσης φεστιβάλ με ανερχόμενους σολίστ της κλασικής μουσικής στο ρωμαϊκό ωδείο του Πυθαγορείου, αλλά μετέτρεψε εξόδοις της και ένα παλιό κτίριο του Λιμενικού Ταμείου σε κομψό μουσειακό χώρο. Εκεί η επιμελήτρια και νυν διευθύντρια του ΕΜΣΤ Κατερίνα Γρέγου παρουσιάζει κάθε καλοκαίρι μια σημαντική εικαστική έκθεση. Ταυτόχρονα στη Χώρα, το ίδρυμα έχει φτιάξει στούντιο ηχογράφησης, χώρους για residencies και για κοινοτικές χρήσεις από τους κατοίκους. Συναντήσαμε τον γιο της Αντώνη Σβαρτς, που παλεύει αυτή την περίοδο να ενθαρρύνει την ανακύκλωση και την επαναχρησιμοποίηση στο νησί: «Η Σάμος είναι ένα μέρος με μεγάλη δυναμική που θα μπορούσε να δώσει το καλό παράδειγμα και στα άλλα νησιά στο θέμα του Zero Waste αν το υιοθετήσει», μας έλεγε ο συνιδρυτής του ιστότοπου Vouliwatch που το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει μια δράση για την ανακύκλωση.

Άλλος ένας τομέας όπου το μέρος ξεχωρίζει είναι η διαφύλαξη της παραδοσιακής ναυπηγικής με ταρσανάδες που ακόμα σκαρώνουν τρεχαντήρια και βαρκαλάδες. Φτάσαμε στον παραθαλάσσιο Αγιο Ισίδωρο έπειτα από μια μαγευτική διαδρομή ξυστά στο πανύψηλο όρος Κέρκης για να δούμε το παλαιότερο ναυπηγείο του νησιού. Στο μέρος αυτό λέγεται ότι έκαναν σκαριά ακόμα και για τους πειρατές. Εκεί συναντήσαμε τον τελευταίο των Μοϊκανών. Τον 35χρονο Βαγγέλη Μανωλιάδη: «Διδάχτηκα τη δουλειά μου από τον πατέρα μου και εκείνος με τον θείο από τον παππού. Εγώ έμαθα να περπατάω μέσα στον ταρσανά, από τόσο μικρό με φέρνανε. Μόνος μου εργάζομαι εδώ και πέντε χρόνια διότι τον έχασα νέο τον γονιό μου. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα γιατί είναι πολύ βαριά η δουλειά, αλλά τα έφερα βόλτα. Και μην τα βλέπετε έτσι ωραία το καλοκαίρι. Σκεφτείτε τον χειμώνα με αέρα και βροχή και 12-14 ώρες την ημέρα μέσα στη μοναξιά. Έχω παραγγελίες από ψαράδες και στέκομαι. Υπάρχουν και άλλοι ταρσανάδες στο Καρλόβασι, στους Δρακαίους και στον Πύργο. Κρατιέται ακόμα το επάγγελμα».

Ο αρχιτέκτων Κώστας Δαμιανίδης είναι ειδικός στην παραδοσιακή ναυπηγική. Πήρε τη μεγάλη απόφαση να μετακομίσει στη Σάμο πριν από πέντε χρόνια μαζί με τη σύζυγό του. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

«Επειδή ακριβώς βαστά η παράδοση ήταν το ιδανικό μέρος να γίνει το Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου στον Δήμο Ανατολικής Σάμου, που μπαίνει στην τελική ευθεία έπειτα από χρόνια προετοιμασίας», λέει ο αρχιτέκτων Κώστας Δαμιανίδης που είναι ειδικός στην παραδοσιακή ναυπηγική. Γνώστης του θέματος έχει αναλάβει την αρχιτεκτονική μελέτη και μας ξενάγησε στο κτίριο. Μιας και γνώριζε καλά το νησί πήρε τη μεγάλη απόφαση να μετακομίσει εκεί πριν από πέντε χρόνια μαζί με τη γυναίκα του από την Αθήνα. «Θέλουμε να λειτουργήσει άμεσα η σχολή εκμάθησης, σε ένα εγχείρημα που συνεργάζονται οι τοπικές αρχές, το ΥΠΠΟ, το υπουργείο Ανάπτυξης και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Με δασκάλους καραβομαραγκούς είτε από τη Σάμο είτε από άλλα νησιά, όπως λ.χ. η Πάτμος, που θα έρχονται να διδάξουν. Δεν θα είναι μόνιμοι οι καθηγητές, ώστε να μην απέχουν πολύ χρόνο από την κανονική τους δουλειά. Η σχολή θα είναι διετής και θα έχει χρόνο μαθητείας σε καρνάγιο εντός του μουσείου. Το ελπιδοφόρο είναι ότι έχουν ενδιαφερθεί νέα παιδιά μόνο και με την ανακοίνωση ότι θα ανοίξει σχολή. Πρόκειται για Σαμιώτες αλλά και Γερμανούς, Γάλλους και Ισπανούς».

Ο κ. Δαμιανίδης χαίρεται τη νέα του ζωή στη Σάμο. Πήραν με τη γυναίκα του ένα πέτρινο σπιτάκι, το αποκατέστησαν: «Εχει αλλάξει πολύ η καθημερινότητά μας. Απολαμβάνω την ησυχία όσο τίποτε. Πάω στην Αθήνα και κάνω σαν τρελός να φύγω, διότι δεν μπορώ πια να κοιμηθώ. Εργάζομαι από το σπίτι και κάνω κάθε τόσο διαλείμματα κηπουρικής που με ανανεώνουν απίστευτα. Κάνουμε μπάνια στη θάλασσα χειμώνα καλοκαίρι». Με μια παρέα από νέα παιδιά από τον Όρμο Μαραθοκάμπου έφτιαξαν στο παλιό σχολείο κινηματογραφική λέσχη που λειτουργούσε κάθε Τρίτη βράδυ με συλλογικές προτάσεις για τις ταινίες, «κάναμε ως και υποτιτλισμό. Είχε πολύ καλή συμμετοχή», τονίζει. «Δεν έχεις πολλές επιλογές για εξόδους, αλλά και στην Αθήνα που υπάρχουν, δεν έχεις τον χρόνο. Η Σάμος έχει ορεινό και θαλασσινό κομμάτι, προσφέρεται για βόλτες όλες τις εποχές. Δεν έχει πουλήσει στον τουρισμό την ψυχή της, έχει κρατήσει χαρακτήρα. Υπάρχουν επαγγέλματα που δεν σχετίζονται με τις τουριστικές υπηρεσίες, όπως οι αμπελουργοί και οι ελαιουργοί. Στα μανάβικα λ.χ. τα κηπευτικά είναι σαμιώτικα, τα ψάρια είναι δικά μας, τρώει κανείς εξαιρετικά. Το ίδιο ισχύει στη Χίο και τη Μυτιλήνη, είναι νησιά που στέκουν αυτόφωτα».

Η Ελευθερία Αγγελίνα με την εγγονή της Ελευθερία Κιάσσου στην ταβέρνα Ομόνοια στους Δρακαίους, ένα από τα πλέον απομακρυσμένα χωριά του νησιού. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Ας έρθουν οι γιατροί να δουν τη ζωή εδώ

Αλλος ένας που δεν μετάνιωσε τη μετεγκατάστασή του στη Σάμο είναι ο Ιταλός εντατικολόγος Φάμπιο Τζαρντίνα που ήρθε το 2003: «Είχα ανάγκη από αποκέντρωση έπειτα από κάποια χρόνια που είχα μείνει στην Αθήνα. Κυρίως μου άρεσε η δουλειά, ήταν μια πρόκληση να φτιάξω εκ του μηδενός την Εντατική και αυτό με έκανε να νιώθω χρήσιμος». Σήμερα παλεύει να κρατήσει τη ΜΕΘ ανοιχτή, καθώς οι γιατροί που τη στελέχωναν είτε έφυγαν είτε διορίστηκαν αλλού. «Κάνω έκκληση στους συναδέλφους να έρθουν να δουν το νησί ως μια ωραία προοπτική για τη ζωή τους. Το νοσοκομείο παρέχει δωρεάν στέγη. Ο όγκος της δουλειάς δεν είναι όπως σε μια μονάδα της Αθήνας. Η Σάμος δεν σε πνίγει. Και τον χειμώνα έχει ζωή, κάνουμε εκδρομές στο βουνό. Ζεις σαν άνθρωπος και τα παιδιά σου επίσης». Με τον Φάμπιο συμφωνεί και η Σαμιώτισσα Ντέπυ Τσουβαλά που εργάζεται εδώ και χρόνια ως ψυχολόγος στον «Φάρο», το Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Π.Ε. Σάμου.

Ο Ιταλός εντατικολόγος Φάμπιο Τζαρντίνα ζει 20 χρόνια στη Σάμο και παλεύει να κρατήσει ανοιχτή τη ΜΕΘ. «Η Σάμος δεν σε πνίγει. Ζεις σαν άνθρωπος και τα παιδιά σου επίσης». Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

«Με τον σύζυγό μου χαρήκαμε που μεγαλώσαμε τα παιδιά μας εδώ και αυτά ήταν πολύ πιο ελεύθερα. Η Σάμος είναι δοτική. Από την άλλη, λόγω της εργασίας μου στην πρόληψη κατανοώ ότι σε έναν μικρό τόπο κυκλοφορείς και έχεις την αίσθηση ότι όλοι σε κοιτάζουν με έναν μεγεθυντικό φακό: κάθε άσχετος θα ασχοληθεί με τη ζωή σου. Ορισμένες φορές, ωστόσο, μια μικρή κοινωνία δρα συνεργατικά για να προλάβει μια άσχημη εξέλιξη σε ένα παιδί ή έναν έφηβο, το έχουμε δει και αυτό. Εργάζομαι από το 2000 στο Κέντρο, που αφορά τόσο νόμιμες (τσιγάρο και αλκοόλ) όσο και παράνομες ουσίες. Η Σάμος, λ.χ., μετά την Κρήτη είχε κατά το παρελθόν τη δεύτερη θέση σε κατανάλωση αλκοόλ σε εφήβους. Υπάρχει και θέμα χρήσης σε σκληρά ναρκωτικά. Εχουμε καταφέρει αυτά τα χρόνια να βοηθήσουμε παιδιά και οικογένειες που είχαν πρόβλημα. Εχουμε κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Στους ενηλίκους όπως παντού υπάρχει κατάθλιψη και υψηλά ποσοστά συνταγογραφήσεων στα ψυχοφάρμακα. Μπορεί οι συνθήκες να είναι πιο χαλαρές σε σχέση με την Αθήνα, αλλά συχνά οι άνθρωποι νιώθουν εσωτερικό εγκλωβισμό. Με το μεταναστευτικό υπέφερε το νησί και κυρίως το Βαθύ. Ο κόσμος διχάστηκε σε δύο στρατόπεδα, υπέρ και κατά. Επήλθε ρήξη ανάμεσα σε συμπολίτες. Πρόσφυγες και ντόπιοι ζήσαμε δύσκολα και αυτό κράτησε αρκετά. Ο σεισμός άφησε επίσης ψυχολογικές πληγές που θα επουλωθούν εν καιρώ. Υπάρχει η έντονη αίσθηση της παραμέλησης από το κράτος, ειδικά όταν τα κτίρια είναι ακόμα με τις ρωγμές αλλά και σχολεία σε κοντέινερ. Αυτό δημιουργεί έναν εσωτερικό θυμό στον κόσμο».

Με τον Σαμιώτη ιδιώτη πολιτικό μηχανικό Μάνο Σιγανό περάσαμε τις πόρτες του ναού του Αγίου Νικολάου στο Κοκκάρι που χτυπήθηκε αλύπητα από τον σεισμό, όπως και πολλές άλλες εκκλησίες, οι οποίες θα περιμένουν χρόνια για να επισκευαστούν. Η εικόνα στο εσωτερικό ήταν αποκαρδιωτική. Ο Σιγανός κατάφερε να βρει μια έξυπνη λύση για την καθαίρεση των κωδωνοστασίων του ναού.

Eπειδή ήταν ετοιμόρροπα, είχε αποκλειστεί ο κεντρικός δρόμος του χωριού από την κυκλοφορία για μήνες. Αυτό έκανε τη ζωή εξαιρετικά δύσκολη για ντόπιους, διερχομένους και τουρίστες. «Μια από τις παθογένειες του νησιού που δυστυχώς έκανε πιο μεγάλες τις ζημιές του σεισμού ήταν το απόθεμα των παλιών και καταπονημένων από φθορά οικοδομημάτων», μας λέει. Ακόμα και σήμερα πολλοί Σαμιώτες ταλαιπωρούνται από την αφάνταστη γραφειοκρατία αλλά και την έλλειψη στελέχωσης των κρατικών υπηρεσιών που θα εγκρίνουν τους φακέλους για την αποκατάσταση όσων σπιτιών κρίθηκαν επισκευάσιμα. «Σκεφθείτε ότι η συγκεκριμένη κρατική υπηρεσία που ασχολείται με το ζήτημα έχει στην ευθύνη της και τους πυροπλήκτους της Εύβοιας και του Εβρου και τους πλημμυροπαθείς της Θεσσαλίας. Τι να πρωτοπρολάβουν; Τα θέματα χρονίζουν», μας εξηγεί. Πολλοί πληγέντες μένουν ακόμα στο ενοίκιο, περιμένοντας. «Το χειρότερο βέβαια είναι ότι οι μαθητές τριών σχολείων κάνουν τα μαθήματά τους σε κοντέινερ, δίχως προς το παρόν να υπάρχει ένας ξεκάθαρος ορίζοντας του πότε θα φτιαχτούν τα κτίριά τους, μιας και αναζητούνται τα χρήματα για την επισκευή», λέει ο Μάνος Σιγανός.

Ο ήλιος έδυε και αποφασίσαμε με τον Νίκο Κοκκαλιά ότι το ρεπορτάζ στη Σάμο θα έπρεπε να κλείσει με ένα ωραίο ποτήρι κρασί. Φθάσαμε στον υπέροχο αμπελώνα της 29χρονης Ευμορφίας Κωστάκη και μας κέρασε το πιο φίνο μοσχάτο που είχαμε πιει ποτέ. Ο πατέρας της ήταν από τους πρώτους βιολογικούς αμπελουργούς, έχουν 32 στρέμματα, πέντε ετικέτες και παράγουν 14.000 φιάλες της διάσημης τοπικής ποικιλίας. Η νεαρή είναι ένα μείγμα ντόπιου πείσματος και κοσμοπολιτισμού. «Σπούδασα χημικός στην Αθήνα, έκανα μεταπτυχιακό σε αμπελουργία – οινολογία σε Γαλλία και Ιταλία και έρευνα στην Καλιφόρνια». Γιατί γύρισε πίσω; Και μάλιστα με τον σύντροφό της που είναι Γερμανός; «Να, γι’ αυτό!» μας είπε όλο ενθουσιασμό και μας έδειξε από τη μια τα αμπέλια και από την άλλη τον ήλιο που έδυε στο Καρλόβασι. «Ασε που ο Λόρενς μαθαίνει ελληνικά με σαμιώτικη προφορά!».

Πηγή: kathimerini.gr
Ρεπορτάζ: Μαργαρίτα Πουρνάρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required