Αρχικά, ήταν η πρώτη μπουκιά της ντοματοσαλάτας που μας διακτίνισε στα παιδικά μας καλοκαίρια. Με ζαρζαβάτια κομμένα μόλις από το μποστάνι και γεύση τόσο δυσεύρετη πια όσο τα καρό τραπεζομάντιλα και η παχιά σκιά κάτω από την κληματαριά με θέα το πέλαγος. Yστερα, ήταν η ίδια η κυρά Ελευθερία, η ιδιοκτήτρια της ταβέρνας «Ομόνοια» στους Δρακαίους, σ’ ένα από τα πιο απομακρυσμένα χωριά της Δυτικής Σάμου.
Ο τελευταίος των Μοϊκανών, καραβομαραγκός Βαγγέλης Μανωλιάδης στον ταρσανά του στον Άγιο Ισίδωρο. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ |
Το ξενοδοχείο Casa Cook κοντά στο αεροδρόμιο αποπνέει μινιμαλιστική πολυτέλεια, εκεί καταλύουν οι πιο ευκατάστατοι ταξιδιώτες της Σάμου. «Eχει μαροκάνικο ύφος στη διακόσμηση. Αλλά και εγώ από την Αφρική “κατάγομαι”», μας ξαφνιάζει ο Μάνος Βαλής, ο πρόεδρος των ξενοδόχων και μεγαλύτερος «παίκτης» στο πεδίο αυτό. «Οι Σαμιώτες γονείς μου με ρίζα από τη Σμύρνη πήγαν στο Ζαΐρ όπου είχαμε συγγενείς και έκαναν εμπόριο. Γεννήθηκα εκεί. Στον τουρισμό δραστηριοποιούμαι 25 χρόνια και τώρα ο όμιλός μας έχει πολλές μονάδες και 1.600 κλίνες. Καθοριστικό για την αργή τουριστική ανάπτυξη στάθηκε ένα χωροταξικό σχέδιο που έγινε το 1995. Εκεί όπου θα μπορούσαν να οικοδομηθούν ξενοδοχεία, έδινε μόνο αγροτικές χρήσεις. Πολλά από τα ωραία μέρη κοντά στη θάλασσα λοιπόν έμειναν μακριά από τον μαζικό τουρισμό. Διατηρήθηκε έτσι σε μεγάλο βαθμό η αυθεντικότητα του νησιού, στους ανθρώπους και στην αρχιτεκτονική», τονίζει.
«Στα επόμενα χρόνια θα δούμε τους τουρίστες να εγκαταλείπουν μαζικά τα κορεσμένα μέρη και τότε η Σάμος θα λάμψει ακόμα περισσότερο. Αρκεί να σεβαστούμε τη φυσιογνωμία της. Ένα προσεγμένο ξενοδοχείο μεγάλης κλίμακας μπορεί να αλλάξει θετικά έναν τόπο. Δείτε τι έγινε στη Μεσσηνία με το Costa Navarino. Όλα ξεκινάνε από το κατάλυμα. Αυτό θα τραβήξει τον καλό ποιοτικό πελάτη, είναι ο παρονομαστής», λέει ο Βαλής που έχει κάνει γεωθερμία στο μεγαλύτερο ξενοδοχείο του ομίλου, εφαρμόζει ανακύκλωση και διαλέγει λύσεις φιλικές προς το περιβάλλον. Εκεί που συζητούσαμε, ένας Αφρικανός από το προσωπικό ήρθε και τον χαιρέτισε διά χειραψίας. Ήταν εμφανές ότι υπήρχε άνεση και εγκαρδιότητα.
Το Βαθύ από ψηλά. Η Σάμος μοιράζεται ανάμεσα στην αθωότητα και στην τουριστική ανάπτυξη. Eνας τόπος πολυδιάστατος. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ |
«Όνειρό μου ο Ολυμπιακός»
Σε λίγο κάθισε στο τραπέζι μας ο Αμπουλγκασίν Ανιμέρι, σερβιτόρος από το Σουδάν: «Είμαι 19 χρόνων, έφτασα πέρυσι τον Σεπτέμβριο με τον μικρότερο αδελφό μου. Το ταξίδι ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Ηρθαμε από την Τουρκία με βάρκα σε μια κυματώδη θάλασσα και δεν ξέραμε κολύμπι. Έμενα 7 μήνες στη δομή, μετά πήγα στην Αθήνα και στην Αρτα όπου δούλεψα στα χωράφια. Yστερα βρήκα αυτή τη δουλειά στο Casa Cook και εργάζεται και ο αδελφός μου σε άλλο ξενοδοχείο του ομίλου. Μου αρέσει η Σάμος, είμαι ποδοσφαιριστής και παίζω σε μια ομάδα στο Βαθύ. Το όνειρό μου είναι να κάνω καριέρα στον Ολυμπιακό. Οι γονείς μου χαίρονται που τα καταφέραμε να φύγουμε και γλιτώσαμε τον πόλεμο. Τους βοηθάμε όσο μπορούμε», μας είπε ο νεαρός.
Το μεταναστευτικό ζήτημα χάραξε ανεξίτηλα σημάδια στη Σάμο, ιδιαίτερα την περίοδο όπου στο Βαθύ το ΚΥΤ φιλοξενούσε περισσότερους τρόφιμους από τον αριθμό των ντόπιων. Σήμερα έχει μεταφερθεί αλλού η δομή, η οποία είναι κλειστή. Οι ροές έχουν κάπως μειωθεί, ενώ η παρουσία των μεταναστών στη δημόσια θέα είναι πιο περιορισμένη. Το πρόβλημα υπάρχει αλλά είναι λιγότερο ορατό.
Σε λίγο κάθισε στο τραπέζι μας ο Αμπουλγκασίν Ανιμέρι, σερβιτόρος από το Σουδάν: «Είμαι 19 χρόνων, έφτασα πέρυσι τον Σεπτέμβριο με τον μικρότερο αδελφό μου. Το ταξίδι ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Ηρθαμε από την Τουρκία με βάρκα σε μια κυματώδη θάλασσα και δεν ξέραμε κολύμπι. Έμενα 7 μήνες στη δομή, μετά πήγα στην Αθήνα και στην Αρτα όπου δούλεψα στα χωράφια. Yστερα βρήκα αυτή τη δουλειά στο Casa Cook και εργάζεται και ο αδελφός μου σε άλλο ξενοδοχείο του ομίλου. Μου αρέσει η Σάμος, είμαι ποδοσφαιριστής και παίζω σε μια ομάδα στο Βαθύ. Το όνειρό μου είναι να κάνω καριέρα στον Ολυμπιακό. Οι γονείς μου χαίρονται που τα καταφέραμε να φύγουμε και γλιτώσαμε τον πόλεμο. Τους βοηθάμε όσο μπορούμε», μας είπε ο νεαρός.
Το μεταναστευτικό ζήτημα χάραξε ανεξίτηλα σημάδια στη Σάμο, ιδιαίτερα την περίοδο όπου στο Βαθύ το ΚΥΤ φιλοξενούσε περισσότερους τρόφιμους από τον αριθμό των ντόπιων. Σήμερα έχει μεταφερθεί αλλού η δομή, η οποία είναι κλειστή. Οι ροές έχουν κάπως μειωθεί, ενώ η παρουσία των μεταναστών στη δημόσια θέα είναι πιο περιορισμένη. Το πρόβλημα υπάρχει αλλά είναι λιγότερο ορατό.
«Ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι»
Ο Αθηναίος εκπαιδευτικός διορίστηκε πριν από δύο δεκαετίες στο νησί. «Τα παιδιά έχουν ακόμα σεβασμό για τον δάσκαλο και οι γονείς το ίδιο. Στα μάτια τους έχεις μια σημαντική δουλειά. Εδώ στη Σάμο με κράτησε η δημιουργικότητα που μπόρεσα να αναπτύξω. Oταν πρωτοδιορίστηκα στα Κοντακαίικα είπα να γράψουμε μαζί με τους μαθητές μου και με τους συναδέλφους την ιστορία του χωριού. Τότε πρωτοήρθα σε επαφή με το πολύ ενδιαφέρον αρχειακό υλικό, φωτογραφικό και ιστορικό, ο τόπος έχει πλουσιότατο παρελθόν που μπορεί να σε “θρέψει”. Μετά έγινα ερασιτέχνης φωτογράφος. Φωτογράφιζα στην αρχή τα παιδιά στις εξωσχολικές ώρες με άδεια των γονιών. Στο τέλος κάναμε έκθεση και μια έκδοση. Πήραμε βιβλία σπουδαίων φωτογράφων για το σχολείο. Το 2013, είχα την 4η δημοτικού με 8 παιδιά. Κάναμε μια αίτηση σε ένα πρόγραμμα του Ιδρύματος Λάτση που μας στήριξε, να διδάσκεται η φωτογραφία σε όλο το σχολικό έτος. Τους πήρα μηχανές και φωτογράφιζαν συνέχεια. Το αποτέλεσμα ήταν απίστευτο», λέει και μας δείχνει μια ωραία έκδοση του ιδρύματος με τις όντως εντυπωσιακές φωτογραφίες των μικρών. «Σε ό,τι έχω κάνει, έχω βρει τεράστια υποστήριξη. Η “Φωτόνησος” που έχει παιδικό και ενήλικο τμήμα εκμάθησης φωτογραφίας, μετράει μια δεκαετία και αγκαλιάστηκε αμέσως. Γνώρισα ανθρώπους ανοιχτόκαρδους και γενναιόδωρους. Είκοσι δύο χρόνια δεν βαρέθηκα μια μέρα».
Η αμπελουργός Ευμορφία Κωστάκη σπούδασε στο εξωτερικό αλλά επέστρεψε στα πάτρια εδάφη της Σάμου. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ |
Άλλος ένας τομέας όπου το μέρος ξεχωρίζει είναι η διαφύλαξη της παραδοσιακής ναυπηγικής με ταρσανάδες που ακόμα σκαρώνουν τρεχαντήρια και βαρκαλάδες. Φτάσαμε στον παραθαλάσσιο Αγιο Ισίδωρο έπειτα από μια μαγευτική διαδρομή ξυστά στο πανύψηλο όρος Κέρκης για να δούμε το παλαιότερο ναυπηγείο του νησιού. Στο μέρος αυτό λέγεται ότι έκαναν σκαριά ακόμα και για τους πειρατές. Εκεί συναντήσαμε τον τελευταίο των Μοϊκανών. Τον 35χρονο Βαγγέλη Μανωλιάδη: «Διδάχτηκα τη δουλειά μου από τον πατέρα μου και εκείνος με τον θείο από τον παππού. Εγώ έμαθα να περπατάω μέσα στον ταρσανά, από τόσο μικρό με φέρνανε. Μόνος μου εργάζομαι εδώ και πέντε χρόνια διότι τον έχασα νέο τον γονιό μου. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα γιατί είναι πολύ βαριά η δουλειά, αλλά τα έφερα βόλτα. Και μην τα βλέπετε έτσι ωραία το καλοκαίρι. Σκεφτείτε τον χειμώνα με αέρα και βροχή και 12-14 ώρες την ημέρα μέσα στη μοναξιά. Έχω παραγγελίες από ψαράδες και στέκομαι. Υπάρχουν και άλλοι ταρσανάδες στο Καρλόβασι, στους Δρακαίους και στον Πύργο. Κρατιέται ακόμα το επάγγελμα».
Ο αρχιτέκτων Κώστας Δαμιανίδης είναι ειδικός στην παραδοσιακή ναυπηγική. Πήρε τη μεγάλη απόφαση να μετακομίσει στη Σάμο πριν από πέντε χρόνια μαζί με τη σύζυγό του. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ |
Ο κ. Δαμιανίδης χαίρεται τη νέα του ζωή στη Σάμο. Πήραν με τη γυναίκα του ένα πέτρινο σπιτάκι, το αποκατέστησαν: «Εχει αλλάξει πολύ η καθημερινότητά μας. Απολαμβάνω την ησυχία όσο τίποτε. Πάω στην Αθήνα και κάνω σαν τρελός να φύγω, διότι δεν μπορώ πια να κοιμηθώ. Εργάζομαι από το σπίτι και κάνω κάθε τόσο διαλείμματα κηπουρικής που με ανανεώνουν απίστευτα. Κάνουμε μπάνια στη θάλασσα χειμώνα καλοκαίρι». Με μια παρέα από νέα παιδιά από τον Όρμο Μαραθοκάμπου έφτιαξαν στο παλιό σχολείο κινηματογραφική λέσχη που λειτουργούσε κάθε Τρίτη βράδυ με συλλογικές προτάσεις για τις ταινίες, «κάναμε ως και υποτιτλισμό. Είχε πολύ καλή συμμετοχή», τονίζει. «Δεν έχεις πολλές επιλογές για εξόδους, αλλά και στην Αθήνα που υπάρχουν, δεν έχεις τον χρόνο. Η Σάμος έχει ορεινό και θαλασσινό κομμάτι, προσφέρεται για βόλτες όλες τις εποχές. Δεν έχει πουλήσει στον τουρισμό την ψυχή της, έχει κρατήσει χαρακτήρα. Υπάρχουν επαγγέλματα που δεν σχετίζονται με τις τουριστικές υπηρεσίες, όπως οι αμπελουργοί και οι ελαιουργοί. Στα μανάβικα λ.χ. τα κηπευτικά είναι σαμιώτικα, τα ψάρια είναι δικά μας, τρώει κανείς εξαιρετικά. Το ίδιο ισχύει στη Χίο και τη Μυτιλήνη, είναι νησιά που στέκουν αυτόφωτα».
Η Ελευθερία Αγγελίνα με την εγγονή της Ελευθερία Κιάσσου στην ταβέρνα Ομόνοια στους Δρακαίους, ένα από τα πλέον απομακρυσμένα χωριά του νησιού. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ |
Αλλος ένας που δεν μετάνιωσε τη μετεγκατάστασή του στη Σάμο είναι ο Ιταλός εντατικολόγος Φάμπιο Τζαρντίνα που ήρθε το 2003: «Είχα ανάγκη από αποκέντρωση έπειτα από κάποια χρόνια που είχα μείνει στην Αθήνα. Κυρίως μου άρεσε η δουλειά, ήταν μια πρόκληση να φτιάξω εκ του μηδενός την Εντατική και αυτό με έκανε να νιώθω χρήσιμος». Σήμερα παλεύει να κρατήσει τη ΜΕΘ ανοιχτή, καθώς οι γιατροί που τη στελέχωναν είτε έφυγαν είτε διορίστηκαν αλλού. «Κάνω έκκληση στους συναδέλφους να έρθουν να δουν το νησί ως μια ωραία προοπτική για τη ζωή τους. Το νοσοκομείο παρέχει δωρεάν στέγη. Ο όγκος της δουλειάς δεν είναι όπως σε μια μονάδα της Αθήνας. Η Σάμος δεν σε πνίγει. Και τον χειμώνα έχει ζωή, κάνουμε εκδρομές στο βουνό. Ζεις σαν άνθρωπος και τα παιδιά σου επίσης». Με τον Φάμπιο συμφωνεί και η Σαμιώτισσα Ντέπυ Τσουβαλά που εργάζεται εδώ και χρόνια ως ψυχολόγος στον «Φάρο», το Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Π.Ε. Σάμου.
Eπειδή ήταν ετοιμόρροπα, είχε αποκλειστεί ο κεντρικός δρόμος του χωριού από την κυκλοφορία για μήνες. Αυτό έκανε τη ζωή εξαιρετικά δύσκολη για ντόπιους, διερχομένους και τουρίστες. «Μια από τις παθογένειες του νησιού που δυστυχώς έκανε πιο μεγάλες τις ζημιές του σεισμού ήταν το απόθεμα των παλιών και καταπονημένων από φθορά οικοδομημάτων», μας λέει. Ακόμα και σήμερα πολλοί Σαμιώτες ταλαιπωρούνται από την αφάνταστη γραφειοκρατία αλλά και την έλλειψη στελέχωσης των κρατικών υπηρεσιών που θα εγκρίνουν τους φακέλους για την αποκατάσταση όσων σπιτιών κρίθηκαν επισκευάσιμα. «Σκεφθείτε ότι η συγκεκριμένη κρατική υπηρεσία που ασχολείται με το ζήτημα έχει στην ευθύνη της και τους πυροπλήκτους της Εύβοιας και του Εβρου και τους πλημμυροπαθείς της Θεσσαλίας. Τι να πρωτοπρολάβουν; Τα θέματα χρονίζουν», μας εξηγεί. Πολλοί πληγέντες μένουν ακόμα στο ενοίκιο, περιμένοντας. «Το χειρότερο βέβαια είναι ότι οι μαθητές τριών σχολείων κάνουν τα μαθήματά τους σε κοντέινερ, δίχως προς το παρόν να υπάρχει ένας ξεκάθαρος ορίζοντας του πότε θα φτιαχτούν τα κτίριά τους, μιας και αναζητούνται τα χρήματα για την επισκευή», λέει ο Μάνος Σιγανός.
Ο ήλιος έδυε και αποφασίσαμε με τον Νίκο Κοκκαλιά ότι το ρεπορτάζ στη Σάμο θα έπρεπε να κλείσει με ένα ωραίο ποτήρι κρασί. Φθάσαμε στον υπέροχο αμπελώνα της 29χρονης Ευμορφίας Κωστάκη και μας κέρασε το πιο φίνο μοσχάτο που είχαμε πιει ποτέ. Ο πατέρας της ήταν από τους πρώτους βιολογικούς αμπελουργούς, έχουν 32 στρέμματα, πέντε ετικέτες και παράγουν 14.000 φιάλες της διάσημης τοπικής ποικιλίας. Η νεαρή είναι ένα μείγμα ντόπιου πείσματος και κοσμοπολιτισμού. «Σπούδασα χημικός στην Αθήνα, έκανα μεταπτυχιακό σε αμπελουργία – οινολογία σε Γαλλία και Ιταλία και έρευνα στην Καλιφόρνια». Γιατί γύρισε πίσω; Και μάλιστα με τον σύντροφό της που είναι Γερμανός; «Να, γι’ αυτό!» μας είπε όλο ενθουσιασμό και μας έδειξε από τη μια τα αμπέλια και από την άλλη τον ήλιο που έδυε στο Καρλόβασι. «Ασε που ο Λόρενς μαθαίνει ελληνικά με σαμιώτικη προφορά!».
Πηγή: kathimerini.gr
Ρεπορτάζ: Μαργαρίτα Πουρνάρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου