Εν ολίγοις, χρειαζόταν μία νομοθετική πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση μίας επιφάσεως νομιμότητος υπό της οποίας κρύπτεται επιμελώς ένας απολυταρχισμός, οπωσδήποτε μη συνάδων με το δημοκρατικό πολίτευμα. Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται από την απλή παραδοχή, ότι, εάν η Νέα Δημοκρατία ήτο στη θέση της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, η αντίδρασή της στο εν λόγω νομοσχέδιο θα ήτο σφοδρότατη εντός και εκτός Κοινοβουλίου.
Πέραν τούτων, τα οποία τυγχάνουν ολίγον τι γνωστά, έχουν δε παγιωθεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική πολιτική σκηνή, ώστε πλέον αποτελούν μέρος της ελληνικής πολιτικής πρακτικής, η ψήφιση του περί ου ο λόγος νομοσχεδίου ανάδειξε και ορισμένα άλλα ζητήματα. Αρχικώς, αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η θεσπισθείσα διαβούλευση των νομοσχεδίων προ της καταθέσεως τους στη Βουλή (αρ. 61 Ν. 4622/2019) είναι εντελώς απαξιωμένη ως διαδικασία, υπό την έννοια ότι αποτελεί απλώς μία τυπική προϋπόθεση για την εγκυρότητα των νόμων και δε λαμβάνονται ουσιαστικώς υπόψιν οι προτάσεις των πολιτών, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση ήσαν σε τεράστιο ποσοστό αρνητικές.
Η θέση του συγκεκριμένου ζητήματος στην κρίση των πολιτών διαμέσου δημοψηφίσματος ή διαμέσου της διαδικασίας διαλύσεως της Βουλής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 41, παρ. 2 του Συντάγματος θα αποτύπωνε ρητώς την αντίθεση του εκλογικού σώματος.
Περαιτέρω, προκειμένου να καμφθούν οι αντιρρήσεις των «ημί – συντηρητικών» έγινε χρήση από τους υποστηρικτές του νομοσχεδίου της θέσεως «ΝΑΙ στον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και ΟΧΙ στην υπ' αυτών τεκνοθεσία», η οποία, πέρα από προσχηματική και εντελώς παραπλανητική για την κοινή γνώμη, είναι και ολωσδιόλου νομικώς αβάσιμη. Τούτο, δε, διότι το βασικό πρόσκομμα της νομοθεσίας στην τεκνοθεσία ήτο η ανισότητα ως προς τη νομική ισχύ του συμφώνου συμβιώσεως προς τον πολιτικό γάμο. Η δυνατότητα συνάψεως (πολιτικού) γάμου ισοδυναμεί νομικώς με τη δυνατότητα τεκνοθεσίας. Τούτο, δε, διότι η διάταξη του άρθρου 1546 του Αστικού Κώδικα απαιτεί την ιδιότητα του «εγγάμου», ενώ στις επόμενες διατάξεις γίνεται λόγος για «σύζυγο», ιδιότητες που αποκτώνται και από τη σύναψη (πολιτικού) γάμου.
Περαιτέρω, προκειμένου να καμφθούν οι αντιρρήσεις των «ημί – συντηρητικών» έγινε χρήση από τους υποστηρικτές του νομοσχεδίου της θέσεως «ΝΑΙ στον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και ΟΧΙ στην υπ' αυτών τεκνοθεσία», η οποία, πέρα από προσχηματική και εντελώς παραπλανητική για την κοινή γνώμη, είναι και ολωσδιόλου νομικώς αβάσιμη. Τούτο, δε, διότι το βασικό πρόσκομμα της νομοθεσίας στην τεκνοθεσία ήτο η ανισότητα ως προς τη νομική ισχύ του συμφώνου συμβιώσεως προς τον πολιτικό γάμο. Η δυνατότητα συνάψεως (πολιτικού) γάμου ισοδυναμεί νομικώς με τη δυνατότητα τεκνοθεσίας. Τούτο, δε, διότι η διάταξη του άρθρου 1546 του Αστικού Κώδικα απαιτεί την ιδιότητα του «εγγάμου», ενώ στις επόμενες διατάξεις γίνεται λόγος για «σύζυγο», ιδιότητες που αποκτώνται και από τη σύναψη (πολιτικού) γάμου.
Άλλωστε, θα ήτο παράλογο και θα ετίθετο κατά παράβαση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της ισότητος, όπως αυτή τυποποιείται κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 4, παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, να μπορεί ένα ετερόφυλο ζευγάρι να αποκτά παιδιά διαμέσου της υιοθεσίας και όχι ένα ομόφυλο. Εν κατακλείδι, η χρήση της ως άνω ψευδεπιγράφου διακρίσεως και μερικής συμφωνίας στο νομοσχέδιο ήτο για τους καλόπιστους μία θέση δίχως νομικό έρεισμα και γι’ άλλους το μέσο της ομαλής κυβιστήσεως (λαϊκιστί κωλοτούμπας) τους από τα άκρα της δεξιάς προς την υπό της κυβερνήσεως διαμορφούμενη δήθεν προοδευτική και φιλελεύθερη πολιτική.
Η θέση του επιθετικού προσδιορισμού «πολιτικός» σε παρένθεση δε γίνεται τυχαία και αποτελεί βασικό προβληματισμό. Μολονότι ο τίτλος του ψηφισθέντος κατά πλειοψηφία νομοσχεδίου ήτο «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις», το εσωτερικό κείμενο του νόμου και δη ήδη από το άρθρο 1 αναφέρει ρητώς «Ο παρών νόμος αποσκοπεί στη διασφάλιση της αρχής της ισότητας, μέσω της επέκτασης της δυνατότητας σύναψης γάμου και σε πρόσωπα του ιδίου φύλου…». Γίνεται επομένως λόγος για γάμο, χωρίς τον προσδιορισμό του ως «πολιτικό».
Η θέση του επιθετικού προσδιορισμού «πολιτικός» σε παρένθεση δε γίνεται τυχαία και αποτελεί βασικό προβληματισμό. Μολονότι ο τίτλος του ψηφισθέντος κατά πλειοψηφία νομοσχεδίου ήτο «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις», το εσωτερικό κείμενο του νόμου και δη ήδη από το άρθρο 1 αναφέρει ρητώς «Ο παρών νόμος αποσκοπεί στη διασφάλιση της αρχής της ισότητας, μέσω της επέκτασης της δυνατότητας σύναψης γάμου και σε πρόσωπα του ιδίου φύλου…». Γίνεται επομένως λόγος για γάμο, χωρίς τον προσδιορισμό του ως «πολιτικό».
Τούτο σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του εξεταζομένου νομοσχεδίου, το οποίο προβλέπει ότι «Γάμοι Ελλήνων που τελέστηκαν στο εξωτερικό με πρόσωπα του ίδιου φύλου πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου τέλεσής τους θεωρούνται υποστατοί από τη στιγμή που έγιναν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…» οδηγεί στην έναρξη μίας συζητήσεως γύρω από το κατά πόσον θα μπορούν να αναγνωρίζονται από την ελληνική δικαιοταξία «θρησκευτικοί» γάμοι που τελέστηκαν μεταξύ Ελλήνων στο εξωτερικό από θρησκείες, των οποίων το δόγμα επιτρέπει τη σύναψη εγγάμου συμβιώσεως μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Ελλείψει, επομένως, ειδικότερης ρυθμίσεως και υπό τη γενική διατύπωση της ως άνω διατάξεως γεννάται ένα ερώτημα. Θα μπορεί ένας θρησκευτικός γάμος μεταξύ δύο Ελλήνων του ιδίου φύλου που τελέστηκε λ.χ. στις ΗΠΑ από την Ευαγγελική Λουθηρανή Εκκλησία να αναγνωριστεί στην Ελλάδα; Και θα αναγνωριστεί ως τι; Ως πολιτικός γάμος; Ως θρησκευτικός γάμος; Ή ως γάμος απλώς; Βεβαίως και ο προβληματισμός, υπό την επιφύλαξη μίας ενδεχομένως διασταλτικής και ιστορικής ερμηνείας του άρθρου 3 του Συντάγματος, δεν πρέπει να δημιουργεί ιδιαίτερη πίεση στους Χριστιανούς Ορθοδόξους, αφενός μεν διότι οι κατά τα ανωτέρω «θρησκευτικώς» έγγαμοι δεν είχαν ποτέ ή έχουν εκπέσει της ιδιότητος τους ως μελών της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφετέρου δε ο τελούμενος υπό διαφορετικό δόγμα θρησκευτικός γάμος τελεί και υπό τη σκέπη της αρχής της ανεξιθρησκίας του άρθρου 13, παρ. 2 του Συντάγματος υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 της αυτής διατάξεως.
Τα ζητήματα αυτά τυγχάνουν περαιτέρω διερευνήσεως και ενδεχομένως συμπληρωματικής νομοθετήσεως ή νομοθετικής διορθώσεως. Χωρίς τη διάθεση λήψεως θέσεως υπέρ ή κατά του εν λόγω δημοψηφίσματος δέον είναι να παρατηρηθεί το εξής προς άμβλυνση των εκατέρωθεν ακροτήτων. Αφενός μεν τα τρωθέντα υπό των κυβερνητικών επιλογών ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν αποκαθίστανται με τέτοιου είδους πρόχειρα νομοθετήματα, τα οποία αδιαμφισβήτητα κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή αλλά δεν επαρκούν, αφετέρου δε η συνοχή της παραδοσιακής πυρηνικής ελληνικής οικογενείας δεν δύναται να διασαλευθεί και η θέση της ως συνεκτικού δεσμού της ελληνικής κοινωνίας να παραγκωνιστεί – μόνον ή καίρια – από τέτοιου είδους πολιτικές ή νομοθετικές πρωτοβουλίες, εάν οι επιβαίνοντες στο παραδοσιακό όχημα της οικογενείας είναι πιστοί στην τήρηση των ελληνορθοδόξων παραδόσεων, αρχών, ηθών και εθίμων.
*Ο Ιωάννης Δ. Βούρος είναι νομικός και συγγραφέας
Από την έντυπη έκδοση του «Σαμιακού Βήματος»
Τα ζητήματα αυτά τυγχάνουν περαιτέρω διερευνήσεως και ενδεχομένως συμπληρωματικής νομοθετήσεως ή νομοθετικής διορθώσεως. Χωρίς τη διάθεση λήψεως θέσεως υπέρ ή κατά του εν λόγω δημοψηφίσματος δέον είναι να παρατηρηθεί το εξής προς άμβλυνση των εκατέρωθεν ακροτήτων. Αφενός μεν τα τρωθέντα υπό των κυβερνητικών επιλογών ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν αποκαθίστανται με τέτοιου είδους πρόχειρα νομοθετήματα, τα οποία αδιαμφισβήτητα κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή αλλά δεν επαρκούν, αφετέρου δε η συνοχή της παραδοσιακής πυρηνικής ελληνικής οικογενείας δεν δύναται να διασαλευθεί και η θέση της ως συνεκτικού δεσμού της ελληνικής κοινωνίας να παραγκωνιστεί – μόνον ή καίρια – από τέτοιου είδους πολιτικές ή νομοθετικές πρωτοβουλίες, εάν οι επιβαίνοντες στο παραδοσιακό όχημα της οικογενείας είναι πιστοί στην τήρηση των ελληνορθοδόξων παραδόσεων, αρχών, ηθών και εθίμων.
*Ο Ιωάννης Δ. Βούρος είναι νομικός και συγγραφέας
Από την έντυπη έκδοση του «Σαμιακού Βήματος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου