Το Μεγάλο Σάββατο έχει επίσης μεγάλη εθιμική και θρησκευτική σημασία για τους Ποντίους, καθώς θεωρείται και εορτάζεται ως προάγγελος της Ανάστασης. Κατά τον εσπερινό που τελείται το πρωί, μαζί με την θεία λειτουργία του μεγάλου Βασιλείου, ο ιερέας σκορπίζει στο «Ανάστα ο Θεός» δαφνόφυλλα, τα οποία φυλάνε στα εικονοστάσια των σπιτιών ως «μύρα», ενώ την ίδια ώρα παράγουν τελετουργικά θορύβους, με τους οποίους δηλώνουν τη χαρά της Αναστάσεως, κυρίως όμως αποτρέπουν το κακό, κατά την κρίσιμη, διαβατήρια και οριακή εκείνη στιγμή, όπως ο λαός την αντιλαμβάνεται, στιγμή περάσματος από το θάνατο στην ανάσταση, από τη φθορά στην αιωνιότητα, από τη νέκρωση του χειμώνα στη βλάστηση της άνοιξης και στην παραγωγή του καλοκαιριού.
Τα φύλλα αυτά που σκόρπιζε ο ιερέας στο ναό στη Σινώπη τα κρατούσαν στο εικονοστάσι, για να καπνίζουν με αυτά όλο το χρόνο όσους θεωρούσαν ότι είχαν πληγεί από βασκανία, ενώ παραλλήλως θεωρούσαν ότι αποδιώκουν το σκώρο από τα υφάσματα. Στην Κερασούντα πάλι τα έκαιγαν κατά την απόδοση της εορτής του Πάσχα, πριν την Ανάληψη, και απέδιδαν στη στάχτη ιαματικές ιδιότητες, καθώς την χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο, σε περιπτώσεις πόνων σωματικών. Σε ορισμένες περιοχές, το μεσημέρι της ημέρας έβαφαν και τα κόκκινα αβγά του Πάσχα, τα οποία αποτελούν ένα από τα κυριότερα και πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα της εορτής.
Σε πολλές περιοχές του Πόντου μαρτυρείται η περιοδεία ενός ειδικά διαταγμένου γι’ αυτό νυκτοφύλακα, ο οποίος περιερχόταν τα σπίτια και χτυπούσε τις πόρτες, ειδοποιώντας τους ενοίκους ότι πλησίαζε η ώρα της Ανάστασης, ώστε να προσέλθουν στο ναό. Μάλιστα στις πρωτογενείς πηγές που διαθέτουμε ερμηνεύεται αυτό ως κληρονομιά παλαιοτέρων εποχών, κατά τις οποίες οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει την ύπαρξη κωδώνων στους ναούς, οπότε επρόκειτο για μια πρακτική λύση ανάγκης, ώστε να ειδοποιηθούν οι χριστιανοί για την τέλεση της Αναστάσεως και της αναστάσιμης θείας λειτουργίας.
Το Μεγάλο Σάββατο συνήθως έσφαζαν το αρνί του πασχαλινού εορταστικού τραπεζιού, με τις παλαιοδιαθηκικές καταβολές και την θυσιαστική τελετουργική πρακτική της σφαγής. Έστελναν επίσης δώρα πασχαλινά, όπως αβγά, λαμπάδες, γλυκίσματα και κουλούρες, στους αρραβωνιαστικούς, τους γονείς και τα πεθερικά τους, κατά περίπτωση. Σε πολλές περιοχές επισκέπτονταν τους τάφους των νεκρών, τελούσαν τρισάγια και μοίραζαν κουλούρια και γλυκίσματα στη μνήμη τους. Το Μεγάλο Σάββατο τηρείται επίσης αυστηρή νηστεία από λάδι και ξηροφαγία, καθώς είναι το μοναδικό Σάββατο του χρόνου που η Εκκλησία επιβάλλει τη νηστεία του λαδιού «δια την θεόσωμον ταφήν του Κυρίου».
Θεωρούσαν γενικά οι Πόντιοι ότι ο θάνατος εκείνη την ημέρα ήταν ευοίωνο σημάδι για την μεταθανάτια τύχη της ψυχής του νεκρού, σε πολλές μάλιστα περιοχές δεν έλεγε ο ιερέας το «Χριστός Ανέστη» αν δεν συγκεντρώνονταν όλοι οι δυνάμενοι κάτοικοι στο ναό. Η προσδοκία του Πάσχα ήταν αυτή που κυριαρχούσε και έδινε τον ουσιαστικό τόνο στα έθιμα της ημέρας αυτής, που τελείωνε με την Ανάσταση.
Η εορτή του Πάσχα ξεκινούσε με την νυκτερινή αναστάσιμη θεία λειτουργία, κατά την ορθόδοξη εκκλησιαστική τάξη, και συνεχιζόταν με το πασχαλινό τραπέζι στο σπίτι, όπου παρακάθονταν όλη η οικογένεια. Συχνοί ήταν οι τελετουργικοί εθιμικοί κρότοι για την αποδίωξη του κακού, η ανταλλαγή γλυκισμάτων και κερασμάτων, και το τσούγκρισμα των πασχαλινών αβγών, όχι όμως εκείνων που είχαν ευλογηθεί από τον ιερέα, από τα οποία φρόντιζαν να καταναλώσουν από ένα όλα τα μέλη της οικογένειας, φυλάσσοντας όσα περίσσευαν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Αντιστοίχως, από το ευλογημένο αλεύρι έκαναν ένα τσουρέκι για να καταναλωθεί από τα μέλη της οικογένειας, το δε υπόλοιπο το κρατούσαν για να ρίχνουν από λίγο όλο το χρόνο, όταν ζύμωναν πρόσφορα, ενώ από το ευλογημένο αλάτι κρατούσαν στο εικονοστάσι, για να το χρησιμοποιούν σε αντιβασκάνιες τελετουργίες, όλο το χρόνο που θα ερχόταν.
Καθαρτήρια και γονιμική σημασία είχε επίσης η μεταφορά στο σπίτι του αναστάσιμου φωτός από το ναό, με το οποίο «φώτιζαν» όλα τα δωμάτια και τους χώρους του. Στη Ροδόπολη έκαιγαν με αυτό το φως έναν κοριό, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξαφανιζόταν όλα τα βλαπτικά έντομα από το σπίτι. Μάλιστα τυχόν ατυχήματα και καψίματα σε ρούχα ή μαλλιά με τη φωτιά της λαμπάδας του Πάσχα εθεωρούντο κακός οιωνός για το μέλλον. Πρόκειται για τελετουργική πρακτική που γνωρίζει πανελλήνια διάδοση, και η οποία στον Πόντο είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδεόταν με την υγεία, την καρποφορία της γης και τη γονιμότητα των ζώων, στην κρίσιμη και οριακή περίοδο του καλοκαιριού, η οποία έπονταν του Πάσχα.
Με την λαμπάδα του Πάσχα άναβαν στο σπίτι τους καντήλι που προσπαθούσαν να κρατήσουν άσβηστο για σαράντα μέρες, προεκτείνοντας στο μαγικό σαρανταήμερο την ευλογητική και γονιμική επίδραση του αναστάσιμου φωτός στο σπίτι και τους ενοίκους του. Στην Ινέπολη μάλιστα με την αναμμένη λαμπάδα γύριζαν τρεις φορές γύρω από τα καρποφόρα δένδρα, με την πίστη ότι θα γίνουν ιδιαιτέρως παραγωγικά, αντίληψη η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της απόδοσης από το λαό γονιμικών ιδιοτήτων στο αναστάσιμο φως, για το οποίο έγινε λόγος και προηγουμένως.
Στο ίδιο γονιμικό πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθεί και η συνήθεια των κατοίκων της Νικόπολης να απειλούν τελετουργικά με το τσεκούρι τα άκαρπα δέντρα το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, κάποτε χτυπώντας τα και ελαφρά, με την πίστη ότι έτσι το δένδρο, φοβισμένο κατά την εύσημη ημέρα της Αναστάσεως, θα γέμιζε καρπό. Πρόκειται για μια αρχαία δοξασία ανιμιστικής προέλευσης, όπως έχει δείξει ο Δημ. Κρεκούκιας, η οποία υπήρχε και σε άλλες ποντιακές περιοχές, όπως η Σάντα, όπου συνηθιζόταν την Μεγάλη Παρασκευή.
Η σημαντική από εκκλησιαστική άποψη και διαβατήρια ημέρα απαιτούσε και πολλές αντιβασκάνιες τελετουργίες, όπως οι συχνοί πυροβολισμοί, που αποτελούσαν εθιμικούς κρότους με σκοπό την αποδιοπόμπηση του κακού και την εξασφάλιση καλοτυχίας. Διαθέτουμε μάλιστα εκτενείς περιγραφές για τους πασχαλινούς πυροβολισμούς στον Πόντο, με τις εθιμικές αλλά και εθνικές προεκτάσεις που τους δίνονταν, όπως για παράδειγμα εκείνη από τη Λαραχανή της Ματσούκας. Η διάχυτη λαϊκή πίστη των Ποντίων ότι το Πάσχα η Παναγία κατέβαινε στον Άδη και ελευθέρωνε προσωρινά τις ψυχές των νεκρών ως και την Πεντηκοστή αποτελεί απόδειξη της διαβατήριας υπόστασης της εορτής για την λαϊκή θρησκευτικότητα, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, στις εξόχως διαβατήριες ημέρες υπήρχε η πίστη ότι οι τα όρια του φυσικού και του υπερφυσικού κόσμου καταλύονταν, και ότι στη διάρκειά τους η επικοινωνία των δύο κόσμων ήταν ελεύθερη και εφικτή.
Από την άλλη πλευρά, την κοινωνική υπόσταση και σημασία της εορτής επισημαίνει τόσο το γεγονός ότι με τον πασχαλινό αλληλοασπασμό λυνόταν οι τυχόν παρεξηγήσεις ανάμεσα στα μέλη της ίδιας κοινότητας, όσο και η πραγματοποίηση επισκέψεων εορταστικών στα σπίτια, όπου και οι κοινωνικοί δεσμοί ανασυγκροτούνταν και συνοικέσια μπορούσαν να θεμελιωθούν, δεδομένου ότι επρόκειτο για μια ευκαιρία για επαφή των δύο φύλων, ουσιαστικά απαγορευμένη τις υπόλοιπες μέρες. Παραλλήλως, στα πλαίσια μιας ουσιαστικά γονιμικής τελετουργίας, τα οικογενειακά τραπέζια έμεναν όλη την ημέρα του Πάσχα στρωμένα με τα φαγητά, συνήθως βραστό μοσχάρι ή πουλερικό, ρυζόγαλο και αβγά, αφού στον Πόντο τα πασχαλινά φαγητά κατά κανόνα σούπα, κρέας βραστό, αβγά, γιαούρτι και πιλάφι, παρόμοια με τα εορταστικά εδέσματα των Χριστουγέννων, δηλαδή είδη τροφίμων με γονιμική επίσης σημασία, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται και σε άλλες ετήσιες ευγονικές τελετουργίες.
Θα συνεχίσουμε όμως και στο επόμενο άρθρο μας.
Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Σε πολλές περιοχές του Πόντου μαρτυρείται η περιοδεία ενός ειδικά διαταγμένου γι’ αυτό νυκτοφύλακα, ο οποίος περιερχόταν τα σπίτια και χτυπούσε τις πόρτες, ειδοποιώντας τους ενοίκους ότι πλησίαζε η ώρα της Ανάστασης, ώστε να προσέλθουν στο ναό. Μάλιστα στις πρωτογενείς πηγές που διαθέτουμε ερμηνεύεται αυτό ως κληρονομιά παλαιοτέρων εποχών, κατά τις οποίες οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει την ύπαρξη κωδώνων στους ναούς, οπότε επρόκειτο για μια πρακτική λύση ανάγκης, ώστε να ειδοποιηθούν οι χριστιανοί για την τέλεση της Αναστάσεως και της αναστάσιμης θείας λειτουργίας.
Το Μεγάλο Σάββατο συνήθως έσφαζαν το αρνί του πασχαλινού εορταστικού τραπεζιού, με τις παλαιοδιαθηκικές καταβολές και την θυσιαστική τελετουργική πρακτική της σφαγής. Έστελναν επίσης δώρα πασχαλινά, όπως αβγά, λαμπάδες, γλυκίσματα και κουλούρες, στους αρραβωνιαστικούς, τους γονείς και τα πεθερικά τους, κατά περίπτωση. Σε πολλές περιοχές επισκέπτονταν τους τάφους των νεκρών, τελούσαν τρισάγια και μοίραζαν κουλούρια και γλυκίσματα στη μνήμη τους. Το Μεγάλο Σάββατο τηρείται επίσης αυστηρή νηστεία από λάδι και ξηροφαγία, καθώς είναι το μοναδικό Σάββατο του χρόνου που η Εκκλησία επιβάλλει τη νηστεία του λαδιού «δια την θεόσωμον ταφήν του Κυρίου».
Θεωρούσαν γενικά οι Πόντιοι ότι ο θάνατος εκείνη την ημέρα ήταν ευοίωνο σημάδι για την μεταθανάτια τύχη της ψυχής του νεκρού, σε πολλές μάλιστα περιοχές δεν έλεγε ο ιερέας το «Χριστός Ανέστη» αν δεν συγκεντρώνονταν όλοι οι δυνάμενοι κάτοικοι στο ναό. Η προσδοκία του Πάσχα ήταν αυτή που κυριαρχούσε και έδινε τον ουσιαστικό τόνο στα έθιμα της ημέρας αυτής, που τελείωνε με την Ανάσταση.
Η εορτή του Πάσχα ξεκινούσε με την νυκτερινή αναστάσιμη θεία λειτουργία, κατά την ορθόδοξη εκκλησιαστική τάξη, και συνεχιζόταν με το πασχαλινό τραπέζι στο σπίτι, όπου παρακάθονταν όλη η οικογένεια. Συχνοί ήταν οι τελετουργικοί εθιμικοί κρότοι για την αποδίωξη του κακού, η ανταλλαγή γλυκισμάτων και κερασμάτων, και το τσούγκρισμα των πασχαλινών αβγών, όχι όμως εκείνων που είχαν ευλογηθεί από τον ιερέα, από τα οποία φρόντιζαν να καταναλώσουν από ένα όλα τα μέλη της οικογένειας, φυλάσσοντας όσα περίσσευαν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Αντιστοίχως, από το ευλογημένο αλεύρι έκαναν ένα τσουρέκι για να καταναλωθεί από τα μέλη της οικογένειας, το δε υπόλοιπο το κρατούσαν για να ρίχνουν από λίγο όλο το χρόνο, όταν ζύμωναν πρόσφορα, ενώ από το ευλογημένο αλάτι κρατούσαν στο εικονοστάσι, για να το χρησιμοποιούν σε αντιβασκάνιες τελετουργίες, όλο το χρόνο που θα ερχόταν.
Καθαρτήρια και γονιμική σημασία είχε επίσης η μεταφορά στο σπίτι του αναστάσιμου φωτός από το ναό, με το οποίο «φώτιζαν» όλα τα δωμάτια και τους χώρους του. Στη Ροδόπολη έκαιγαν με αυτό το φως έναν κοριό, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξαφανιζόταν όλα τα βλαπτικά έντομα από το σπίτι. Μάλιστα τυχόν ατυχήματα και καψίματα σε ρούχα ή μαλλιά με τη φωτιά της λαμπάδας του Πάσχα εθεωρούντο κακός οιωνός για το μέλλον. Πρόκειται για τελετουργική πρακτική που γνωρίζει πανελλήνια διάδοση, και η οποία στον Πόντο είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδεόταν με την υγεία, την καρποφορία της γης και τη γονιμότητα των ζώων, στην κρίσιμη και οριακή περίοδο του καλοκαιριού, η οποία έπονταν του Πάσχα.
Με την λαμπάδα του Πάσχα άναβαν στο σπίτι τους καντήλι που προσπαθούσαν να κρατήσουν άσβηστο για σαράντα μέρες, προεκτείνοντας στο μαγικό σαρανταήμερο την ευλογητική και γονιμική επίδραση του αναστάσιμου φωτός στο σπίτι και τους ενοίκους του. Στην Ινέπολη μάλιστα με την αναμμένη λαμπάδα γύριζαν τρεις φορές γύρω από τα καρποφόρα δένδρα, με την πίστη ότι θα γίνουν ιδιαιτέρως παραγωγικά, αντίληψη η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της απόδοσης από το λαό γονιμικών ιδιοτήτων στο αναστάσιμο φως, για το οποίο έγινε λόγος και προηγουμένως.
Στο ίδιο γονιμικό πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθεί και η συνήθεια των κατοίκων της Νικόπολης να απειλούν τελετουργικά με το τσεκούρι τα άκαρπα δέντρα το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, κάποτε χτυπώντας τα και ελαφρά, με την πίστη ότι έτσι το δένδρο, φοβισμένο κατά την εύσημη ημέρα της Αναστάσεως, θα γέμιζε καρπό. Πρόκειται για μια αρχαία δοξασία ανιμιστικής προέλευσης, όπως έχει δείξει ο Δημ. Κρεκούκιας, η οποία υπήρχε και σε άλλες ποντιακές περιοχές, όπως η Σάντα, όπου συνηθιζόταν την Μεγάλη Παρασκευή.
Η σημαντική από εκκλησιαστική άποψη και διαβατήρια ημέρα απαιτούσε και πολλές αντιβασκάνιες τελετουργίες, όπως οι συχνοί πυροβολισμοί, που αποτελούσαν εθιμικούς κρότους με σκοπό την αποδιοπόμπηση του κακού και την εξασφάλιση καλοτυχίας. Διαθέτουμε μάλιστα εκτενείς περιγραφές για τους πασχαλινούς πυροβολισμούς στον Πόντο, με τις εθιμικές αλλά και εθνικές προεκτάσεις που τους δίνονταν, όπως για παράδειγμα εκείνη από τη Λαραχανή της Ματσούκας. Η διάχυτη λαϊκή πίστη των Ποντίων ότι το Πάσχα η Παναγία κατέβαινε στον Άδη και ελευθέρωνε προσωρινά τις ψυχές των νεκρών ως και την Πεντηκοστή αποτελεί απόδειξη της διαβατήριας υπόστασης της εορτής για την λαϊκή θρησκευτικότητα, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, στις εξόχως διαβατήριες ημέρες υπήρχε η πίστη ότι οι τα όρια του φυσικού και του υπερφυσικού κόσμου καταλύονταν, και ότι στη διάρκειά τους η επικοινωνία των δύο κόσμων ήταν ελεύθερη και εφικτή.
Από την άλλη πλευρά, την κοινωνική υπόσταση και σημασία της εορτής επισημαίνει τόσο το γεγονός ότι με τον πασχαλινό αλληλοασπασμό λυνόταν οι τυχόν παρεξηγήσεις ανάμεσα στα μέλη της ίδιας κοινότητας, όσο και η πραγματοποίηση επισκέψεων εορταστικών στα σπίτια, όπου και οι κοινωνικοί δεσμοί ανασυγκροτούνταν και συνοικέσια μπορούσαν να θεμελιωθούν, δεδομένου ότι επρόκειτο για μια ευκαιρία για επαφή των δύο φύλων, ουσιαστικά απαγορευμένη τις υπόλοιπες μέρες. Παραλλήλως, στα πλαίσια μιας ουσιαστικά γονιμικής τελετουργίας, τα οικογενειακά τραπέζια έμεναν όλη την ημέρα του Πάσχα στρωμένα με τα φαγητά, συνήθως βραστό μοσχάρι ή πουλερικό, ρυζόγαλο και αβγά, αφού στον Πόντο τα πασχαλινά φαγητά κατά κανόνα σούπα, κρέας βραστό, αβγά, γιαούρτι και πιλάφι, παρόμοια με τα εορταστικά εδέσματα των Χριστουγέννων, δηλαδή είδη τροφίμων με γονιμική επίσης σημασία, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται και σε άλλες ετήσιες ευγονικές τελετουργίες.
Θα συνεχίσουμε όμως και στο επόμενο άρθρο μας.
Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου