19 Φεβ 2020

Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης

Η νομικός Κ. Κάππου
Πολλά γράφονται και περισσότερα ακούγονται, κατά το τελευταίο διάστημα, όσον αφορά τον θεσμό της Διαμεσολάβησης. Η νομικός Κατερίνα Κάππου αναλύει τον θεσμό της Διαμεσολάβησης, μετά και τις πρόσφατες τροποποιήσεις, διαλύοντας τους «μύθους» γύρω από αυτή ώστε να έχουμε πλήρη εικόνα των όσων ισχύουν για τον εξωδικαστικό τρόπο επίλυσης διαφορών.

«Κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δύο γονείς κατέφυγαν στο Δικαστήριο για τη ρύθμιση της επιμέλειας του μικρού τους γιου. Όταν στάθηκαν μπροστά στο δικαστή, εκείνος τους κοίταξε και ρώτησε καθέναν ξεχωριστά αν αγαπά το παιδί του. Η απάντηση και των δύο, αυτόματη, αυτονόητη. Σχεδόν προσβεβλημένοι, και οι δύο γονείς διαβεβαίωσαν τον αυστηρό Δικαστή, ότι λατρεύουν το σπλάχνο τους και πως θα έκαναν τα πάντα για το καλό του. Τότε ο Δικαστής τους αποκρίθηκε: «Ε λοιπόν, ξέρετε κάτι; Εγώ το παιδί σας δεν το αγαπώ! Και πώς θα μπορούσα άραγε να το αγαπώ; Δεν το ξέρω καν, πρώτη μου φορά το βλέπω σήμερα μπροστά μου. Κι όμως! Ήρθατε σε μένα για να αποφασίσω τί θα κάνετε με το ίδιο σας το παιδί!» Οι γονείς σάστισαν. Ο δικαστής συνέχισε να τους κοιτάζει. 
Η υπόθεση λύθηκε με Διαμεσολάβηση...

Από την εισήγηση της Ομότιμης Καθηγήτριας Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κας Θεωφανούς Παπαζήση». Το εν λόγω χωρίο βρίσκεται αναρτημένο στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης (http://www.diamesolavisi.gov.gr/syxnes-erotiseis) και περιγράφει με απλό τρόπο την ουσία του θεσμού της διαμεσολάβησης: την αυτονομία των μερών για την επίλυση των διαφορών τους.

Η διαμεσολάβηση αποτελεί μια θεσμοθετημένη διαδικασία για την οποία γίνεται ολοένα και περισσότερο λόγος στις ημέρες μας παρά το γεγονός ότι υφίσταται με τον νόμο 3898/ 2010 στην ελληνική έννομη τάξη σχεδόν μια δεκαετία!

Ως διαμεσολάβηση, νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται με τον δικηγόρο τους.

Προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα οφέλη της διαμεσολάβησης κρίσιμο είναι να παρουσιάσουμε τον θεσμό συνολικά στα βασικά του σημεία. Προς το σκοπό αυτό ακολουθεί μια παράθεση «μύθων και πραγματικότητας» σχετικά με τη διαμεσολάβηση μετά και τον Ν. 4640/2019 και την περιβόητη πλέον «υποχρεωτικότητα» την οποία εισήγαγε.


· Μύθος: «Η διαμεσολάβηση είναι πρόσφατος θεσμός στην Ελλάδα».

Πραγματικότητα: Η διαμεσολάβηση ως θεσμός έχει θεσπιστεί στην ελληνική έννομη τάξη από το 2010 με τον Ν. 3898/ 2010 (ΦΕΚ Α' 211/16.12.2010) Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Η δυνατότητα υπαγωγής επομένως μιας διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης υφίσταται ήδη από τον Δεκέμβριο του 2010. Παρά το γεγονός ότι έγιναν προσπάθειες τόσο από το αρμόδιο Υπουργείο όσο και τις Ενώσεις Διαμεσολαβητών να γίνει ευρέως γνωστός ο θεσμός, παρατηρήθηκε ότι αρκετά μεγάλη μερίδα των πολιτών αλλά και επαγγελματιών εξακολουθεί να δηλώνει άγνοια τόσο για την ύπαρξή της όσο για τα οφέλη και την εν γένει διαδικασία της. Σε έρευνα, την οποία πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Διαμεσολαβητών πανελλαδικά το προηγούμενο διάστημα, το 68,6% των ερωτηθέντων απάντησε ότι ο δικηγόρος τους δεν τους είχε ενημερώσει για τη δυνατότητα υπαγωγής της διαφοράς τους στη διαμεσολάβηση πριν προσφύγουν στο δικαστήριο ενώ το 91,5% των ερωτηθέντων απάντησε ότι ο δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε της υποθέσεως τους δεν τους πρότεινε την διαδικασία της διαμεσολάβησης κατά τη διάρκεια της δίκης.

Ενδεχομένως, αυτό να οδήγησε και το νομοθέτη στη θέσπιση υποχρεωτικής ενημέρωσης των μερών σχετικά με αυτήν, για μερίδα διαφορών.


· Μύθος: «Η διαμεσολάβηση είναι υποχρεωτική για μερίδα διαφορών»
Πραγματικότητα:
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική για τα μέρη, πολύ δε περισσότερο υποχρεωτική η επίλυση της διαφοράς τους, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν ευθέως αντίθετο με την ουσία της, δηλαδή την αυτονομία των μερών.

Αυτό, το οποίο θεσπίστηκε με τον Ν. 4640/2019 είναι η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο, στις κυριότερες περιπτώσεις των οικογενειακών διαφορών (όπως πχ. επιμέλειας, διατροφής τέκνων, αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα μεταξύ συζύγων) καθώς και των διαφορών που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία στο Μονομελές Πρωτοδικείο και η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ καθώς και στο Πολυμελές Πρωτοδικείο.

Κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και για τις βασικές αρχές που τη διέπουν, καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς τους με βάση τις ιδιαιτερότητές της και τη φύση αυτής. Επομένως τα μέρη λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και αν το επιθυμούν μπορούν μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία να συνεχίσουν υπάγοντας τη διαφορά τους στην διαμεσολάβηση.


· Μύθος: «Η διαμεσολάβηση δεν έχει κάτι να προσφέρει αφού μπορούμε να τα βρούμε και μόνοι μας».

Πραγματικότητα: Καθώς μια διαφορά συνοδεύεται ως επί το πλείστον και από εντάσεις μεταξύ των μερών και περιβάλλεται από ένα κλίμα δυσπιστίας μεταξύ τους, γίνεται αντιληπτό ότι η παρουσία ενός τρίτου, ουδέτερου και αμερόληπτού προς τα μέρη διαμεσολαβητή μπορεί να δράσει καταλυτικά για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ τους.

Ο ειδικά προς τούτο εκπαιδευμένος διαμεσολαβητής μέσω διάφορων τεχνικών επικοινωνίας βοηθά τα μέρη να αντιληφθούν προοπτικές, οι οποίες εξαιτίας της έντασης να μην ήταν ορατές και τελικώς να καταλήξουν σε μια συμφωνία η οποία θα ικανοποιεί αμφότερα και όλα αυτά σε κλίμα εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας.


· Μύθος: «Το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης δεν μπορεί να με κατοχυρώσει όπως μια δικαστική απόφαση».

Πραγματικότητα: Σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από το διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους δικηγόρους τους μπορεί να κατατεθεί από οποιοδήποτε μέρος οποτεδήποτε στη γραμματεία του καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης. Από την κατάθεσή του, το πρακτικό αποτελεί τίτλο εκτελεστό εφόσον η συμφωνία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης, αποκτώντας ως εκ τούτου την ίδια ακριβώς ισχύ όπως μια δικαστική απόφαση.

· Μύθος: «Η διαμεσολάβηση οδηγεί σε ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης»

Πραγματικότητα:
Θα πρέπει να τονισθεί ότι ο διαμεσολαβητής σε καμμία περίπτωση δεν εκδίδει απόφαση, ούτε επιβάλλει κάποια επιλογή στα μέρη για το περιεχόμενο της συμφωνίας τους. Το πρακτικό της διαδικασίας αποτυπώνει το αποτέλεσμα της διαδικασίας συναντίληψης και συναπόφασης των μερών επί των θεμάτων, τα οποία τα ίδια τα μέρη επιθυμούν να υπάγουν σε αυτήν και μόνο αυτά. Ως εκ τούτου ο διαμεσολαβητής δεν «υποκαθιστά» τον φυσικό δικαστή αλλά επιτελεί μια εντελώς διάφορη λειτουργία, αυτή της υποβοήθησης των μερών να καταλήξουν μόνοι τους σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία με γνώμονα τα δικά τους συμφέροντα, γεγονός το οποίο είναι σπάνιο να επιτευχθεί με μια δικαστική απόφαση.

Περαιτέρω, η Διαμεσολάβηση δεν σημαίνει συμβιβασμό, δηλαδή παραίτηση ή υποχώρηση από τα δικαιώματα ή ακόμη και από τις επιθυμίες των μερών, αλλά αντίθετα μπορεί να οδηγήσει σε συμφωνίες, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων θα διατηρηθεί, ακριβώς επειδή θα ικανοποιούν πραγματικά τα μέρη και δεν θα έχουν επιβληθεί από κάποιον τρίτο.


· Μύθος: «Η διαδικασία της διαμεσολάβησης προσθέτει επιπλέον κόστη στους πολίτες»

Πραγματικότητα: Μετά και τις τελευταίες αλλαγές, τις οποίες επέφερε ο Ν. 4640/2019 σχετικά με το κόστος της διαμεσολάβησης θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής:

Η ελάχιστη αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία στα πενήντα (50,00) ευρώ, τα οποία βαρύνουν τα μέρη κατ’ ισομοιρία (ήτοι 25 ευρώ το καθένα) ενώ για κάθε ώρα διαμεσολάβησης μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται στο ποσό των ογδόντα (80,00) ευρώ, η οποία μπορεί να διαφέρει ανα διαμεσολαβητή, και βαρύνει ομοίως τα μέρη κατ’ ισομοιρία. Η αμοιβή δε του νομικού παραστάτη - δικηγόρου κάθε μέρους συμφωνείται ελεύθερα, δηλαδή το μέρος συμφωνεί την αμοιβή του εκάστοτε δικηγόρου του, ενώ ειδικά για τη συμμετοχή του δικηγόρου σε όλη τη διαδικασία της διαμεσολάβησης εκδίδεται, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ποσού εξήντα (60,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου και ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

Κατά δε την κατάθεση του πρακτικού της διαμεσολάβησης στην Γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου προσκομίζεται παράβολο ποσού πενήντα (50,00) ευρώ, το οποίο βαρύνει τον καταθέτη, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

Επομένως τα παραπάνω αναφερόμενα κόστη σε σύγκριση με αυτά μιας διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίων (η οποία και τις περισσότερες φορές δεν περιορίζεται μόνο στον πρώτο βαθμό) είναι πραγματικά χαμηλότερα, αποβαίνοντας τελικώς η διαδικασία της διαμεσολάβησης και από οικονομικής άποψης προς όφελος των μερών.


· Μύθος: «Η διαδικασία της διαμεσολάβησης οδηγεί σε καθυστέρηση στην επίλυση της διαφοράς»


Πραγματικότητα: Από τη στιγμή που τα μέρη αποφασίσουν να υπάγουν τη διαφορά τους στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αυτή θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός σαράντα (40) ημερών, με δυνατότητα παράτασης κατόπιν συμφωνίας των.

Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι σαφώς ταχύτερη από αυτήν της δικαστηριακής επίλυσης της διαφοράς, η οποία προκειμένου να τελεσιδικήσει μπορεί να απαιτηθούν έτη.

Επιπλέον θα πρέπει να επισημανθεί η δυνατότητα υπαγωγής στην ίδια διαδικασία διαμεσολάβησης περισσοτέρων της μιας διαφορών με αποτέλεσμα να εξοικονομείται ακόμη περισσότερος χρόνος στα μέρη. Για παράδειγμα σε μια οικογενειακή διαφορά στην οποία υπάρχουν τα θέματα της επιμέλειας, της επικοινωνίας, της διατροφής τέκνων και των αποκτημάτων των συζύγων, τα οποία μαζί με τα ασφαλιστικά μπορούν να οδηγήσουν σε τουλάχιστον 4 δικαστήρια σε πρώτο βαθμό, με ότι συνεπάγεται αυτό για το χρόνο εκδίκασης τους και της αναμονής έκδοσης απόφασης, θα μπορούσαν να επιλυθούν με μια κοινή διαδικασία διαμεσολάβησης.

Περαιτέρω, τα οφέλη της διαμεσολάβησης είναι και κοινωνικά εφόσον επιτυγχάνεται η αποκατάσταση ή τουλάχιστον η εξομάλυνση των κοινωνικών σχέσεων των μερών, πολύ πιο γρήγορα και με διαδικασία που είναι λιγότερο επώδυνη για αυτά. Κύριο χαρακτηριστικό της διαδικασίας της διαμεσολάβησης είναι η εμπιστευτικότητα καθώς πραγματοποιείται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους των διαμεσολαβητών. Επομένως δεν είναι μια δημόσια διαδικασία, όπως αυτή του ακροατηρίου ενός δικαστηρίου, όπου τα μέρη ανακοινώνουν μέσω και τρίτων μαρτύρων ευαίσθητες, πολλές φορές, για αυτούς καταστάσεις. Συνήθως η δημοσιοποίηση αυτών των καταστάσεων έχει σαν αποτέλεσμα των περαιτέρω τραυματισμό των διαπροσωπικών σχέσεων, οι οποίες εκ των πραγμάτων μπορεί να βρίσκονται ήδη σε κρίση λόγω ενός διαρκούς δικαστικού αγώνα. Η μη δημοσιοποίηση αντίθετα οδηγεί σε γρηγορότερη αποκατάσταση των σχέσεων.


· Μύθος: «Κανείς δεν οφείλει να με ενημερώσει για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης»
Πραγματικότητα: Από 30-11-2019 υφίσταται πλέον θεσμοθετημένη η υποχρέωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο για το σύνολό των αστικών και εμπορικών διαφορών στις οποίες υπάρχει εξουσία διάθεσης, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής για τις προαναφερθείσες οικογενειακές διαφορές και τις διαφορές της τακτικής διαδικασίας αρμοδιότητας του Μονομελούς και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής.

Συμπερασματικά η διαμεσολάβηση ως διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, η οποία διεξάγεται εκτός δικαστηρίου σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο περιλαμβάνοντας κοινές αλλά και κατ’ ιδίαν συναντήσεις, μπορεί να οδηγήσει, μέσω της αυτονομίας των μερών, άμεσα και πιο οικονομικά, σε σύγκριση με τις διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων, στην εξεύρεση λύσης, η οποία θα ικανοποιεί όλους τους εμπλεκομένους, πράγμα αρκετά σπάνιο σε περίπτωση έκδοσης μιας δικαστικής απόφασης. Τα μέρη δεν έχουν καμία απολύτως υποχρέωση να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω της διαμεσολάβησης και έχουν τη δυνατότητα να αποχωρήσουν ελεύθερα οποτεδήποτε από αυτή.

Η επιτυχής έκβαση της διαδικασίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συμβολή του διαμεσολαβητή. Επομένως τα μέρη θα πρέπει να επιλέξουν έναν διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, ο οποίος μέσω της εμπειρίας αλλά και της κατάρτισης την οποία έχει να επιδείξει, τους εμπνεύσει εμπιστοσύνη ώστε μαζί να μπορέσουν να οδηγηθούν στο καλύτερο δυνατό για αυτά αποτέλεσμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΓΡΑΨΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΑ ALERTS ΤΟΥ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ

Δώστε μας ένα Email σας για να μαθαίνετε πρώτοι τι συμβαίνει

* indicates required