Ήταν 17 Σεπτεμβρίου 1940 όταν ο Νικόλαος Χατζησταμούλου από
τα Κοντακέϊκα παρουσιάστηκε στο 18ο Σύνταγμα Σάμου και κατατάχτηκε
στη δύναμη του 11ου λόχου. Στις 17 Σεπτεμβρίου θα επιβιβάζονταν στο
πλοίο και θα αναχωρούσε από τη Σάμο προς άγνωστη κατεύθυνση.
«Μόλις βασίλευε ο ήλιος όλα είχαν φορτωθεί στα δυο μεγάλα
καράβια. Ο κόσμος είχε πλημμυρίσει τους δρόμους, η πόλη είχε σημαιοστολιστεί,
έπλεε μέσα σε λαμπερά φώτα. Ο στρατός ήταν έτοιμος με στολή εκστρατείας μπροστά
η σημαία του Συντάγματος, ο διοικητής και κατόπιν οι λόχοι κατά εξάδες.
Περάσαμε από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης τραγουδώντας. Ο κόσμος φώναζε
«στο καλό, καλή νίκη», τα κορίτσια μας έραναν με λουλούδια».
Πενήντα περίπου χρόνια μετά οι μνήμες του Νικόλαου Χατζησταμούλου,
από τον πόλεμο, στα βουνά της Αλβανίας δημοσιεύονται στο περιοδικό «Απόπλους».
Το πλοίο θα φτάσει στην Αλεξανδρούπολη, έδρα του 5ου
σώματος Στρατού, που υπάγονταν και το 18ο Σύνταγμα Σάμου. Ο πόλεμος
στην Ευρώπη μαίνονταν.
Τη νύχτα της 27 προς 28 Οκτωβρίου η Ιταλία μας κήρυξε τον
πόλεμο. «Εκεί στις Βελανιδιές περιμέναμε ανήσυχοι τι τάχα να συνέβαινε. Και σε
λίγο ήρθε ένα ταξί και δύο φορτηγά αυτοκίνητα. Κατέβηκε ένας ταγματάρχης δύο ανθυπολοχαγοί και μας είπαν «Από τη
στιγμή αυτή βρισκόμαστε σε πόλεμο με την Ιταλία. Μας κήρυξε τον πόλεμο στις 12
τα μεσάνυχτα και τώρα εισβάλουν στα εδάφη μας».
Ένα ρίγος μας συνεπήρε. Ορκιστήκαμε να πολεμήσουμε για την
υπεράσπιση της πατρίδας μας. Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι βλαστημούσαν και ζητούσαν
εκδίκηση στους Ιταλούς φασίστες. Γυρέψαμε όλοι να μας στείλουν στο μέτωπο το
γρηγορότερο. Ο κόσμος χαλούσε, φωνές, μετακινήσεις, συναγερμός. Βγήκαμε σ΄ ένα
ύψωμα και βλέπαμε στις κινήσεις. Παντού είχαν τοποθετηθεί αντιαεροπορικά
πολυβόλα και φυλάκια. Επιστράτευση γενική στο νομό Έβρου μέχρι το 1917, παιδιά,
γέροι, όλοι επί ποδός.
Μας βρήκαν ανέτοιμους. Σε λίγες ημέρες είχαν φτάσει έξω από
τα Ιωάννινα. Εκεί είχε παραταχθεί το 1ο Σώμα στρατού και δύο
συντάγματα Ευζώνων και σε μια αντεπίθεση τους πήραν σβάρνα τους Ιταλούς. Τους
έδιωξαν από τα εδάφη μας και ο ελληνικός στρατός μπήκε νικηφόρος στα αλβανικά
εδάφη.
Πορεία προς το μέτωπο
Στην έδρα του λόχου μου
όλα ήταν έτοιμα να φύγουμε και τώρα πια αρχίζει η εκστρατεία της
Αλβανίας. Μας έδωσαν λίγα τρόφιμα, κουραμάνα, ελιές και δυο κουτιά σαρδέλες και
μόλις νύχτωσε φύγαμε όλο το Σύνταγμα.
Ύστερα από μερικές νύχτες πορεία κατασκηνώσαμε σε ένα ύψωμα. Νερό δεν υπήρχε. Στα 300 μέτρα μια ρεματιά με λίγο νερό. Στρατός πολύς, ζώα, το νερό ούτε έτρεχε. Μόνο σε λάκκους μεγάλους είχε νερό και εκεί άλλοι έπιναν, άλλοι πότιζαν τα ζώα. Καθίσαμε δυο μέρες και πάλι άρχισε η μεγάλη πορεία. Τώρα βαδίζαμε μέρα και νύχτα. Μάθαμε έπεσαν οι Άγιοι Σαράντα. Δεν βλέπαμε την ώρα να φτάσουμε, να πάρουμε και εμείς μέρος στη μάχη. Μια βραδιά φτάσαμε στο σταθμό της Μέστης. Μας άφησαν μακριά από το σταθμό ώσπου να φτάσει η αμαξοστοιχία. Ούτε να μιλάμε, ούτε να καπνίζουμε, αυστηρή διαταγή. Σ’ ένα υψωματάκι ήταν ένα ξωκλήσι. Στην αρχή πήγαν μερικά παιδιά, άναψαν τα καντήλια. Μετά πήγε ο παπα-Λεωνίδας από τον Πλάτανο και ένας ψάλτης από το Καρλόβασι, άρχισαν να ψέλνουν τροπάρια κι έγινε ολόκληρη αγρυπνία. Μαζεύτηκαν στρατιώτες μέσα στο ξωκλήσι κι απ΄ έξω.
Ύστερα από μερικές νύχτες πορεία κατασκηνώσαμε σε ένα ύψωμα. Νερό δεν υπήρχε. Στα 300 μέτρα μια ρεματιά με λίγο νερό. Στρατός πολύς, ζώα, το νερό ούτε έτρεχε. Μόνο σε λάκκους μεγάλους είχε νερό και εκεί άλλοι έπιναν, άλλοι πότιζαν τα ζώα. Καθίσαμε δυο μέρες και πάλι άρχισε η μεγάλη πορεία. Τώρα βαδίζαμε μέρα και νύχτα. Μάθαμε έπεσαν οι Άγιοι Σαράντα. Δεν βλέπαμε την ώρα να φτάσουμε, να πάρουμε και εμείς μέρος στη μάχη. Μια βραδιά φτάσαμε στο σταθμό της Μέστης. Μας άφησαν μακριά από το σταθμό ώσπου να φτάσει η αμαξοστοιχία. Ούτε να μιλάμε, ούτε να καπνίζουμε, αυστηρή διαταγή. Σ’ ένα υψωματάκι ήταν ένα ξωκλήσι. Στην αρχή πήγαν μερικά παιδιά, άναψαν τα καντήλια. Μετά πήγε ο παπα-Λεωνίδας από τον Πλάτανο και ένας ψάλτης από το Καρλόβασι, άρχισαν να ψέλνουν τροπάρια κι έγινε ολόκληρη αγρυπνία. Μαζεύτηκαν στρατιώτες μέσα στο ξωκλήσι κι απ΄ έξω.
Κατά τα μεσάνυχτα ήρθε η αμαξοστοιχία και σε μια ώρα είχε
επιβιβαστεί όλο το τάγμα, φύγαμε. Πέρασαν μέρες και νύχτες πολλές. Περάσαμε
Κομοτηνή, Ξάνθη, Δράμα, Αμύνταιο, Έδεσσα και φτάσαμε στο Καϊμακτσαλάν. Σ’ όλα
τα χωριά που φτάναμε έτρεχε ο κόσμος και με τις ευχές του μας έστελναν στο
καλό. Σ΄ ένα χωριό, ανάμεσα στον κόσμο, ήρθαν και καμιά δεκαριά γυναίκες με τα
μαύρα, μητέρες παιδιών που σκοτώθηκαν
στον πόλεμο. Τους υποσχεθήκαμε πως θα
εκδικηθούμε τους Ιταλούς φασίστες για τον χαμό των παιδιών τους. Ένας
φαντάρος από την Ικαρία είχε μια τσαμπούνα, έμπαινε καταμεσίς και γύρω του
στρατιώτες χόρευαν κι αυτός έπαιζε και τραγουδούσε. Κι εδώ που ήταν οι
λυπημένες μάνες άρχισε η μουσική της γκάιντας κι ο διπλός χορός των παιδιών που
χόρευαν και τραγουδούσαν "Κατεβαίνουμε στον Άδη με τραγούδια και χαρές.." κι
όλο και χόρευαν.
Ακουγόντουσαν τώρα συχνά βαριοί, υπόκωφοι κρότοι βαριών
κανονιών. Την άλλη μέρα φτάσαμε στο Αρμενοχώρι. Αφήσαμε την αμαξοστοιχία και
άρχισαν πάλι οι πορείες με τα πόδια. Κατασκηνώσαμε σε μια ρεματιά. Εκεί ήρθαν
δέκα αεροπλάνα δικά μας και πετούσαν σε χαμηλό ύψος πάνω από τα κεφάλια μας. Τι
χαρά ήταν εκείνη! Έφτασαν και άλλα δύο τάγματα. Σταθήκαμε για να κανονιστεί η
φάλαγγα του συντάγματος. Μπροστά μπήκε η σημαία, η φρουρά της σημαίας. Τα
τάγματα παρουσιάσαμε όπλα στη σημαία που κυμάτιζε εμπρός από τα όπλα μας. Και οι λόγχες που λαμποκοπούσαν.
Άρχισε η εκκίνηση από την αμαξιτή οδό.
Τη νύχτα φτάσαμε στη Φλώρινα. Η πόλη ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Μόνο μερικά περίπολα. Στην άκρη της πόλης είχαν βομβαρδίσει τα Ιταλικά αεροπλάνα. Και βαδίζαμε, βαδίζαμε. Οι αξιωματικοί φώναζαν: «Βαδίστε. Μη διαλύεστε».
Τη νύχτα φτάσαμε στη Φλώρινα. Η πόλη ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Μόνο μερικά περίπολα. Στην άκρη της πόλης είχαν βομβαρδίσει τα Ιταλικά αεροπλάνα. Και βαδίζαμε, βαδίζαμε. Οι αξιωματικοί φώναζαν: «Βαδίστε. Μη διαλύεστε».
Φτάσαμε στην κορυφή του βουνού. Κρύο φοβερό. Χιονόνερο. Τα
πόδια μας δεν μπορούσαμε να τα σηκώσουμε. Μόνα τους σέρνονταν εδώ κι εκεί.
Παραμιλητά, βογγητά, σ’ όλη τη φάλαγγα […]
Μόλις ήρθε το σούρουπο ξεκινήσαμε, πάλι βαδίζοντας όλη τη
νύχτα. Σε μια μεγάλη πορεία φτάσαμε στην Ιεροπηγή και στην Κρυσταλλοπηγή. Στο
δρόμο μας συναντούμε άνδρες, γυναίκες και παιδιά που έφευγαν από τα ερειπωμένα
χωριά τους φορτωμένοι με τα πράγματά τους. Μόλις βγήκε ο ήλιος φτάσαμε στο
χωριό Άγιος Δημήτρης. Το χωριό ήταν βομβαρδισμένο. Οι κάτοικοι είχαν αφήσει τα
σπίτια τους ανοιχτά και όλα τα πράγματα και τα ζώα τους εγκαταλειμμένα και
είχαν φύγει προς το εσωτερικό της Ελλάδας. […]
Το βράδυ φύγαμε , βαδίζαμε πάντα. Στο δρόμο μας συναντούσαμε
κι άλλες δυνάμεις που βάδιζαν γι άλλα μέτωπα. Φτάνανε μεταγωγικά, μεγαλόσωμα
άλογα που έσερναν μεγάλα κανόνια και που στις ανηφοριές δεν μπορούσαν να τα
σύρουν και τραβούσαν και οι άνδρες μαζί.
Στο μέτωπο του πολέμου
Τα μεσάνυχτα φτάσαμε στα αλβανικά σύνορα. Οι καρδιές μας
χτυπούν. Θα νικήσουμε στο τέλος. Θα τους διώξουμε από την Αλβανία. Τρεχάτε
παιδιά να προλάβουμε κι εμείς, ε! παιδιά! Να τους φάμε! Στη θάλασσα! Στη
θάλασσα θα τους πετάξουμε! Γυρίζουμε και κοιτάζουμε την πατρίδα που αφήνουμε
πίσω μας. Γεια σου καλή μας μάνα, και δεν θα γυρίσουμε αν δεν νικήσουμε! Θα
πεθάνουμε για να μείνεις ελεύθερη! […]
Ξημέρωσε. Σήμερα τα χωράφια είναι γεμάτα χαρακώματα και
ατομική ορύγματα. Δόθηκε εδώ πριν λίγες ημέρες μάχη σκληρή. Σκορπισμένα κράνη
και όπλα ιταλικά παντού. Κι αλλού αίματα είχαν βάψει το χώμα. Άραγε ελληνικό
ήταν το αίμα; […]
Δεν είχαμε πολύ απομακρυνθεί , όπου περνούσαν 7 εχθρικά
αεροπλάνα, μας είδαν εκεί που βαδίζαμε ακούσαμε το σφύριγμα από τις βόμβες. Σωρός
πέσαμε όλοι μέσα στα χαντάκι του δρόμου. Δεν είχαμε προλάβει να ξαπλωθούμε καλά
καλά και δίπλα μας οι βόμβες έσκαζαν ολόγυρά μας, τα βλήματα περνούσαν σωρός
από πάνω μας. Χώματα στον αγέρα, σβώλοι πάνω από τα κεφάλια μας, μια ώρα
σφύριζαν τα βλήματα στα αυτιά μας. Τέλος νύχτωσε και αρχίσαμε πάλι την πορεία.
Ξημερωθήκαμε σ’ ένα δάσος. Στα απέναντι βουνά βρίσκονταν τα χαρακώματα του
εχθρού. Το βράδυ πάλι ξεκινήσαμε. Μα τώρα βαδίζαμε πολύ προσεχτικά. Τσιμουδιά
δεν ακουγόνταν ούτε πατήματα ούτε τίποτα. Φτάσαμε κοντά σ’ ένα μοναστήρι σ’ ένα
δασύ δάσος. Διαταγή από τον ταγματάρχη να συγκεντρωθούμε όλοι, οι αξιωματικοί,
οι λοχίες, οι ομαδάρχες του τάγματος. Μας είπε:
«Αξιωματικοί προσοχή στους λόχους και σεις διμοιρίτες τις
διμοιρίες σας. Λοχίες, από σας εξαρτάται η νίκη του τάγματός μας. Την ομάδα σας
πρέπει να την κρατάτε γερά μέσα στη χούφτα σας, μην σας ξεφύγει κανείς
στρατιώτης. Να προσέχετε καλύτερα κι απ’ τη δική σας ζωή τη ζωή των στρατιωτών
σας. Ν’ αγαπάτε τους στρατιώτες σας καλύτερα και από τον εαυτό σας. Σαν αδέλφια
σας. Σαν παιδιά σας. Το πρωί μπαίνουμε σε μάχη. Καρδιά, θάρρος και προσοχή.
Γιατί ο πόλεμος είναι τέχνη […]
Μόλις ξημέρωσε τα όπλα ανά χείρας και σιγά σιγά σκυφτοί
λάβαμε θέσεις. Σε λίγο ακούστηκαν οι πρώτες τουφεκιές του 1ου
συντάγματος που συνεπλάκη με τον εχθρό. Ακούγαμε τα παιδιά μας να προχωρούν
φωνάζοντας «Αέραααα». Η απέναντι πλαγιά καίγονταν. Βούιζαν οι ρεματιές από τις
οβίδες του πυροβολικού, τους κρότους των τουφεκιών, οπλοπολυβόλα και πυροβόλα
[…]
Η μάχη εξακολουθεί ο τόπος καίγεται. Η πλαγιά απέναντι
βράζει από τις οβίδες και τα βλήματα. Εμείς καθόμαστε σε έναν αυχένα και τα
βλήματα σφυρίζουν στ’ αυτιά μας. Η καρδιά μας χτυπάει δυνατά, θα φύγουμε, θα
φύγουμε! Και ξαφνικά όλος ο λόχος ορμά κατά του εχθρού. «Αέραααα…!» φωνάζουμε
κι όρθιοι τρέχουμε να προσπεράσουμε ο ένας τον άλλον. Όλος ο λόχος τρέχουμε,
περνάμε τη χαράδρα και πιάνουμε τις ανηφοριές. «Θάρρος παιδιά! Εμπρός! Αέραααα!
Και αγάντα τουφεκιές. Τα πολυβόλα θέριζαν το 1ο τάγμα βάλλει κι αυτό
εφ’ όπλου λόγχη και όρμησε εμπρός. Πιο αριστερά πλευροκόπησε το 2ο
τάγμα. Είναι γενική επίθεση. Όλα τα όπλα βάλλουν. Βούιζαν οι ρεματιές και οι
χαράδρες. Τι κακό γινόταν.
Ανεβαίναμε τον ανήφορο κατά την κορυφή του βουνού που ήταν
οχυρωμένοι οι Ιταλοί. Τρέχαμε. Μπροστά μου έπεσε ένας φαντάρος τον έπιασα να
σηκωθεί και του λέω δεν είναι τίποτα, σήκω και τρέχα. Από τα πλευρά του έτρεχε
αίμα. Είχε τραυματιστεί με διαμπερές τραύμα στα πλευρά. Τον άφησα κι έφυγα.
Έτρεχα εμπρός. Άλλος από την ομάδα μου τραυματίστηκε στο πόδι. Δεν είναι
τίποτα. «Εμπρός παιδιά!». Τα τάγματα προχωρούν. Μετά δύο ώρες μάχη τους
εκτοπίσαμε από την πρώτη τους γραμμή. Βγήκαμε νικηφόροι πάνω στην κορυφή. Εκεί
ήταν τα χαρακώματά τους. […]
Ο θάνατος του συνταγματάρχη Κεφαλόπουλου
Στα απέναντι υψώματα έφτασε ο αντισυνταγματάρχης
Κεφαλόπουλος, υποδιοικητής του συντάγματος. Σηκώθηκε γονατιστός και με τα
κιάλια κοιτούσε από που μας βάλλουν. Κάτω μακριά απέναντι ήταν ένα χωριό, είχε
ένα τζαμί και επάνω στο μιναρέ είχαν δύο πολυβόλα κι από εκεί μας
πλευροκοπούσαν. Δίνει τα στοιχεία στο πυροβολικό μας και αρχίζει το κανονίδι
μέσα στο χωριό. Μια, δυο, τρεις, η τέταρτη οβίδα έπεσε πάνω στο μιναρέ. Πάει
στο διάολο ο μιναρές και τα πολυβόλα του. Τον βλέπαμε που γκρεμίζονταν, όλο το
χωριό τώρα πετούσε μαύρο καπνό και είχε πνιγεί μέσα στο κουρνιαχτό. Το κανονίδι
εξακολουθούσε. Σε λίγο στο χωριό σηκώθηκε λευκή σημαία. Παραδόθηκαν. Ο
υποδιοικητής σηκώνεται όρθιος και φωνάζει. «Έλληνες στρατιώτες! Θάρρος!
Εμπρός!». Μα δεν είχε τελειώσει τη φράση του και δύο σφαίρες τον χτύπησαν στο
κεφάλι. Σωριάστηκε νεκρός ο ταγματάρχης Κεφαλόπουλος […]
Είναι πια χειμώνας βρέχει ασταμάτητα. Βαδίζουμε μέσα στις
λάσπες γι' άλλη κατεύθυνση. Η αποστολή μας στα βουνά του Μοράβα τελείωσε,
βαδίζουμε προς τη λίμνη Οχρίδα. Σήμερα είναι 27 Νοεμβρίου. Βαδίζουμε προς την
κορυφή του βουνού. Βαδίζαμε. Φτάσαμε άλλη πλαγιά. Εδώ ήταν νέες αμυντικές
γραμμές των Ιταλών. Θα γινόνταν νέα γενική επίθεση. Το απόγευμα στις 3 η ώρα
της 28 Νοεμβρίου φτάσαμε την τελευταία πλαγιά. Εκεί στον αυχένα που
βρισκόμασταν ξαφνικά ακούσαμε ομοβροντίες κανονιών και σε λίγο οι οβίδες έσκαζαν
δίπλα μας. Άρχιζε η μάχη. Διαταγή αμέσως ο ταγματάρχης «εις διάταξιν μάχης», οι
λόχοι στη θέση τους, οι διμοιρίες, οι ομάδες, όλοι σε δύο λεπτά έτοιμοι με τα
όπλα στα χέρια […]
Τρέχαμε 50 μέτρα, πότε πιο λίγο και αλτ. Πέφταμε πάλι κάτω
και βάλλαμε. Προχωρούσε η άλλη ομάδα, η πιο αριστερή μου και η δεξιά μου. Έβαλλε
η μία, προχωρούσε η άλλη και ούτω καθ’ εξής. Μα τα πυρά όλο και δυνάμωναν. Τα
πολυβόλα θέριζαν τον τόπο. Κάπου κάπου ακούγαμε φωνές «Ααχ πάω παιδιά!». Μα δεν
γύριζε να δει κανείς, η δουλειά μας ήταν πάντα μπροστά, οι τραυματισμένοι ήταν
δουλειά άλλου. Με πότε πότε όταν γύριζε κανείς το κεφάλι πίσω έβλεπε
σκορπισμένα κορμιά να σπαρταρούν μέσα στα μαύρα χώματα και το αίμα να βάφει τη
γη. Ήμασταν μεθυσμένοι. Μόνο φωνές βγαίναμε και ορμούσαμε σα λυσσασμένοι […] Γύρισα
και είδα πίσω, 150 μέτρα περίπου, δίπλα σ’ ένα χοντρό δέντρο ήταν ένας στρατιώτης
και έκλαιγε. Πιο πίσω ο ταγματάρχης με το πιστόλι στο χέρι του έλεγε να προχωρήσει αλλιώς θα τον σκότωνε. Μα ο
φαντάρος έκλαιγε και φώναζε «Δεν μπορώ». Ο ταγματάρχης έξαλλος από τον θυμό του
και από τα πυρά εκείνα δεν άκουγε τον φαντάρο, ορμά με θυμό μέσα στα πυρά και
έτρεχε όρθιος. Και ξαφνικά τον είδαμε έσκυβε και χάιδευε τον φαντάρο. Ο στρατιώτης
είχε σπάσει το πόδι του με διαμπερές τραύμα. Τον σήκωσε, τον έβαλε στην πλάτη
του και τον πήγε πιο πίσω.
Η μάχη εξακολουθούσε. Τα πολυβόλα έβαλλαν ακατάπαυστα, οι
φτέρες κόβονταν σαν να τις θέριζες με κλαδευτήρι […]
Κι η πλαγιά χόρευε από το κακό που γινόνταν, λες κι άνοιξε ο
ουρανός και έβρεχε όλους τους κεραυνούς, φωτιά και χώματα. Μέσα σε αυτήν την
κόλαση τα παιδιά του δέκατου λόχου και της διοίκησης του λόχου προσπαθούν να
περάσουν. Τους βλέπουμε που τρέχουν. Οι σάλπιγγες από πίσω χτυπούσαν «Προχωρείτε
προχωρείτε» […]
Η μέρα χάνεται και όλα μπροστά μας ερείπια. Το τάγμα μας όλο
και διαλύεται. Ο δέκατος λόχος έχει διαλυθεί. Όσοι δεν πέρασαν, ήρθαν και
προσκολλήθηκαν σε μας […]
Και ξεχυθήκαμε να κάνουμε τη δεύτερη επίθεση. Με φωνές και
πυροβολισμούς προχωρήσαμε. Όλοι προς τα πάνω. Βρισκόμαστε τώρα σε μικρή απόσταση
από τους Ιταλούς από τα χαρακώματά τους που γύρισαν πάλι και ταμπουρώθηκαν. Η νεκρή
ζώνη είναι μόνο 300 μέτρα. Και μέσα σε αυτήν καίγεται ο τόπος. Μέσα σε αυτό το
μέρος που γεμάτο δεντράκια, τα κλαδιά καίγονται, μαύρος καπνός σηκώνεται, το
χώμα σκάβεται, ο θάνατος απλώνεται. Ένας λοχίας δίπλα μου σήκωσε λίγο το κεφάλι,
έξι σφαίρες φυτεύτηκαν στο κούτελό του. Πρόλαβε και είπε «μάνααα..» και ξεψύχησε.
Ένας άλλος έφαγε μια στο λαιμό. Το αίμα έβγαινε από το στόμα. Σηκώθηκε όμως κι
έφυγε σιγά σιγά. Άλλος χτυπήθηκε στην πλάτη. Πιο κάτω μια οβίδα που έσκασε
έκοψε μιανού χέρι και πόδι. […]
Έχει νυχτώσει πια και μείναμε στις θέσεις μας. Με τη λόγχη
στο χέρι περιμέναμε αντεπίθεση ή αιφνιδιασμό.
Συγκεντρωθήκαμε, αξιωματικοί και
οπλίτες όλοι κι όλοι 72. Φυσίγγια είχαμε, άλλος 5 κι άλλος δέκα. Μάταιη θα ήταν
κάθε αντίστασή μας ή άμυνα ή επίθεση με πυροβολισμούς. Πήραμε θέσεις και την
αυγή με εφ’ όπλου λόγχη για τα χαρακώματα των Ιταλών. Κι ό,τι ήθελε ας γινόνταν.
Ένας άναψε τσιγάρο, του ήρθε μια σφαίρα κι έμεινε στον τόπο.
Επιτέλους χάραξε. Όλοι έτοιμοι. Οι λόγχες γυαλίζουν. Η απόσταση
που μας χωρίζει είναι λίγη, ένα γερό άλμα και φτάνουμε. Θα πηδήσουμε στα
χαρακώματά τους.
Περιμένουμε. Ψίθυρος δεν ακούγεται. Μόνο πατήματα Ιταλών.
Φαίνεται πως κι αυτοί ετοιμάζονται. Ακούγεται η πιστολιά του ταγματάρχη. Και ξεχυθήκαμε.
Τρέχουμε και φωνάζουμε σαν παλαβοί. Τι δύναμη ήταν εκείνη! Κανείς δεν
έμεινε πίσω. Οι Ιταλοί δεν απάντησαν. Φτάσαμε
στα χαρακώματα, πηδούσαμε μέσα. Τα βρίσκουμε άδεια! Το’ σκασαν! Έφυγαν τη
νύχτα! Μέσα στα χαρακώματά τους τα πολυβόλα τους άθικτα και σωροί κάλυκες. Κάσσες
ολόκληρες άδειες, ταινίες ολόκληρες σειρές, ταινίες με οχτακόσια φυσίγγια. Σαστισμένοι
ψάχνουμε εδώ κι εκεί. Η φωνή του ταγματάρχη μας έκοψε «Δρόμο παιδιά να τους πιάσουμε».
Τρέχουμε προς τα πάνω, φτάνουμε την κορυφή και πιάνουμε την κατηφοριά. Εδώ είναι
ο καταυλισμός τους, στημένες σκηνές πολλές. Τρέχουμε, φωνάζουμε, τρυπούμε τις σκηνές
μα είναι φευγάτοι από μέσα. Πιο κάτω βλέπουμε έναν που ατάραχος πλενόνταν. Σήκωσε
το χέρι του και παραδόθηκε. Σε μια άλλη σκηνή δύο κοιμόντουσαν ακόμα,
ξαφνιάστηκαν όταν μας είδαν. Δεν ήθελαν να πιστέψουν πως πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Σε
μια χαράδρα βρήκαμε 46 κρυμμένους με τα όπλα τους. Τους βάλλουμε μια ριπή με το
οπλοπυλοβόλο, αλλά αυτοί δεν μας έριξαν. Μα δεν πετούσαν τα όπλα. Ύστερα ήρθαν
κι άλλοι δικοί μας, τους κυκλώνουμε, πέταξαν τα όπλα, παραδόθηκαν. Πιο πέρα
βρήκαμε κι άλλους. Τρέχαμε, περνούσαμε τα υψώματα και τις πλαγιές. Τέλος πιάσαμε
312. Μα ήμαστε λίγοι. Οι πολλοί το έσκασαν, τους βλέπουμε που τρέχουν, μια ολόκληρη
φάλαγγα. Είναι περίπου 600 άνδρες.
Κατά την πρωινή μας έφοδο κι όταν είχαν φύγει οι Ιταλοί οι
φαντάροι μας έπεσαν μέσα στο χωριό. Άφθονα ήταν τα πυρομαχικά στον καταυλισμό τους,
σωροί ολόκληροι κάσσες, σωροί σαν σπίτια φυσίγγια πολυβόλων, χειροβομβίδων, όλμοι
και οβίδες πυροβολικού. Βρήκαμε και ένα πυροβόλο ανέπαφο. «Άτιμο, εσύ μας έβαλλες;»
Θέλησαν να το αναποδογυρίσουν μερικοί φαντάροι μας, μα δεν τα κατάφεραν. Ήταν βαρύ.
Όπλα γεμάτος ο τόπος. Κι αποθήκες, άρβυλα, κουραμάνες και κονσέρβες. Και σωροί
χαρτιά. Διαταγές, χάρτες. Γέμισαν οι πλαγιές. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε πιο πολύ. Έπρεπε
να τους κυνηγήσουμε κατά πόδι, να μην μπορέσουν να ανασυνταχθούν. Φεύγουμε, περάσαμε
κάμποσα υψώματα και πλαγιές. Πιάσαμε κι άλλους…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου