To Σάββατο 21 Ιουλίου και ώρα 20.00 θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου «Καταραμένες Πολιτείες» (Εκδόσεις Κύφαντα) της Έλενας Χουσνή, στον Κόκκινο Πύργο (Ξενοδοχείο Ινώ). Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Άννα Λυγερά, κοινωνιολόγος, Χρήστος Καζάζης, γιατρός και Λουκάς Τζόγιας, συγγραφέας. Τον συντονισμό της συζήτησης θα κάνει ο δημοσιογράφος Μιχάλης Σβαρνιάς.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Η λέπρα εγκατέλειψε τα λημέρια τους, ερείπωσε η φυλακή τους, γκρέμισαν οι τοίχοι, έπεσε η στέγη, ερήμωσε ο τόπος, δεν είναι πια το ρέμα το σύνορο του κόσμου, και πάλι όμως η ιερή απόσταση δεν περπατήθηκε.
Αυτή την αρρώστια δεν την νίκησαν ποτέ. Δεν έχει φάρμακο. Εκεί έξω έγιναν πολυτραυματίες, μέτρησαν πληγές που δεν τις γνώριζαν και δεν ήξεραν να τις γιατρέψουν. Βαθιές, κοφτερές, με μπόλικο φαρμάκι. Καινούριο φαρμάκι, ανίκητο. Καθάρισε το σώμα τους μα οι άλλοι ήθελαν μια κάθαρση διαφορετική, τελειωτική, να έχει σύνορα συγκεκριμένα, αδιάβατα. Δεν βρέθηκε διαβατήριο για αυτά τα σύνορα. Ακόμη αδιάβατα είναι.
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»
Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Χανσενικών αγωνίζεται για τα προβλήματα των ασθενών. Κάποτε το Υπουργείο Υγείας δεν γνώριζε καν την ύπαρξή τους. Δώσαμε μάχη στη Σπιναλόγκα να φτιαχτεί το οστεοφυλάκιο με τα ονόματα των νεκρών. Το βιβλίο της Έλενας Χουσνή ρίχνει φως στη ζωή τους, στο στίγμα αλλά και στον αγώνα τους κατά το παρελθόν να αποκτήσουν «όνομα», «ταυτότητα». Έναν αγώνα διαρκή που μας αφορά όλους!
«Η εμβάθυνση στην ψυχολογία του κάθε χαρακτήρα έχει σαν αποτέλεσμα οι ήρωες του βιβλίου να παρουσιάζονται όχι σχηματικά ως «τύποι ανθρώπων» αλλά ως ζωντανές προσωπικότητες… Σε όλο το βιβλίο η συγγραφέας επιμένει ιδιαίτερα στο δράμα των χανσενικών που οφείλεται όχι τόσο στις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες διαβιούν και τις οποίες περιγράφει με εξαιρετική δύναμη, όσο στην αίσθηση του αποκλεισμού, της μοναξιάς, της απόρριψης από την οικογένεια και από την κοινωνία. Και εδώ οι περιγραφές της για τον πόνο των ανθρώπων αυτών, είναι πραγματικά συγκινητικές, συγκλονιστικές θα έλεγα. Κοινωνικοί παρίες λόγω της άγνοιας των συνανθρώπων τους για το τι ακριβώς είναι η ασθένειά τους και της προκατάληψης που την συνόδευε, οι χανσενικοί προσπαθούν να οργανώσουν τη μικρή τους κοινωνία και να ζήσουν μια όσο το δυνατόν «νορμάλ» ζωή καταπίνοντας την πίκρα της εγκατάλειψης κυρίως από τους δικούς τους ανθρώπους που τους έχουν διώξει, απορρίψει ή ξεχάσει και μόνο κάποιοι τους θυμούνται αν έχουν να κερδίσουν κάτι...
Το βιβλίο θίγει πολλά θέματα που άπτονται γενικότερα του ρατσισμού, της μη ανοχής απέναντι στη διαφορετικότητα, του φόβου που οι προκαταλήψεις απέναντί της δημιουργούν και της απάνθρωπης συμπεριφοράς που προκύπτει στη συνέχεια. Η αναφορά στα «μπάσταρδα της Ρηνανίας», που βεβαίως έχει να κάνει με την φασιστική αντίληψη περί καθαρότητας της φυλής, είναι πολύ χαρακτηριστική. Συγκίνηση προκαλούν οι περιγραφές του αποχωρισμού των άρρωστων μανάδων από τα υγιή μωρά που έφεραν στον κόσμο, μέσα στο γκέτο του Λεπροκομείου. ‘Ο,τι πιο απάνθρωπο μπορεί να κάνει κανείς σε μια μάνα. Να της στερήσει βίαια το παιδί της. Η κοινωνία της εποχής, όχι απλώς μετατρέπει σε παρίες τους χανσενικούς αλλά τους τιμωρεί κιόλας, στερώντας τους το δικαίωμα στις πιο απλές ανθρώπινες χαρές.
Ένα βιβλίο που σηκώνει το καθαρό σεντόνι και δείχνει το πύον. Όχι αυτό της αρρώστιας! Εκείνο του (δικαιολογημένου ως ένα σημείο - ας μην είμαστε άδικοι) φόβου, της άγνοιας, της προκατάληψης, αλλά και της υποκρισίας των υγιών, των όμορφων και των «καθώς πρέπει».
Ένα βιβλίο που «περνάει το ρέμα» και περπατάει την «ιερή απόσταση» για να μας γνωρίσει έναν άλλο κόσμο, ξεγραμμένο τότε, ξεχασμένο τώρα πια. Ξεχασμένο, όπως οι ιστορίες των ανθρώπων του, ξεχασμένο σαν το κτήριο που έγινε το σπίτι τους, ξεχασμένο σαν τα ανώνυμα μνήματα (που αλήθεια αναρωτιέμαι αν υπάρχουν ακόμα…).
Δεν είναι ωστόσο σκοτεινό και μαύρο το βιβλίο. Όπως γίνεται συνήθως στις αληθινά τραγικές ιστορίες, μες στο σκοτάδι, αχνοφέγγει το φως! Όχι μόνο απ’ την πολυπόθητη θεραπεία που επιτέλους θα έβαζε τέλος στο μαρτύριο, όχι μόνο απ' τα «λεπρόπαιδα» που γλίτωσαν, ξέφυγαν και πρόκοψαν ευτυχισμένα, αλλά και απ’ την αγάπη, την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την κατανόηση, που άνθισαν σιγά σιγά και στις δυο όχθες του ρέματος…
Η λέπρα εγκατέλειψε τα λημέρια τους, ερείπωσε η φυλακή τους, γκρέμισαν οι τοίχοι, έπεσε η στέγη, ερήμωσε ο τόπος, δεν είναι πια το ρέμα το σύνορο του κόσμου, και πάλι όμως η ιερή απόσταση δεν περπατήθηκε.
Αυτή την αρρώστια δεν την νίκησαν ποτέ. Δεν έχει φάρμακο. Εκεί έξω έγιναν πολυτραυματίες, μέτρησαν πληγές που δεν τις γνώριζαν και δεν ήξεραν να τις γιατρέψουν. Βαθιές, κοφτερές, με μπόλικο φαρμάκι. Καινούριο φαρμάκι, ανίκητο. Καθάρισε το σώμα τους μα οι άλλοι ήθελαν μια κάθαρση διαφορετική, τελειωτική, να έχει σύνορα συγκεκριμένα, αδιάβατα. Δεν βρέθηκε διαβατήριο για αυτά τα σύνορα. Ακόμη αδιάβατα είναι.
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»
Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Χανσενικών αγωνίζεται για τα προβλήματα των ασθενών. Κάποτε το Υπουργείο Υγείας δεν γνώριζε καν την ύπαρξή τους. Δώσαμε μάχη στη Σπιναλόγκα να φτιαχτεί το οστεοφυλάκιο με τα ονόματα των νεκρών. Το βιβλίο της Έλενας Χουσνή ρίχνει φως στη ζωή τους, στο στίγμα αλλά και στον αγώνα τους κατά το παρελθόν να αποκτήσουν «όνομα», «ταυτότητα». Έναν αγώνα διαρκή που μας αφορά όλους!
Μανώλης Κυριακάκης, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Χανσενικών
«Η εμβάθυνση στην ψυχολογία του κάθε χαρακτήρα έχει σαν αποτέλεσμα οι ήρωες του βιβλίου να παρουσιάζονται όχι σχηματικά ως «τύποι ανθρώπων» αλλά ως ζωντανές προσωπικότητες… Σε όλο το βιβλίο η συγγραφέας επιμένει ιδιαίτερα στο δράμα των χανσενικών που οφείλεται όχι τόσο στις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες διαβιούν και τις οποίες περιγράφει με εξαιρετική δύναμη, όσο στην αίσθηση του αποκλεισμού, της μοναξιάς, της απόρριψης από την οικογένεια και από την κοινωνία. Και εδώ οι περιγραφές της για τον πόνο των ανθρώπων αυτών, είναι πραγματικά συγκινητικές, συγκλονιστικές θα έλεγα. Κοινωνικοί παρίες λόγω της άγνοιας των συνανθρώπων τους για το τι ακριβώς είναι η ασθένειά τους και της προκατάληψης που την συνόδευε, οι χανσενικοί προσπαθούν να οργανώσουν τη μικρή τους κοινωνία και να ζήσουν μια όσο το δυνατόν «νορμάλ» ζωή καταπίνοντας την πίκρα της εγκατάλειψης κυρίως από τους δικούς τους ανθρώπους που τους έχουν διώξει, απορρίψει ή ξεχάσει και μόνο κάποιοι τους θυμούνται αν έχουν να κερδίσουν κάτι...
Το βιβλίο θίγει πολλά θέματα που άπτονται γενικότερα του ρατσισμού, της μη ανοχής απέναντι στη διαφορετικότητα, του φόβου που οι προκαταλήψεις απέναντί της δημιουργούν και της απάνθρωπης συμπεριφοράς που προκύπτει στη συνέχεια. Η αναφορά στα «μπάσταρδα της Ρηνανίας», που βεβαίως έχει να κάνει με την φασιστική αντίληψη περί καθαρότητας της φυλής, είναι πολύ χαρακτηριστική. Συγκίνηση προκαλούν οι περιγραφές του αποχωρισμού των άρρωστων μανάδων από τα υγιή μωρά που έφεραν στον κόσμο, μέσα στο γκέτο του Λεπροκομείου. ‘Ο,τι πιο απάνθρωπο μπορεί να κάνει κανείς σε μια μάνα. Να της στερήσει βίαια το παιδί της. Η κοινωνία της εποχής, όχι απλώς μετατρέπει σε παρίες τους χανσενικούς αλλά τους τιμωρεί κιόλας, στερώντας τους το δικαίωμα στις πιο απλές ανθρώπινες χαρές.
Έρη Ρίτσου
Ένα βιβλίο που σηκώνει το καθαρό σεντόνι και δείχνει το πύον. Όχι αυτό της αρρώστιας! Εκείνο του (δικαιολογημένου ως ένα σημείο - ας μην είμαστε άδικοι) φόβου, της άγνοιας, της προκατάληψης, αλλά και της υποκρισίας των υγιών, των όμορφων και των «καθώς πρέπει».
Ένα βιβλίο που «περνάει το ρέμα» και περπατάει την «ιερή απόσταση» για να μας γνωρίσει έναν άλλο κόσμο, ξεγραμμένο τότε, ξεχασμένο τώρα πια. Ξεχασμένο, όπως οι ιστορίες των ανθρώπων του, ξεχασμένο σαν το κτήριο που έγινε το σπίτι τους, ξεχασμένο σαν τα ανώνυμα μνήματα (που αλήθεια αναρωτιέμαι αν υπάρχουν ακόμα…).
Δεν είναι ωστόσο σκοτεινό και μαύρο το βιβλίο. Όπως γίνεται συνήθως στις αληθινά τραγικές ιστορίες, μες στο σκοτάδι, αχνοφέγγει το φως! Όχι μόνο απ’ την πολυπόθητη θεραπεία που επιτέλους θα έβαζε τέλος στο μαρτύριο, όχι μόνο απ' τα «λεπρόπαιδα» που γλίτωσαν, ξέφυγαν και πρόκοψαν ευτυχισμένα, αλλά και απ’ την αγάπη, την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την κατανόηση, που άνθισαν σιγά σιγά και στις δυο όχθες του ρέματος…
Γιώργος Κωνσταντάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου