Ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της προπολεμικής και
μεταπολεμικής Σάμου, ήταν και το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής στο Βαθύ. Χωρίς να
είναι επίσημη αργία, τα μαγαζιά έκλειναν, οι δουλειές σταματούσαν και όλοι
οικογενειακώς, έσπευδαν από τα βαθιά χαράματα να πάρουν το δρόμο για το
Μοναστήρι. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, ούτε και ο δρόμος που οδηγεί σήμερα έξω από
την πόρτα του μοναστηριού. Τα λίγα αγοραία (ταξί), μετέφεραν, ύστερα από
συμφωνία, λιγοστούς προσκυνητές, ως εκεί που ξεκινούσε το πέτρινο μονοπάτι για
το Μοναστήρι.
Οι αγροτικές οικογένειες ήταν περισσότερο προνομιούχες, γιατί
είχαν τα «ζωντανά», τα γαϊδουράκια, τα άλογα, τις φοράδες και κουβαλούσαν όχι
μόνο τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αλλά και την «κουμπάνια», τα τρόφιμα και
τα στρωσίδια, για να τα στρώσουν κάτω από ένα πεύκο και να περάσουν την ημέρα
τους με φαγητό, κρασί και διασκέδαση. Η διασκέδαση δεν έλειπε, υπήρχαν
κομπανίες με μουσικά όργανα αλλά και πρόχειρα καφενεδάκια, όπου σερβίριζαν
κρασί και ούζο και μια πίστα για χορό. Οι κούνιες της Λαμπρής ήταν η παράδοση,
η αντάμωση της νεολαίας, αγόρια και κορίτσια μαζί για μια τσάρκα στον
ανοιξιάτικο ουρανό.
Το πρώτο πιάτο της ημέρας ήταν η «γιορτή», που παρασκεύαζαν
στο μοναστήρι σε μεγάλα καζάνια και τη μοίραζαν στους επισκέπτες μετά τη θεία
λειτουργία. Ένα μέρος από το εκκλησίασμα ακολουθούσε τη λιτάνευση της εικόνας
της Παναγιάς, ως την «Αμπάρα». Κατά τη διαδρομή, η μεταφορά της εικόνας περνούσε
από τα χέρια των πιστών, που το είχαν τάμα, να μεταφέρουν, έστω για λίγα
βήματα, την θαυματουργή εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής.
Στην «Αμπάρα», γινόταν η μεγάλη δέηση για την ειρήνη του
σύμπαντος κόσμου, για την ευφορία των καρπών, για την υγεία των κατοίκων, για
τη μνήμη των χαμένων πατρίδων της Ιωνίας, για τους νεκρούς της Μικρασιατικής
καταστροφής. Άλλη μια δέηση γινόταν στο ύψος του μικρού νεκροταφείου, όπου
υπήρχε και οστεοφυλάκιο και με την επιστροφή της εικόνας στο μοναστήρι,
τελείωνε η πανηγυρική λειτουργία.
Στο δάσος με το ξέφωτο, ξεκινούσε ο χορός και
το φαγοπότι, και στο ηγουμενείο, στους καλεσμένους του αείμνηστου Ηγουμένου
Χαρίτωνος, μετά την «γιορτή», έφταναν οι ταβάδες με τα ψητά γεμιστά κατσίκια
και τις ροδοκόκκινες πατάτες, από τον κύριο Ξέρξη, τον καλλίτερο αρχιμάγειρα
του Βαθιού, εκείνη την όμορφη εποχή.
Στη φωτογραφία η λιτάνευση της εικόνας έχει ξεκινήσει. Πίσω,
μόλις διακρίνεται η άγια μορφή του Χαρίτωνος. Έτος 1965...
Πατήστε στη φωτογραφία για μεγέθυνση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου