Φωτο: samosbook.gr |
Το έθιμο πραγματοποιούνται παλιά την Καθαρά Δευτέρα και
πληροφορίες για την τήρησή του δίνει ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης στο βιβλίο
του «Σαμιακά».
«Το έθιμο προέρχεται από την εποχή της τουρκοκρατίας, όπου ο
Καδής ήταν ο Οθωμανός δικαστής που πήγαινε στη Σάμο μία φορά το χρόνο, για να
επιλύσει διαφορές. Επίσης εισέπραττε πρόστιμα με σκοπό να τα αποδώσει στο
Σουλτάνο. Στις μέρες μας το έθιμο αναβιώνει εμπλουτισμένο με σατυρικά δρώμενα,
ενώ με κρασί και μεζέδες, το κέφι ανεβαίνει παράλληλα με τις «ατάκες» του Καδή
και των «δικαζομένων» από αυτόν.
Ήρωας των διασκεδάσεων αυτής της μέρας είναι συνήθως ένας από
εκείνους που κάνουν τη στραμπάλα, ο οποίος μέλλει να παραστήσει το πρόσωπο του
Καδή, του ιεροκριτή δηλαδή των Τούρκων. Εκείνος που θα του λάχει τέτοια τιμή
και που πρέπει να ξέρει την τούρκικη γλώσσα, τυλίγεται σ’ ένα παμπάλαιο ιμάτιο,
παραπλήσιο με το τριβώνιο του Μενίππου, βάζει στο κεφάλι του ένα χαλβαδοκούτι
περικαλυμμένο μ΄ ένα πράσινο ύφασμα καθώς είναι το κάλυμμα του κεφαλιού των
Τούρκων, το λεγόμενο καβούκι, κι αφού αλείψει το πρόσωπό του με μέλι και το
πιτσιλίσει με πίτουρα, προσαρτά και μια άσπρη γενειάδα από πρόβεια μαλλιά καβαλικεύει
ανάποδα σ’ έναν γάιδαρο, την ουρά του οποίου κρατάει..για χαλινάρι και οι συνεργάτες
του, που είναι μεταμφιεσμένοι σε άταχτους Οθωμανούς στρατιώτες, δηλαδή γκιζάνια
και σε ζεϊμπέκια, τον περιστοιχίσουν, κρατώντας παλιοτούφεκα και σκουριασμένα γυμνά
σπαθιά.
Η συνοδεία τότε ξεκινά, ακολουθούμενη από πλήθος κόσμου και φτάνει στο κεντρικότερο
μέρος του χωριού. Δεν περιγράφεται η υποδοχή που γίνεται στον Καδή, όταν ξεκαβαλικεύει.
Ακούγονται ενθουσιώδεις φωνές και σαν χαλάζι πέφτουν στο κεφάλι και στο σώμα
του σε λίγο και για λίγο παντοδύναμου Καδή, τα σάπια λεμόνια που του πετούν τα
παιδιά του χωριού.
Εκείνος, μόλις κατέβει από τον γάιδαρο, κουρντίζει ναμάζι,
αρχίζει δηλαδή την προσευχή του πάνω σ΄ ένα χοιρινό τομάρι που έχει στρωθεί
αντί για χαλί. Και αφού τελειώσει την προσευχή του, αρχίζει να κρίνει τους πάντες.
Ο καθένας που θα προσκληθεί από το γκιζάνι, πρέπει να παρουσιαστεί μπροστά στον
καδή, αλλιώς αφού δικαστεί ερήμην, προσάγεται με τη βία από πολλά γκιζάνια και
ζεϊμπέκια.
Οι αποφάσεις εκδίδονται αμέσως και άλλοι καταδικάζονται σε πρόστιμο
άλλοι δε σε φάλαγγα. Μεταξύ του δικαστή και των καταδικαζόμενων παρεμβαίνει
κάποιος μεσολαβητής που λέγεται ριτζάλι, ο οποίος με χρήματα – από τα οποία αυτός
και οι στρατιώτες παίρνουν μερτικό, και με ικεσίες και θερμές παρακλήσεις
καταφέρνει επιτέλους να πείσει τον σκληρό κριτή όπως μετριάσει την ποινή που
επέβαλε. Η εκτέλεση των αποφάσεων γίνεται από τον ίδιο τον Καδή, που μαστιγώνει
τους καταδικασμένους και εισπράττει τα πρόστιμα.
Ο Καδής διατηρεί την απεριόριστη εξουσία του για πεντέξι
ώρες. Και εκεί που είναι δυνατός και θριαμβεύει, ακούγονται πυκνοί πυροβολισμοί
και ο πανίσχυρος κριτής αρχίζει να τρέμει. Μάταια οι στρατιώτες του αγωνίζονται
να του δώσουν κουράγιο, λέγοντάς του ότι θα προτάξουν τα ηρωικά τους στήθη ενάντια
στον κίνδυνο και ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να τον υπερασπίσουν από κάθε
εχθρό. Ο Καδής δεν πείθεται και από στιγμή σε στιγμή φοβάται περισσότερο.
Σε
λίγο παρουσιάζονται πεντέξι άνδρες με άσπρα ευρωπαϊκά κουστούμια και άσπρα ψηλά
καπέλα, και οι φωνές πολλών παιδιών «Φτάσανε οι Φράγκοι» που επαναλαμβάνονται, μεγαλώνουν
του Καδή τον φόβο. Οι σωματοφύλακες, οι οποίοι προ ολίγου τον ενθάρρυναν,
διασκορπίζονται για να σωθούν εκείνοι, και εγκαταλείπουν τον δύστυχο Καδή στη
διάκριση του πλήθους και στην εκδίκηση εκείνων, τους οποίους καταδίκασε πριν
από λίγο. Οι Φράγκοι, που ήρθαν, μετά από μια σύντομη παρακολούθηση ορμούν κατά
του Καδή, τον πιάνουν και με συνοπτική διαδικασία τον καταδικάζουν σε θάνατο δι’
αγχόνης. Δυνατές κραυγές που βγαίνουν από τα στόματα του πλήθους, επικυρώνουν
την απόφαση των φράγκων.
Και έτσι ο δύσμοιρος Καδής σέρνεται στην
προετοιμασμένη κρεμάλα, ενώ οι από αυτόν καταδικασθέντες συναγωνίζονται ποιος θα τραβήξει πρώτος το ολέθριο σκοινί. Κανένας σωματοφύλακας δεν φαίνεται μονάχα
μερικοί φιλότουρκοι γυρεύουν χάρη για τον Καδή. Αλλά οι φράγκοι που μένουν
αμετάπειστοι τραβούν το σκοινί, στο οποίο είναι δεμένος ο Καδής, λίγο πάνω από
την επιφάνεια της γης και ξαφνικά το παρατούν. Τότε ο ταλαίπωρος εκείνος, κρεμασμένος
πρώτα και τώρα ξαναπέφτοντας, υποφέρει των παθών αυτού τον τάραχον που λένε,
ενώ το πλήθος γελάει, σαρκάζει και βρίζει τον κατάδικο. Αυτό εξακολουθεί να
γίνεται μέχρις ότου οι δήμιοι σπλαχνιστούν τον Καδή και τον παρατήσουν, οπότε
τελειώνουν τα βάσανά του, του μένουν τα χρήματα που εισέπραξε από τα πρόστιμα. Αυτά
τα χρήματα τα ξοδεύει κατόπιν στο πιοτό, για να αποζημιωθεί για κείνα που έπαθε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου