Γεννήθηκε στο βαθύ της Σάμου το 1860. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο. Ήταν ο δεύτερος γιος του Πανανού Σοφούλη, εύπορου οινεμπόρου, και μαχητικού πολιτευτή της Σάμου ο οποίος είχε διατελέσει πληρεξούσιος και πρόεδρος της γενικής Συνέλευσης.
Οι επιδόσεις του στο γυμνάσιο και η μεγάλη οικονομική ευχέρεια της οικογένειάς του, του επέτρεψαν να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα που τον ενδιέφερε. Μετά το Γυμνάσιο φοίτησε στα πανεπιστήμια Μονάχου, Βερολίνου και Βύρτσμπουργκ, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Ο Άδης στην αρχαία τέχνη», το 1884. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, το 1885, έγινε έφορος αρχαιοτήτων και μετά από τρία χρόνια υφηγητής με τη διατριβή «Περί του αρχαίου αττικού εργαστηρίου». Ειδικεύτηκε στον τομέα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής.
Το 1885, με εντολή της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, ανέλαβε ανασκαφές στο Φοινίκι της Λακωνίας και αργότερα στη Μεσσηνία. Δημοσίευσε αρκετές αρχαιολογικές μελέτες μεταξύ των οποίων και τη μονογραφία "Τα εν Ακροπόλει αγάλματα των κορών αρχαϊκής τέχνης". Το 1895 επέστρεψε στη Σάμο. Η σχέση του με το πανεπιστήμιο διακόπηκε, πιθανόν επειδή απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του από την έδρα της αρχαιολογίας.
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης στο στρατηγείο του στην Σάμο το 1912 |
Το 1899 στράφηκε στην πολιτική αναλαμβάνοντας την ηγεσία του φιλελεύθερου Προοδευτικού κόμματος στη Σάμο. Πολύ σύντομα αναγνωρίσθηκαν οι ικανότητές του και το 1901 εκλέχτηκε πρόεδρος της Γενικής Συνελεύσεως των Σαμίων. Έχοντας ως πολιτικό του όραμα να αναδείξει την κοινή πολιτιστική κληρονομιά Σάμου και Ελλάδας ανέλαβε τη διεύθυνση των πρώτων αρχαιολογικών ανασκαφών στον Ηραίον Σάμου το 1902 στα πλαίσια της συνεργασίας με την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία. Οι ανασκαφές αυτές που είχαν πολύ καλά αποτελέσματα δεν συνεχίστηκαν κατά τα επόμενα έτη.
Ως πληρεξούσιος, πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης ή μέλος της σαμιακής Βουλής (Κυβέρνησης) ο Σοφούλης αγωνίστηκε για τη διεύρυνση της σαμιακής αυτονομίας και τη σύνδεσή της με την Ελλάδα. Το 1908 συγκρούσθηκε με τον τότε ηγεμόνα Ανδρέα Κοπάση και μετά την αποτυχία του κινήματος το Μάιο 1908, καταδικάστηκε σε θάνατο από το ηγεμονικό καθεστώς, αλλά διέφυγε με άλλους Σαμιώτες στην Ελλάδα, απ’ όπου υπέβαλε υπομνήματα διαμαρτυρίας προς τις μεγάλες δυνάμεις για την παραβίαση του Χάρτη της αυτονομίας εκ μέρους του ηγεμόνα.
Παρέμεινε εξόριστος μέχρι το 1912 προβάλλοντας τα δίκαια της Σάμου και προσπαθώντας να οργανώσει κάποιο κίνημα για την ανατροπή του ηγεμόνα ή την ματαίωση της πολιτικής του.
Μετά τη δολοφονία του Κοπάση από τον απεσταλμένο του Μακεδονικού Κομιτάτου Σταύρο Μπαρέτη, τον Μάρτιο 1912, και αφού εξαιρέθηκε της αμνηστείας για το κίνημα του 1908, ηγήθηκε της σαμιακής επανάστασης τον Σεπτέμβριο του 1912, η οποία επικράτησε και είχε ως αποτέλεσμα την αναχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί και την κατάργηση της ηγεμονίας. Στις 11 Νοεμβρίου 1912, ως πρόεδρος της σαμιακής εθνοσυνέλευσης, κήρυξε την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα. Μετά την Ένωση έγινε Πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης της Σάμου μέχρι το 1914 και στη συνέχεια Γενικός Διοικητής Μακεδονίας.
Ο Θεμιστοκλής. Σοφούλης ακολούθησε το κόμμα των Φιλελευθέρων και διετέλεσε βουλευτής, πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής επί σειρά ετών, υπουργός στρατιωτικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου το 1928 και τέλος, στις δύσκολες μέρες του εμφυλίου πολέμου, πρωθυπουργός της Ελλάδας (1947-1949). Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1949.
Πηγή: Δήμος Σάμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου