Μετά την παρουσίαση στο Πυθαγόρειο |
Ολοκληρώθηκαν το Σάββατο 20 Αυγούστου
οι παρουσιάσεις του βιβλίου «Χρυσή Εκδίκηση» της Έλενας Χουσνή στη Σάμο.
Ειδικότερα το βιβλίο παρουσίασαν την Τετάρτη 17 Αυγούστου στον αύλειο χώρο της
Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σάμου οι Βίκυ Λεκάτη και Ερασμία Κρητικού, την Πέμπτη 18
Αυγούστου στο CINE – REX, στους Μυτιληνιούς, η Κούλα
Καραμηνά – Πόθου, την Παρασκευή 19 Αυγούστου στο Χατζηγιάννειο στο Καρλόβασι, η
συγγραφέας Έρη Ρίτσου και το Σάββατο 20 Αυγούστου στο Αrt Space στο Πυθαγόρειο οι Βίκυ Λεκάτη και
Ερασμία Κρητικού.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τις παρουσιάσεις:
Από την παρουσίαση στον προαύλιο χώρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σάμου |
Βίκυ Λεκάτη
«Πρόκειται για ένα
μυθιστόρημα με σαφείς αναφορές στη σύγχρονη πραγματικότητα και τα προβλήματα
της. Οι αναφορές για την οικονομική κρίση και τις αλλαγές που αυτή έχει
επιφέρει στη ζωή μας είναι διάσπαρτες μέσα στην αφήγηση. Μιλάει για πράγματα
και καταστάσεις που μας αφορούν όλους. Πράγματα καθημερινά: οι περιορισμοί στις
εξόδους, στα ρούχα, ενώ για άλλους πλέον αρκεί και μόνο η κάλυψη των βασικών
αναγκών. Από την ιστορία δεν απουσιάζουν οι σχέσεις διαπλοκής και διαφθοράς των Μέσων Μαζικής
Ενημέρωσης και της εξουσίας, πράγμα αναμενόμενο, αν λάβουμε υπόψη μας την
προϋπηρεσία της Έλενας στην δημοσιογραφία.
Πρόκειται
για ένα βιβλίο που ενέχει μυστήριο, αγωνία, ρομαντισμό, αγάπη, συγκρούσεις,
ίντριγκες, ανατροπές, ανθρώπινες τραγωδίες, και όλα αυτά δεμένα μέσα και γύρω
από την ποίηση του Σεφέρη.
… Η υπόθεση του
βιβλίου θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι είναι κοινή για αστυνομικό μυθιστόρημα:
η δολοφονία της Ισαβέλλας Καρπενάρου, κόρη μεγαλοεπιχειρηματία και η αναζήτηση
του δολοφόνου της από αυτή την τετραμελή ιδιότυπη παρέα. Η πένα όμως της Έλενας δίνει άλλη διάσταση
στην υπόθεση. Η ουσία της ιστορίας δεν επικεντρώνεται μόνο στην δολοφονία της
κοπέλας, κάτι που ενδεχομένως να έκανε κοινότυπο το μυθιστόρημα, αντιθέτως η
δυναμική του βιβλίου βρίσκεται στην ικανότητα της συγγραφέως να χτίζει αλλά και
να γκρεμίζει χαρακτήρες. Η Έλενα έχει το χάρισμα να σκιαγραφεί τόσο έντονα τους
ήρωές της που είναι πραγματικά δύσκολο να μην τους συμπαθήσεις ή να μην τους
αντιπαθήσεις. Ή να μην δημιουργήσεις προσδοκίες για το ρόλο και τη θέση του
καθενός στην εξέλιξη της υπόθεσης. Ακόμα και οι δευτεραγωνιστές παρουσιάζονται
ολοκληρωμένα και με ιδιαίτερη προσοχή. Χαρακτήρες ιδιαίτεροι αλλά τόσο
αληθοφανείς. Ο κάθε ένας με δικά του ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά ούτε μια στιγμή
δεν φαίνονται επιτηδευμένοι ή ψεύτικοι. Ο τρόπος που θα επιλέξει κάθε φορά να
αφηγηθεί τα γεγονότα, οι προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις αλλά και οι παράπλευρες
μικρές ιστορίες που ξετυλίγονται, φωτίζουν ολόπλευρα την προσωπικότητα των
ηρώων.
… Και στο σημείο αυτό
φτάνουμε στο δολοφόνο. Ένας δολοφόνος λόγιος, ο οποίος απεχθάνεται την
υποκρισία και τη διαφθορά του κόσμου μας. Ένας άνθρωπος ο οποίος ονειρεύεται
έναν άλλο κόσμο στηριγμένο στη δικαιοσύνη, στην αξιοκρατία, στη συνεργασία,
στην αγάπη, στοιχεία που λείπουν από μας σήμερα. Ένας άνθρωπος που στηλιτεύει
την διαφθορά της εξουσίας και του χρήματος, τα κακώς κείμενα των Μέσων Μαζικής
Ενημέρωσης και την διαπλοκή τους με τη εξουσία. Ποιος από μας δεν έχει
ονειρευτεί ένα τέτοιο κόσμο; Ποιος από μας δεν κατηγορεί όλα αυτά που
συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας; Όλα αυτά όμως ειπώνονται από το δολοφόνο. Όχι
από τη Νάνσυ, ούτε από κάποιον άλλο. Από το δολοφόνο!
Από
το σημείο αυτό και μετά απλώς χάνεσαι. Μεταφέρεσαι νοερά στο κόσμο του βιβλίου,
όπου οι εξελίξεις σε καθηλώνουν. Η πλοκή κυλάει με ένα χειμαρρώδη ρυθμό που σε
αφήνει στην κυριολεξία χωρίς ανάσα! Υπάρχουν στιγμές που σοκάρουν, άλλες που
τρομάζουν και άλλες που προκαλούν τόση αγωνία που θες να φας τα νύχια σου! Έχει
τόσες ανατροπές που είναι αδύνατον να το αφήσεις από τα χέρια σου χωρίς να σε
βασανίζει η περιέργεια για το τι θα γίνει παρακάτω.»
Από την παρουσίαση στο Πυθαγόρειο στο χώρο του Art Space Pythagorion |
Ερασμία
Κρητικού
«…Είχα παρακολουθήσει σε μια
συνέντευξη στην ΕΡΤ τον Σκανδιναβό αστυνομικό συγγραφέα Χένινγκ Μάνκελ κάποτε,
σε μια από τις τελευταίες του μάλιστα συνεντεύξεις πριν πεθάνει – και είχε πει
: «Όλα τα καλά έργα, ανεξάρτητα από το είδος τους, τα διαπνέει μια μουσική. Τα διαπερνά μια
μελωδία κι ένας ρυθμός. Κι αυτό είναι
που τα κάνει όμορφα έργα». Χωρίς ρυθμό, έλεγε, δεν μπορείς να «ακούσεις» κανένα
κείμενο.
Η «Χρυσή Εκδίκηση» έχει μια μουσική κι έχει έναν ρυθμό. Είναι
ένας γρήγορος ρυθμός, μια ρυθμική μελωδία, ένα σάουντρακ σασπενσιάρικης ταινίας Χίτσκοκ που παίζει στ` αυτιά σου όσο
τα μάτια τρέχουν πάνω στο κείμενο με αγωνία, να φτάσουν στο τι γίνεται, στην
αποκάλυψη στοιχείων και στα ίχνη του
δολοφόνου. Μάλιστα o ρυθμός του εναλλάσσεται εμβόλιμα ανάμεσα στα κεφάλαια: ανάμεσα στην πλοκή της
εξιχνίασης των φόνων απ’ την μια ,
κι απ την άλλη στα κεφάλαια της
αφήγησης από τη σκοπιά του δράστη, τα
οποία παρεμβάλλονται εναλλάξ στο βιβλίο.
…. Στην Ελλάδα το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει
φανατικούς οπαδούς. Η «Χρυσή Εκδίκηση» είναι ένα νουάρ που
διαβάζεται απνευστί,
ιντριγκάρει, βάζει τη σκέψη του
αναγνώστη σε κίνηση, όσο η συγγραφέας
δίνει έντεχνα με το σταγονόμετρο τα κλειδιά για τη λύση του μυστηρίου. Εδώ όμως
δεν έχουμε ένα κλασσικό αστυνομικό τύπου Πουαρό. Εδώ έχουμε χαρακτήρες που συμπαθούμε
μέχρι να απογυμνωθούν και να δούμε την ασχήμια τους. Έχουμε αντιπαθητικούς που αποδεικνύονται
ψυχούλες ή και ψυχάκηδες. Έχει κάτι από τους αγγελικά μοχθηρούς χαρακτήρες της
Πατρίτσια Χάισμιθ που κάπου πλέον στα μισά της πλοκής δεν είσαι πια σίγουρος αν
είναι οι καλοί ή οι κακοί τελικά της υπόθεσης.
Έχει
και κάτι από την δηκτική γλώσσα του
Στιγκ Λάρσον ή του Μάνκελ που προανέφερα.
Δημοσιογράφοι και οι ίδιοι, όπως υπήρξε και η Έλενα Χουσνή, με συνέπεια και καθήκον επαγγελματικό ,
φέρνουν στο φως σκάνδαλα, αποκαλύπτουν τη διαφθορά στη χώρα τους απ` όπου κι αν
αυτή προέρχεται και σηκώνουν το χαλί κάτω απ το οποίο οι κυβερνήσεις, τα
κατεστημένα και τα συμφέροντα σκουπίζουν τις βρωμιές τους. Στοιχεία που
πραγματεύεται έντονα και εδώ η υπόθεση.
Το
βιβλίο αυτό δηλαδή δεν εξυπηρετεί απλώς το σασπένς, δεν είναι ένα βιβλίο όπου θα περάσεις απλώς
ευχάριστα την ώρα σου, κάνοντας τον ντεντέκτιβ και κυνηγώντας μυστηριώδεις δολοφόνους
αλλά είναι μια υπόθεση με ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις που θα
προβληματίσει.
… Παρ` όλο που υφολογικά
ανήκει στην κατηγορία των νουάρ , το έργο της Έλενας Χουσνή το διακατέχει μια
αναπάντεχα λογοτεχνική γλώσσα για το είδος του που παίζει ανάμεσα στον χώρο:
από τρυφερή ποιητικότητα που συγκινεί και συνεπαίρνει ως και στυγνή χειρουργική
ψυχρότητα που σοκάρει. Οι πλούσιες αναφορές σε ιστορικά στοιχεία, στη
λογοτεχνία και στην ποίηση της Ελλάδας, το διαφοροποιούν αρκούντως και σε πολλά
σημεία από το είδος του – αυτό του αστυνομικού. Πέρα και πάνω από τα νουάρ
χαρακτηριστικά του δηλαδή, χρησιμοποιεί μια πλούσια λεξιλογικά γλώσσα, γεμάτη εικόνες και συναισθήματα, με τις
μεταφορές, τις δυνατές οπτικοακουστικές εικόνες, τις παρομοιώσεις, τις θέσεις και αντιθέσεις
του.
… Διαβάζοντας το βιβλίο της
είχα μονίμως την αίσθηση, πως πιάνει μια - μια τις λέξεις, τις περιεργάζεται, τις κοιτάζει κόντρα στο
φως, σαν να είναι κρύσταλλοι, σαν να είναι διαμάντια, τις επιλέγει επιμελώς και τις τοποθετεί σαν
χρυσοχόο στη σωστή θέση με ακρίβεια, τρυφερότητα και αφοσίωση».
Από την παρουσίαση στον αύλειο χώρο του Χατζηγιάννειου, της πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης |
Έρη Ρίτσου
«… Είναι η «Χρυσή Εκδίκηση» αστυνομικό
μυθιστόρημα; Αναμφισβήτητα ναι, αλλά όχι μόνο. Θα τολμούσα μάλιστα να πω πως η άκρως ενδιαφέρουσα
αστυνομική ιστορία λειτουργεί ως άλλοθι για να δώσει στη Χουσνή τη δυνατότητα
να μιλήσει για πράγματα που όλους μας απασχολούν, για καταστάσεις που έχουν
γίνει καθημερινότητά μας όλα αυτά τα
χρόνια που η οικονομική κρίση γιγαντώνεται στη χώρα μας και παρασύρει ζωές και
ρουτίνες και μελλοντικά σχέδια, αφήνοντάς μας με μια αίσθηση μόνιμης
αβεβαιότητας και πλήρους αδυναμίας να ορίσουμε πια τις ζωές μας.
Θα έλεγα λοιπόν πως το βιβλίο λειτουργεί
σε πολλά επίπεδα. Σε πρώτο πλάνο, φυσικά, η αστυνομική υπόθεση μέσα στην οποία
μπαίνουμε σιγά – σιγά όπως και η παρέα των ανθρώπων που καλείται να βρει την
άκρη. Σε δεύτερο και κυρίαρχο πλάνο, η κατάσταση στη χώρα μας που φυσικά
επηρεάζει τις ζωές των ηρώων καθώς και τις δικές μας. Σε τρίτο πλάνο η
παρουσίαση της ψυχολογίας των χαρακτήρων που συναντάμε μέσα στις σελίδες του
βιβλίου.
Η αστυνομική ιστορία έχει απ` όλα: έχει
φόνους, έχει μυστήριο, έχει σκόρπια στοιχεία που σιγά – σιγά έρχονται στο φώς
σαν ψηφίδες που πρέπει κανείς να βάλει στη σωστή θέση για ν` αρχίσει να
φαίνεται η εικόνα. Έχει λανθασμένη ανάγνωση των στοιχείων που οδηγεί σε
παρακάμψεις. Έχει, πάντα μέσα από τα στοιχεία που εμφανίζονται, μια σύνδεση του
σήμερα με την ιστορία μας, μέσω των λογοτεχνικών αναφορών στην ποίηση του
Σεφέρη αλλά και στην ενασχόλησή του με τη φωτογραφία. Έχει, τέλος, «anti-climax» αφού η επίκληση μεγάλων ιδανικών έχει
στην αφετηρία της εντελώς προσωπικά κίνητρα. Στα πρότυπα της Άγκαθα Κρίστι η
αποκάλυψη γίνεται (φυσικά στο τέλος), παρουσία σχεδόν όλων των χαρακτήρων που
στον ένα ή στον άλλο βαθμό συναντήσαμε στη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου.
…Πρόκειται για μια εξαιρετικά δομημένη
ιστορία μυστηρίου που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όπου όλα όσα
συναντάμε, ακόμα και οι επαναλήψεις, έχουν συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης και στόχο.
Από αυτή την άποψη είναι η χαρά του λάτρη της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Όμως δεν είναι μόνο αυτό.
Το
δεύτερο πλάνο, η κρίση στη χώρα είναι κυρίαρχο. Δεν αποτελεί απλώς το
φόντο των αστυνομικών εξελίξεων αλλά λειτουργεί αυθύπαρκτα. Με το έμπειρο μάτι
του δημοσιογράφου , η συγγραφέας παρουσιάζει και αναλύει το σκηνικό μέσα στο
οποίο λειτουργούν οι ήρωές της αλλά φυσικά και όλοι εμείς. Ο κόσμος των
επιχειρήσεων, της διαφθοράς, της κλεψιάς, της απάτης, της διασύνδεσης με τον
υπόκοσμο, του αθέμιτου πλουτισμού από τη μια και της απίστευτης εξαθλίωσης από
την άλλη, καταγράφονται ως μια σειρά γεγονότων.
Είναι όμως δουλειά του αναγνώστη να τους
αποδώσει τη βαρύτητα που τους πρέπει. Η δύναμη του χρήματος είναι τεράστια.
Επηρεάζει πολιτικούς αστυνομία, τύπο. Ως πότε και για πόσο όμως; Αυτό, που,
κατά τη γνώμη μου, λέει η Χουσνή είναι πως δεν είναι ανίκητη. Η επιμονή των
ηρώων μας να δουν φως μέσα στο απόλυτο σκοτάδι μυστηρίου που περιβάλλει τον
πρώτο φόνο, θα έχει τελικά αποτελέσματα, παρ` όλο που τα μόνα μέσα που
διαθέτουν είναι η έρευνα και το μυαλό τους, απέναντι σε έναν παντοδύναμο
ολιγάρχη που με τη δύναμη του χρήματος που διαθέτει, επηρεάζει όλες τις
εξουσίες. Και πραγματικά, έχουμε ανάγκη από τέτοια αισιόδοξα μηνύματα, έστω και
μυθοπλαστικά, για ν` αντιμετωπίσουμε τη δύσκολη καθημερινότητά μας. Αυτός άλλωστε
είναι και ο λόγος της τέχνης. Να δείχνει δρόμους και δυνατότητες. Να ανοίγει
προοπτικές. Να μας υπενθυμίζει την ανθρωπιά μας μέσα από την προβολή των έργων
που ο ανθρώπινος νους και η ευαισθησία έχουν κατακτήσει.
Η απεικόνιση της ζοφερής πραγματικότητας
στην οποία έχει οδηγήσει τη χώρα μας αλλά και όλον τον πλανήτη το κυνήγι του
πλούτου και της εξουσίας των οικονομικά ισχυρών, δεν είναι η μόνη εικόνα. Ο
ζόφος δεν είναι μονόδρομος. Αρκεί να αντιληφθεί ο καθένας μας τις δυνατότητές
του, να συνεργαστεί με όσους ομονοούν και να επιμείνει, ακριβώς όπως κάνουν οι
ήρωες του βιβλίου.
Στο μέρος αυτό του βιβλίου, περιγράφοντας
τις δραστηριότητες του πάμπλουτου Κοπερνάρου, τη μεθόδευση φυγάδευσης των
επιχειρήσεών του από την Ελλάδα, τις σχέσεις του με τον υπόκοσμο για τη
δημιουργία ενεχυροδανειστηρίων μέσω των οποίων ο χρυσός φυγαδεύεται στο
εξωτερικό, χάνοντας έτσι η χώρα έναν τεράστιο πλούτο και οι άνθρωποι τα
πατρογονικά τους τιμαλφή, η συγγραφέας θέτει ουσιαστικά πολλά ερωτήματα για τον
τρόπο λειτουργίας του κράτους, για την απουσία ελέγχων που οδηγεί στην
ατιμωρησία και στην ασυδοσία, για την ελευθερία του τύπου, για τη λειτουργία
εξουσιών, νόμων και θεσμών. Δεν είναι πράγματα άγνωστα σε μας φυσικά, όμως
ενταγμένα μέσα στην αστυνομική ιστορία καθιστούν, όπως είπα, το ανάγνωσμα πολύ
περισσότερο από «αστυνομικό». Είναι στην ουσία ένα πολιτικό – κοινωνικό βιβλίο.
….Θα έλεγα, λοιπόν, πως το βιβλίο τούτο
έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Μπορεί να διαβαστεί σαν μια καλοστημένη
αστυνομική ιστορία, όπου ο αναγνώστης βιάζεται συνεπαρμένος να «δει το παρακάτω».
Μπορεί να διαβαστεί σαν πολιτικό μυθιστόρημα, σαν μια σπουδή πάνω στο χρήμα και
στις διασυνδέσεις του. Μπορεί να διαβαστεί σαν μια προσπάθεια προσέγγισης και
εξήγησης ανθρώπινων χαρακτήρων και πως αυτοί διαμορφώνονται μέσα από τις
προσωπικές τους εμπειρίες και τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνουν και
διαβιούν. Με όποιο τρόπο κι αν το διαβάσετε, είμαι σίγουρη πως θα το απολαύσετε
όπως το απόλαυσα κι εγώ».
Λέανδρος
Ρακιντζής (Χαιρετισμός στην παρουσίαση στους Μυτιληνιούς)
«Προβληματίστηκα πολύ για τον χαρακτηρισμό του βιβλίου
της Έλενας σαν αστυνομικό, γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός καλού
αστυνομικού μυθιστορήματος: έγκλημα, δολοφόνος που αποκαλύπτεται μόνο στο
τέλος, πλοκή, μυστήριο και πάντα η νέμεση που απονέμεται, αλλά το βιβλίο
ευχερώς θα μπορούσες να το αποκαλέσεις πολιτικό γιατί τα πρόσωπα έχουν αρκετή
διασύνδεση με την πολιτική, ψυχολογικό, γιατί αναλύει από ψυχολογικής απόψεως
τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών αλλά
και χάρη στον τρόπο που παρουσιάζει τους γυναικείους χαρακτήρες,
ποιητικό από την υπερέχουσα χρήση ποιημάτων του Σεφέρη, οικονομικοτεχνικό,
γιατί παρουσιάζει άψογα την εμπορία χρυσού και τα ενεχυροδανειστήρια χρυσού.
Σημασία, όμως, δεν έχει ο χαρακτηρισμός του είδους του βιβλίου αλλά το
περιεχόμενο αυτού και κυρίως η πλοκή του που είναι περίτεχνη και σου κρατάει το
ενδιαφέρον μέχρι το τέλος».
Στον υπέροχο κήπο του Cine Rex της οικογένειας Βαμβακά στους Μυτιληνιούς |
Κούλα Καραμηνά
- Πόθου
«Η πλοκή του βιβλίου ξαφνιάζει σε πάρα πολλά σημεία. Η
Έλενα Χουσνή εμπνέεται από την καθημερινότητα, διαβάζει, αναλύει, συγκεντρώνει
υλικό επιστημονικό, αστυνομικό, βρίσκει ακόμη και φίλους συλλέκτες
γραμματοσήμων και μας τους συστήνει.
Όλοι αυτοί παίζουν θαυμάσια το ρόλο τους, κινούνται με
ευχέρεια, δεν κουράζουν τον αναγνώστη, λειτουργούν με συνέπεια, χάρη στη
μεθοδικότητα της συγγραφέα.
….Θριλερικός, φοβερός, αποτρόπαιος, ανατριχιαστικός ο
τρόπος της δολοφονίας της κόρης του μεγαλοεπιχειρηματία. Ο χρυσός
αιματοβαμμένος, συμβολίζει το μαύρο χρήμα που μπαίνει στις τσέπες των
αδίστακτων κεφαλαιοκρατών. Ο χρυσός βγήκε από το καλά φυλαγμένο κουτάκι, πήρε
τις μνήμες που είχε σαν οικογενειακό κειμήλιο και κατέληξε άμορφη μάζα, ράβδος
ή μασούρι, στα χέρια των σύγχρονων κυκλωμάτων ενεχυροδανειστών, υποτίθεται,
έτσι λένε στις μαφίες που διαχειρίζονται ανεξέλεγκτα τον πλούτο.
Το φλουρί των 22 καρατίων, πουλήθηκε για εξήντα ευρώ
και μαζί του έφυγε η πατίνα του χρόνου, η χαρά της προγιαγιάς σαν το παρέδιδε
στο δισέγγονο. Η βέρα του παππούλη δραπέτευσε από την αλυσιδίτσα που κρεμόταν
στο λαιμό της γιαγιάς. Την είχε εκεί μαζί με το σταυρουδάκι της, αλλά η ανάγκη
την έκανε να συνδράμει στα βάρη που δεν ελαφρώνουν με τίποτα και άδικα
ξεπουλήθηκαν κοσμήματα αξίας ανεκτίμητης και τέχνης μοναδικής. Σε ποιους
πλειστηριασμούς, άραγε, να δόθηκαν, ποιοι τα αγόρασαν και πόσο, έγιναν χρυσό
σκέτο στα ειδικά χυτήρια και ποιο δρόμο πήραν εκτός χώρας; Πώς τα ` κανες έτσι
τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, για ένα τριάρι, για λίγη βενζίνη, για μια φασολάδα,
λέει ο ποιητής και ματώνει η σκέψη του μαζί με τον μακρόσυρτο αμανέ, το
ανεπανάληπτο μοιρολόι του ρεμπέτικου του Ξαρχάκου «Μάνα μου Ελλάδας», «Τα
ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα»…
Ποίηση του Σεφέρη «Επί Ασπαλάθων». Ένα κομμάτι που προσπαθεί
να ταιριάζει στο παζλ της υπόθεσης. Ένας χείμαρρος συμβολισμών από τον ποιητή
που χρησιμοποιεί η συγγραφέας μας έντεχνα, για να παραπλανήσει άραγε ή να
προβληματίσει; Χάσαμε τη γλώσσα μας, ενστερνιστήκαμε τα γκρίκλις, περιορίσαμε
τον ορίζοντά μας και βλέπουμε κοντόφθαλμα;
Το ποίημα του Σεφέρη ήρθε σαν δροσερό νεράκι, να
ξεπλύνει τα εγκλήματα του Κοπερνάρου, γιατί μπορεί να μην είναι ο δολοφόνος που
στραγγαλίζει, αλλά σκοτώνει εκατομμύρια εργαζόμενους με τον να τους στερεί τα
εργασιακά τους δικαιώματα και τις οικονομικές παροχές που τους αξίζουν.
….Η Έλενα Χουσνή πρωτοπορεί προσθέτοντας ποιητική
χροιά στο αστυνομικό της μυθιστόρημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου