Αναπαυτικές πολυθρόνες, χαλίκι, παγωμένα αναψυκτικά... αθώες και ξέγνοιαστες στιγμές κάτω από τα αστέρια ταξιδεύοντας παρέα με αγαπημένους ηθοποιούς που ξαναζωντανεύουν κλασικές σκηνές από φιλμ περασμένων δεκαετιών.
Η μαγεία των θερινών κινηματογράφων μπορεί κάποια στιγμή να ξεθώριασε, μα ποτέ δεν χάθηκε. Ας την αναζητήσουμε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Σε ένα νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, καλά κρυμμένη σε ένα πανέμορφο γραφικό χωριό, βρίσκεται μια ζωντανή χρονομηχανή, έτοιμη να μεταφέρει τους «επιβάτες» της σε ανέμελα παιδικά καλοκαίρια, πλημμυρισμένα από το λαμπερό φως του φεγγαριού, μυρωδιές από γιασεμί και ρομαντικές αναμνήσεις.
Η μαγεία των θερινών κινηματογράφων μπορεί κάποια στιγμή να ξεθώριασε, μα ποτέ δεν χάθηκε. Ας την αναζητήσουμε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Σε ένα νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, καλά κρυμμένη σε ένα πανέμορφο γραφικό χωριό, βρίσκεται μια ζωντανή χρονομηχανή, έτοιμη να μεταφέρει τους «επιβάτες» της σε ανέμελα παιδικά καλοκαίρια, πλημμυρισμένα από το λαμπερό φως του φεγγαριού, μυρωδιές από γιασεμί και ρομαντικές αναμνήσεις.
Πρόκειται για το Cine Rex στους Μυτιληνιούς Σάμου, έναν ονειρεμένο κινηματογράφο που, ακόμη και σήμερα, μοιάζει να μην έχει αλλοιωθεί από τη δύναμη της τηλεόρασης, διατηρώντας αναλλοίωτη την αξεπέραστη μαγεία του θερινού σινεμά.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η αίγλη και η γοητεία που αποπνέει έχουν ξεπεράσει τα στενά σύνορα του νησιού του Πυθαγόρα και μέσα από τις διηγήσεις των επισκεπτών, έχουν ταξιδέψει σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Η κινηματογραφική εμπειρία στο Cine Rex είναι σίγουρα μια από αυτές τις ελάχιστες που δεν μπορεί να την εξαγοράσει κανείς με κανένα αντίτιμο. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν οι ταινίες προβάλλονται κάτω από τον έναστρο ουρανό της Σάμου, μέσα σε μια παραδεισένια αίθουσα γεμάτη λεμονιές, νυχτολούλουδα και γιασεμιά, συντροφιά με καλή παρέα, παγωμένες μπίρες και σπιτικούς λουκουμάδες με μέλι!
Ιδιοκτήτης του κινηματογράφου για περισσότερα από 60 χρόνια είναι ο Δημήτρης Βαμβακάς, που παρά τα 82 του χρόνια, επιμένει να εργάζεται με εφηβικό πάθος έχοντας στο πλευρό του τον γιο του Ορέστη, που τα τελευταία χρόνια «τρέχει» τις υποχρεώσεις της οικογεν νειακής επιχείρησης.
«Ο πρώτος κινηματογράφος στους Μυτιληνιούς Σάμου λειτούργησε το 1928 και ήταν χειμερινός. Εκείνο το σινεμά το είχε ανοίξει ο παππούς μου και ήταν κάτι μοναδικό για το χωριό μας, που εκείνη την εποχή ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Σάμου, αφού μετρούσε σχεδόν 8.000 μόνιμους κάτοικους», λέει στην «Espresso» ο κ. Βαμβακάς και γυρίζει τον χρόνο πίσω:
«Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί, τότε που ο κινηματογράφος είχε περάσει στα χέρια του πατέρα μου. Εκεί μέσα έκανα τα πρώτα μου βήματα. Το 1941 ο ιταλικός στρατός που αποβιβάστηκε στη Σάμο επίταξε την αίθουσα και τη μετέτρεψε σε αποθήκη πυρομαχικών και εφοδίων. Με την απελευθέρωση της Ελλάδας, η οικογένειά μου πήρε και πάλι τον κινηματογράφο και ξεκίνησε σιγά-σιγά τις προβολές. Οι ταινίες του βουβού κινηματογράφου είχαν τεράστια επιτυχία και υπήρχαν μέρες που ο κόσμος δεν χωρούσε να μπει στην αίθουσα! Κατά την προσωπική μου άποψη, εκείνα τα έργα ήταν πραγματικά σπουδαία και δεν μπορούν να συγκριθούν με τα σημερινά, πολλά από τα οποία είναι τουλάχιστον… νερόβραστα. Γενικά, εκείνα τα χρόνια η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Ο κόσμος διψούσε για θέαμα, ενώ σήμερα έχει μπουχτίσει. Τότε ο κινηματογράφος ήταν η μοναδική ψυχαγωγία που υπήρχε. Η προσέλευση ήταν τεράστια και πραγματικά είναι δύσκολο να σου περιγράψω τι γινόταν κάθε φορά που ανεβάζαμε καινούργιο έργο».
Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου ήταν ίσως η καλύτερη για το σινεμά του κ. Βαμβακά, που γνώρισε μεγάλες στιγμές. Ο ίδιος αναπολεί ακόμη και σήμερα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και μας μιλάει για τους μεγάλους αστέρες και τους θεατρικούς θιάσους που παρέλασαν από τη σκηνή του κινηματογράφου των Μυτιληνιών.
«Στα έργα του Ξανθόπουλου, της Βούρτση και της Βουγιουκλάκη ο κινηματογράφος βούλιαζε», αναφέρει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει: «Επιπλέον, στην αίθουσά μας φιλοξενούσαμε πολλούς θιάσους που περιόδευαν στην επαρχία, ενώ στους Μυτιληνιούς υπήρχαν δύο ερασιτεχνικοί σύλλογοι που ανέβαζαν θεατρικές παραστάσεις πολύ υψηλού επιπέδου. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ήρθε στο χωριό μας ο περίφημος Βεάκης με τον θίασό του, παρακολούθησε μια από τις παραστάσεις του συλλόγου και έμεινε άναυδος, δηλώνοντας ότι “τέτοιο έργο δεν έχω δει πουθενά σε όλη την Ελλάδα”. Τότε είχα πολύ καλές σχέσεις με τον ηθοποιό Σπύρο Καλογήρου, τον σύζυγο της Ευαγγελίας Σαμιωτάκη, που είχε καταγωγή από τους Μυτιληνιούς. Ο Καλογήρου ήταν το αγαπημένο παιδί του Φίνου και είχε μεσολαβήσει προσωπικά ώστε να παίρνω ταινίες πρώτης διαλογής. Ετσι, όλα τα έργα που παίζαμε ήταν εμπορικά και ποιοτικά. Από εδώ πέρασαν όλα τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου και φυσικά όλοι οι Σαμιώτες, όπως ο Νίκος Σταυρίδης και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Υπήρχαν μέρες που χρειαζόμασταν τη συνδρομή της αστυνομίας για να σταματήσει την είσοδο των πελατών, αφού ο κινηματογράφος ήταν γεμάτος και απ’ έξω υπήρχε ουρά!»
Λουκουμάδες με μέλι λίγο πριν το «the end»
Το 1970 και ενώ η τηλεόραση βρίσκεται στα πρώτα -πειραματικά- βήματά της, η οικογένεια Βαμβακά καλωσορίζει το δεύτερο «παιδί» της, τον θερινό κινηματογράφο Rex, επί του κεντρικού δρόμου των Μυτιληνιών. Σήμερα, έπειτα από 42 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, δεν είναι μόνο η αίθουσα που έχει ανακαινιστεί ριζικά αλλά και οι υπηρεσίες που προσφέρονται. Ετσι, κατά τη διάρκεια της προβολής οι πελάτες έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν λαχταριστά σουβλάκια ή πίτσες, ενώ λίγο πριν το «the end» προσφέρονται σπιτικοί λουκουμάδες με μέλι.
«Πριν από χρόνια, όταν οι θερινοί κινηματογράφοι άρχισαν να κλείνουν ο ένας μετά τον άλλο, αποφάσισα μαζί με τον γιο μου τον Ορέστη να αλλάξουμε τη μορφή της αίθουσας, να την ανακαινίσουμε και να προσθέσουμε τραπεζάκια, αλλά και πολλά λουλούδια. Ετσι μπορούμε να προσφέρουμε φαγητό και ποτό στους πελάτες μας, αλλά και σπιτικούς λουκουμάδες με μέλι, τους οποίους μοιράζουμε δωρεάν» μας λέει ο κ. Βαμβακάς και θυμάται:
«Παλιότερα η αίθουσα χωρούσε 430 άτομα, ενώ σήμερα χωράει περίπου 200. Ωστόσο είμαστε γεμάτοι σχεδόν κάθε βράδυ. Στον κινηματογράφο μας έρχονται άνθρωποι από όλη τη Σάμο, πολλοί Αθηναίοι, αλλά και εκατοντάδες τουρίστες από κάθε μεριά της Ευρώπης. Πρόσφατα είχαμε πελάτες ακόμη και από τη Νέα Υόρκη! Ηρθαν εδώ και μας είπαν ότι έμαθαν για το Cine Rex από έναν αμερικανικό τουριστικό οδηγό. Οταν έφυγαν, μας έδιναν συγχαρητήρια και μας εκμυστηρεύτηκαν ότι τέτοια αίθουσα δεν έχουν ξαναδεί πουθενά στον κόσμο».
Υπερήφανος για όλα όσα έχει πετύχει, ο 82χρονος Σαμιώτης μας εξομολογείται την αγάπη του για το σινεμά, ενώ μας εκμυστηρεύεται ότι θα συνεχίσει να δίνει καθημερινά το «παρών» στην καμπίνα, για όσο τον κρατάνε τα πόδια του.
«Ποτέ δεν σκέφτηκα να κλείσω τον κινηματογράφο! Ακόμη κι όταν περνούσε κρίση, δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό. Τόσο εγώ όσο και τα παιδιά μου, που έχουν αναλάβει σήμερα την επιχείρηση, έχουμε μεγάλη αρρώστια με το σινεμά. Είμαι πλέον 82 χρόνων και εργάζομαι με το ίδιο πάθος που εργαζόμουν όταν ήμουν έφηβος. Αισθάνομαι πολύ περήφανος όταν οι πελάτες μου λένε ότι ήρθαν στο σινεμά και πέρασαν ένα από τα πιο όμορφα βράδια τους στο νησί. Οι εποχές είναι δύσκολες, αλλά όσο υπάρχει κόσμος που μας στηρίζει, θα συνεχίσουμε κι όπου βγει!»
Πηγή: Εφ. Espresso, Ανδρέας Αξιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου